Την περασμένη Δευτέρα ανακοινώθηκε η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης. Η σημαντική χρονική καθυστέρηση (φτάσαμε στα μέσα Φλεβάρη) εξηγείται με τον προβληματισμό του οικονομικού επιτελείου για το ποιο σενάριο θα επιλέξει. Τελικά, επέλεξε το πιο σκληρό. Αυξήσεις σημαντικά κάτω από τον πληθωρισμό. Αυξήσεις που δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν το κύμα της ακρίβειας, το οποίο επιβαρύνει τα νοικοκυριά πολύ περισσότερο από το ποσοστό που καταγράφει ο επίσημος δείκτης τιμών καταναλωτή. Αυξήσεις που θα οδηγήσουν σε μια ακόμα χρονιά με μείωση του πραγματικού μισθού για ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζόμενων της χώρας.
Ενα λάθος που γίνεται συνήθως, όταν αναφερόμαστε στην εισοδηματική πολιτική, είναι ο περιορισμός στο στενό πλαίσιο του πληθωρισμού. Ομως, το εισόδημα των εργαζόμενων δεν επηρεάζεται μόνο από τον πληθωρισμό, αλλά και από την ανεργία. Γιατί είναι οι οικογένειες που συντηρούν τα άνεργα μέλη τους και όχι το κράτος. Σε μια εποχή, λοιπόν, που η ανεργία φουντώνει, το εργατικό εισόδημα συμπιέζεται ακόμα περισσότερο.
Είναι μάλλον περιττό να προσπαθεί κανείς να αποδείξει ότι η κυβέρνηση αθετεί τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Αυτό είναι σαφές και στον φανατικό οπαδό του κυβερνώντος κόμματος, που τυχαίνει να είναι εργαζόμενος και όχι λαμόγιο, εν ενεργεία ή εν αναμονή. Οσο για τις δικαιολογίες, που συμποσούνται στο «παραλάβαμε καμμένη γη», ούτε σ’ αυτές βρίσκουμε καμιά πρωτοτυπία. Εδώ και πολλά χρόνια η εισοδηματική πολιτική κινείται σταθερά στον αστερισμό της λιτότητας, με πρόσχημα τα προβλήματα της οικονομίας και κάποιους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, κατά κανόνα σε συνάρτηση με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Αξίζει τον κόπο -επί τη ευκαιρία- να θυμηθούμε μερικές άλλες παραμέτρους της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, για να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις. Να θυμηθούμε για παράδειγμα την κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες μείωση του συντελεστή φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών. Να θυμηθούμε την κατάργηση ακόμα και αυτού του ελάχιστου φόρου 10% με τον οποίο φορολογούνταν τα έσοδα της Εκκλησίας από την τεράστια ακίνητη περιουσία της (προφανώς, επειδή οι δεσποτάδες λιμοκτονούν και δεν έχουν πως να περάσουν τα γεράματά τους). Να θυμηθούμε, τέλος, το μεγάλο πλιάτσικο της Ολυμπιάδας. Τους μπετονένιους όγκους που έχουν παραδοθεί πλέον στην εγκατάλειψη και τη φθορά, μνημείο της ασυδοσίας και της αρπακτικότητας των μεγαλοεργολάβων και των εθνικών ευεργετών. Πού είναι τα κέρδη που θα έφερνε για τον ελληνικό λαό η Ολυμπιάδα; Η ανάπτυξη, ο συνεδριακός τουρισμός, οι νέες ευκαιρίες απασχόλησης;
Ας το συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι, μόνοι τους θα δώσουν λύσεις. Στο δρόμο και όχι σε διαβούλια «κοινωνικού εταιρισμού».