Πανηγυρίζουν διάφοροι «μνημονιακοί» σχολιογράφοι του αστικού Τύπου, διότι η «φθινοπωρινή επίθεση» του ΣΥΡΙΖΑ για την… «κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων» δεν είχε αίσιο τέλος. Δηλαδή, δεν υπήρξαν εκείνες οι κινητοποιήσεις που θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση, όπως είχε προαναγγείλει ο Α. Τσίπρας (και) από το βήμα της ΔΕΘ.
Συνεχίζεται έτσι -από τους προπαγανδιστές της «μνημονιακής» πολιτικής- αυτή τη φορά, μια τακτική πολιτικής σπέκουλας, την οποία ξεκίνησε ο «αντιμνημονιακός» ΣΥΡΙΖΑ. Μ' αυτή την πολιτική σπέκουλα επιχειρείται η πλήρης περιθωριοποίηση των όποιων σκιρτημάτων αντίστασης της εργαζόμενης κοινωνίας και η στερέωση του «συνδρόμου της ήττας» στις εργατικές συνειδήσεις. Οι μεν διακήρυξαν ότι θα βαδίσουν προς την κυβερνητική εξουσία με όχημα τις αντιστάσεις των εργαζόμενων, οι δε διακηρύσσουν ότι η τακτική των προηγούμενων απέτυχε, διότι οι εργαζόμενοι κατανοούν τη δική τους πολιτική και απορρίπτουν την πολιτική των άλλων.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει ως κεντρικό στόχο των κινητοποιήσεων και των αγώνων σε όλους τους τομείς και για όλα τα ζητήματα την πτώση της κυβέρνησης υπό το βάρος της λαϊκής πίεσης», διακήρυσσε η ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ στις 3 Σεπτέμβρη, στρώνοντας έτσι το χαλί στην κυβερνητική προπαγάνδα να μιλά για υποκινούμενους αγώνες, που δεν έχουν αιτήματα αλλά πολιτικές στοχεύσεις.
Οχι πως είναι κακό να έχουν πολιτικές στοχεύσεις οι εργατικοί αγώνες (το αντίθετο). Οχι πως είναι γενικά κακό ένα συνδικαλιστικό κίνημα να ζητά την ανατροπή μιας κυβέρνησης (κάθε άλλο). Οταν, όμως, στο στόχαστρο μπαίνει η ανατροπή μιας κυβέρνησης και όχι το σύστημα που αυτή υπηρετεί, όταν επιχειρείται ένα πολιτικό πατρονάρισμα κάποιων συνδικαλιστικών αγώνων στη λογική του «να φύγουν αυτοί, να έρθουμε εμείς», τότε έχουμε ενέργεια εχθρική προς το εργατικό κίνημα.
Η κλασική πολιτική ορολογία είναι «καπέλωμα», όμως εν προκειμένω έχουμε κάτι χειρότερο από το «καπέλωμα». Εχουμε πολιτική σπέκουλα, η οποία προωθεί τη συνείδηση της αναποτελεσματικότητας των ταξικών αγώνων και πάνω σ’ αυτό το υπόστρωμα οικοδομεί τη συνείδηση της «κοινοβουλευτικής λύσης», η οποία είναι η μόνη αποτελεσματική λύση.
Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (και οι περιστασιακοί σύμμαχοί του, που παίζουν μονίμως το ρόλο του αριστερού μαϊντανού) δεν έχει καμιά δυνατότητα οργάνωσης ταξικών αγώνων ή κινητοποίησης της κοινωνίας, αλλά και δε θέλει να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύ-θυνση (όπως και δεν κινήθηκε), τότε θα αντιληφθούμε ότι αυτός ο μαξιμαλιστικός βερμπαλισμός δεν είναι παρά ψηφοθηρικό σαράφικο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει ένα πολιτικό ενεχειροδανειστήριο και καλεί τους εργαζόμενους να καταθέσουν σ’ αυτό τις ψήφους τους, οι οποίες θα εξαργυρωθούν στις επόμενες εκλογές. Οποτε κι αν αυτές γίνουν, αφού οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι σε θέση όχι μόνο να κερδίσουν τα αιτήματά τους, αλλά ούτε πολιτική κρίση και πτώση της κυβέρνησης να επιφέρουν. Αρα, τα κεφάλια μέσα και οι ελπίδες κρεμασμένες στις επόμενες εκλογές και στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ (και με μεγάλο ποσοστό, για να μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κίνημα έχει τεράστιες αδυναμίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βαραίνει το σύνδρομο της ήττας. Πάνω σ’ αυτή την κατάσταση αναπτύσσεται η αισχρή πολιτική σπέκουλα του ΣΥΡΙΖΑ, για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, αλλά και για να υπογραμμίσει την ανάγκη μιας ριζικής ανατροπής.
Π.Γ.