Την ώρα που στη Βουλή άρχισε η συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, η «Κ» βρισκόταν στο τυπογραφείο. Κατά συνέπεια, ρεπορτάζ δεν υπάρχει. Και δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να μαντέψουμε τι ακριβώς θα ειπωθεί. Γιατί στην αστική πολιτική μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δεν λέγονται ή υπονοούνται, αλλά σχεδιάζεται να γίνουν.
Την ουσία την ξέρουμε κι αυτή δεν μπορεί να βρεθεί στις ομορφογραμμένες προγραμματικές δηλώσεις. Αλλωστε, το ΠΑΣΟΚ έδωσε σαφή δείγματα γραφής κατά την προεκλογική περίοδο, τα οποία συνεχίζονται και μετά την εκλογική νίκη. Με τη βοήθεια των κυρίαρχων συγκροτημάτων των ΜΜΕ, αναπτύσσει μια προπαγανδιστική εκστρατεία περί «αλλαγής νοοτροπίας», «σεβασμού του πολίτη» και άλλων τέτοιων ηχηρών, πλην άνευ ουσίας σλόγκαν, αφήνοντας στον αυτόματο πιλότο τη διαχείριση της κρίσης, ειδικά στο σκέλος που αφορά τις συνέπειές της στους εργαζόμενους και τους νέους.
Σε λίγες μέρες η κυβέρνηση Παπανδρέου θα καταθέσει προσχέδιο προϋπολογισμού, αφού πρώτα περάσει από την «ιερά εξέταση» των Βρυξελλών. Μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτά που θα ειπωθούν στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις έχουν αυτά που θα συζητηθούν Δευτέρα και Τρίτη στις Βρυξέλλες και θα τα δούμε αποτυπωμένα στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Μια τριετία (τουλάχιστον) σκληρής λιτότητας περιμένει τον εργαζόμενο λαό. Το κλίμα ήδη προετοιμάζεται, με τη βοήθεια του κ. Προβόπουλου και των ΜΜΕ.
Ομως, η δημοσιονομική πολιτική αφορά μόνο μια πλευρά της εκμετάλλευσης και μάλιστα όχι την κύρια πλευρά. Η κύρια πλευρά αφορά τις σχέσεις των εργαζόμενων με τους καπιταλιστές. Εκεί που το κράτος υποτίθεται ότι παραμένει ουδέτερο και παρεμβαίνει μόνο ως διαιτητής. Η ανεργία (η επίσημη, η υποεκτιμημένη και «μαϊμουδισμένη») φτάνει στο 10%. Τα τριήμερα και τα τετραήμερα, οι «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις γνωρίζουν την αποθέωση, καθώς οι καπιταλιστές δεν αντιμετωπίζουν μόνο την κρίση προς όφελός τους, αλλά βρίσκουν την ευκαιρία να καθαρίσουν λογαριασμούς.
Πέρα από την προπαγάνδα, λοιπόν, υπάρχει η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα της κρίσης του καπιταλισμού και της διαχείρισής της. Αν η κυβέρνηση είχε την πρόθεση να παρέμβει στοιχειωδώς υπέρ των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, θα έκανε παντιέρα της αυτή την παρέμβαση, που προσφέρει ευρεία λαϊκή στήριξη, και δεν θα επιδιδόταν σε προπαγανδιστικά παιχνίδια σε άλλους τομείς, ήσσονος ή και καθόλου ενδιαφέροντος. Αποκαλύπτει έτσι τις πραγματικές της προθέσεις.
Επειδή, λοιπόν, τα γάλατα έχουν σφίξει, η μόνη σταθερά είναι αυτή που λείπει: η ταξική απάντηση. Μόνον αυτή μπορεί ν’ αλλάξει τα δεδομένα. Να ταρακουνήσει το τέλμα.