Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν επιθεώρηση επιπέδου «Δελφινάριου». Οταν, όμως, ο τόπος μετράει κάθε μέρα τουλάχιστον 70 νεκρούς, σου κόβεται «μαχαίρι» το γέλιο και σε πλημμυρίζει η οργή για τα καμώματα με τα οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να σβήσει τα ίχνη του εγκλήματος που διέπραξε και εξακολουθεί να διαπράττει σε βάρος του ελληνικού λαού.
Δε θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι το έγκλημα είναι διπλό. Από τη μια δεν πήραν ούτε ένα ουσιαστικό μέτρο περιορισμού της διασποράς του κοροναϊού και από την άλλη άφησαν εντελώς γυμνό (σε ανθρώπους και εξοπλισμό) το ΕΣΥ, με αποτέλεσμα να χάνονται άνθρωποι που θα μπορούσαν να σωθούν.
Πολύς κόσμος εκφράζει εύλογα την απορία: πώς είναι δυνατόν με 1.000 κρούσματα τη μέρα, να μας «κλείνετε» και με 3.500 κρούσματα, τα τριπλάσια δηλαδή, και με τους διασωληνωμένους (εντός και εκτός ΜΕΘ) να σημειώνουν κάθε μέρα νέο ρεκόρ χώρας, να μας «ανοίγετε»;
Το ερώτημα είναι εύλογο. Και αποκαλύπτει τον απόλυτο πανικό της κυβέρνησης των α(χ)ρίστων, που άγεται και φέρεται από τα ίδια τα αδιέξοδα της πολιτικής της. Διότι, αν χωρίς το «κλείσιμο» η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη, όπως λέει η κυβέρνηση (ο ίδιος ο Μητσοτάκης το είπε), τότε το «άνοιγμα» πάνω στο φούντωμα της πανδημίας, με τη χειροτέρευση όλων των επιδημιολογικών δεικτών, θα οδηγήσει στο χειρότερο και όχι στο καλύτερο. Απλή λογική είναι. Μπορεί να την καταλάβει ακόμα και ο… Μαγιορκίνης.
Ακόμα πιο επικίνδυνη είναι η απάντηση που μπορεί να δώσουν τα πιο καθυστερημένα κοινωνικά στρώματα σ’ αυτό το ερώτημα: «Ολα ήταν βλακείες της κυβέρνησης, τώρα το κατάλαβαν και ανοίγουν, ας ξαμολυθούμε κι εμείς, να ξεδώσουμε λιγάκι». Και τότε το χειρότερο μπορεί να γίνει… χειροτερότερο. Ηδη ο κόσμος δεν τρέφει καμιά εμπιστοσύνη στα όσα του λένε η κυβέρνηση και τα επιστημονικά παρτάλια που έχει βάλει στη δούλεψή της. Δε θέλει και πολύ να χαλαρώσουν και εκείνοι που προσπαθούσαν να τηρήσουν τα μέτρα προστασίας και κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Το ερώτημα που περιγράψαμε παραπάνω είναι εύλογο, αλλά πατάει στη μισή αλήθεια. Θεωρεί ότι πράγματι υπήρξε «κλείσιμο», λοκντάουν όπως το λέμε. Ομως, πραγματικό λοκντάουν δεν υπήρξε, όσα απαγορευτικά μέτρα κι αν πάρθηκαν. Από την αρχή έμειναν εκτός λοκντάουν οι χώροι εργασίας, που είναι οι μεγαλύτεροι κλειστοί χώροι συνάθροισης, η οποία συνάθροιση μάλιστα γίνεται υπό συνθήκες έντασης εργασίας, κάματου, ιδρώτα, που κάνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα και αχρηστεύουν και τα ατομικά μέσα προστασίας. Η πλήρης και απρόσκοπτη λειτουργία του συνόλου των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, όλων των κλάδων, τροφοδότησε παράλληλα και το συνωστισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς (δημόσια και ιδιωτικά) τις ώρες αιχμής.
Ακόμα και τα σχολεία, παρέμειναν ανοιχτά για μεγάλα διαστήματα, έχοντας κι αυτά τη συνεισφορά τους στη διάδοση του ιού. Και τα έκλεισαν όταν η ζημιά είχε ήδη γίνει. Οταν λειτουργούσε «στο φουλ» ο φαύλος κύκλος «μέσα μεταφοράς – χώροι εργασίας – μέσα μεταφοράς – σπίτια».
Αυτό που ονομάστηκε λοκντάουν και εφαρμόστηκε με την τακτική του ακορντεόν δεν «έπιασε» τα μεγάλα εκκολαπτήρια και υπερμεταδότες του κοροναϊού. «Επιασε» μόνο δευτερεύουσες πλευρές της μετάδοσης. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσο επιδρά στη μετάδοση η λειτουργία των σχολείων, η λειτουργία του λιανεμπόριου, η απαγόρευση των διαδημοτικών μετακινήσεων, σίγουρα όμως η επίδραση όλων αυτών των πτυχών της κοινωνικής ζωής είναι πολύ μικρότερη από την επίδραση των χώρων εργασίας και των μέσων μαζικής μεταφοράς από και προς τους χώρους εργασίας. Δεν περιμένουμε από τους κυβερνητικούς επιδημιολόγους να μας δώσουν ποσοστά, όμως η πραγματικότητα φαίνεται εκ του αποτελέσματος.
Εκλεισαν το λιανεμπόριο, έκλεισαν τα σχολεία, απαγόρευσαν τις διαδημοτικές μετακινήσεις (κάποια, μάλιστα, τα ονόμασαν «έξυπνες ιδέες», προκαλώντας μας από πάνω), αλλά τα κρούσματα συνέχισαν να αυξάνονται και μαζί τους να αυξάνονται οι εισαγωγές στα νοσοκομεία, οι διασωληνώσεις ασθενών (για τους οποίους δεν υπάρχει πια κρεβάτι ΜΕΘ) και οι θάνατοι. Για ποιο λόγο; Γιατί το ψευτο-λοκντάουν άφησε ανοιχτούς και εκτός κάθε ελέγχου τους χώρους δουλειάς των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Τι κάνει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το άνοιγμα του ακορντεόν; Δε διαχειρίζεται την πανδημία, τη διασπορά του κοροναϊού, αλλά προσπαθεί να διαχειριστεί την κοινωνία, στο σύνολό της και κάποια τμήματα, όπως οι έμποροι της λιανικής.
Και βέβαια, παίζει και πάλι την υγεία του λαού στα ζάρια. Και προσεύχεται να της δώσουν κάποια εμβόλια παραπάνω τον Απρίλη, μπας και προλάβει να εμβολιάσει ένα ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών, ώστε να υπάρξουν λιγότερες διασωληνώσεις. Οχι να μην υπάρξουν διασωληνώσεις, αλλά να είναι λιγότερες σε σχέση με σήμερα, με στόχο να απλωθούν οι θάνατοι στο χρόνο. Με 50 θανάτους τη μέρα… θα είμαστε εντάξει!
Λένε ψέματα και για τα εμβόλια που έχουν πραγματοποιήσει, όπως έχουμε αποδείξει μέσα από τα δικά τους στοιχεία. Μ’ άλλα λόγια, ακόμα και η προσδοκία να υπάρξουν λιγότερες εισαγωγές στα νοσοκομεία, λόγω εμβολιασμού ενός τμήματος των γηραιότερων ηλικιακών μονάδων, δεν προέρχεται από βεβαιότητα, αλλά έχει το χαρακτήρα ζαριάς.
Γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα ότι τα ψέματα τελείωσαν για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είτε καλά πληροφορημένος, είτε μισοπληροφορημένος, είτε μόνο διαισθητικά, ο ελληνικός λαός της επιρρίπτει την ευθύνη. Και η κάλπικη αισιοδοξία του «ανοίγματος» δεν πρόκειται να τη σώσει.
Αυτό είναι, βέβαια, θετικό, όμως από μόνο του δεν οδηγεί πουθενά αλλού, εκτός από μια ακόμη κυβερνητική εναλλαγή. Μια κυβερνητική εναλλαγή η οποία -ακόμα κι αν γίνει σύντομα (πράγμα που δε διαφαίνεται αυτήν τη στιγμή)- δε θα οδηγήσει και σε αλλαγή πολιτικής. Ας θυμηθούμε πόσες κυβερνήσεις άλλαξαν κατά τη δεκαετία των μνημονίων: Παπανδρέου, Παπαδήμος (με και χωρίς ΛΑΟΣ), Σαμαράς με Βενιζέλο και Κουβέλη και μετά μόνο με Βενιζέλο, Τσίπρας με Καμμένο και μετά χωρίς Καμμένο, Μητσοτάκης. Είδατε ν’ αλλάζει τίποτα με αυτήν τη σκυταλοδρομία των κυβερνήσεων;
Η διαχείριση της πανδημίας θέτει προβλήματα επείγοντα, προβλήματα ζωής και θανάτου. Το δίλημμα είναι καθαρά «επί του πρακτέου». ‘Η ο λαός παίρνει την υπόθεση στα χέρια του, επιβάλλοντας ριζικά διαφορετική πολιτική, ή η διαχείριση παραμένει στα χέρια της κυβέρνησης Μητσοτάκη και ο λαός παρακολουθεί ως παθητικός θεατής τις κοκορομαχίες της με τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, περιμένοντας «να εκφραστεί στις κάλπες», οι οποίες -όταν μιλάμε για μια φονική πανδημία- είναι σαν τις ελληνικές καλένδες, στις οποίες παρέπεμπαν οι Ρωμαίοι ό,τι δεν ήθελαν να επιλύσουν.