Αγαπητά μου παιδιά
Σας ξαναβρίσκω στους μπαξέδες 3+3 του Σεπτέμβρη που λέει το άσ(θ)μα. «Γεια σου καΐκι μου Δημήτρη Κ.», που λέει και το έτερο άσ(θ)μα.
Για το τρίτο –και μακρύτερο– ανυπέρβλητο επικό άσθμα «γ@μιώντας πάει ο χάροντας το κίνημα στον άδη», έχουν γραφτεί πολλά κι έχουν σβηστεί περισσότερα. Καταμεσής του καλοκαιριού και μετά από υπόδειξη του Zorba the Greek, Σαρακηνοί και Βενετσιάνοι πιάνουν και δένουν στο κατάρτι ελόγου μου τον καπετάν-Γιάννη, το παλικάρι, τον αντάρτη, τον άντρακλα τον πελαγίσιο και φέρνουν στο φως τις είκοσι κούτες με τ’ αζήτητα των ανακρίσεων. Αφού βέβαια πρώτα σκοτώνουν τον αφιονισμένο δάμαλο (δράκο στα κινέζικα) που τα φύλαγε, κρατώντας μια βρεγμένη σανίδα που η πανταχού παρούσα μάγισσα-Ιστορία μετέτρεψε σε βρεγμένη γάτα.
Οι θησαυροί που βγήκαν στο φως ήταν μοναδικοί και παρέπεμπαν όχι μόνο στους Βένετους, αλλά και στους Πράσινους κρεμαστούς τύπους της Βαβυλώνας που επέμεναν να την ποιμαίνουν υπομονετικά επί δυο δεκαετίες. Σε αποκλειστική αναμετάδοση και πριν την υπεσχημένη Σεπτεμβριανή avant premiere στα καλά σινεμά και home theater, πρώτοι εμείς θα μάθουμε αν στο τέλος παντρεύονται:
Τρίτη εγεννήθη το ΠαΣοΚ και Τρίτη θα πεθάνει
πιάνει καλεί τα μέλη του κι όλους τ’ς αντρειωμένους
να ‘ρθει ο Μαντέλης και τ’ Αννιώ, ο Δρυς, ο Σκανδαλίδης
να ‘ρθει κι ο Τσοχατζόπουλος που τρέμει η γης κι ο κόσμος.
Μαζεύτηκαν, τα μάζεψαν και μαγκωμένοι ούλοι
πήγαν και ήβραν το ΠαΣοΚ στον κάμπο ξαπλωμένο
– Σαν τι σε ήβρε, κίνημα κι ακίνητο απομένεις;
– Φίλοι καλωσορίσατε, μέλη μου και συντρόφια
‘συχάσετε, καθίσετε κι εγώ σας αφηγιέμαι.
Της Βαυαρίας τα βουνά, της Χάιντι τα λαγκάδια
εγώ μονάχο πέρασα, πεζό κι αρματωμένο
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι
κι είχα στην τσέπη τα χαρτιά, είχα τα πασαπόρτια
με μάρκα και με δωρεές, μη μείνω από μίζα.
Είκοσι χρόνια αρματολός έκανα επιστήμη
την κολεγιά, τη λαμογιά, τη διαπλοκή, τη μίζα
κανέναν δε φοβήθηκα απ’ τους αντρειωμένους
μα τώρα ήρθ’ ο χάροντας, ήρθε κι ο εισαγγελέας
και κράζουν να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια.
Κι επήγαν και παλέψανε, γίνανε ούλοι μπίλιες
το κίνημα κι οι γερμανοί, χάρος κι εισαγγελέας
κι όθε χτυπάει το κίνημα το αίμα αυλάκι κάνει
κι όθε χτυπάει ο χάροντας χυλός αργοκυλάει
χυλός πηχτός, ανάκατος με μάρκα απ’ ολούθε
δίχως χαρτιά, μάρκα κρυφά, μάρκα εμπιστοσύνης
όπως η Pitsos κάποτε, πριν παν’ όλα στη Siemens.
Το κίνημα ψυχομαχεί μα η λματ δε χαμπαριάζει
και σα Ρεχάγκελ έμπειρος σηκώνει απ’ τον πάγκο
τον όμορφο λεβεντονιό, τον γίγαντα Αλέξη!
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός, σειέται ο πάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
που βγήκε ο κομμουνιστής τση γης ο αντρειωμένος
να καλλωπίσει τη βρωμιά, να την ανακαινίσει
να γίνει ο καπιταλισμός παράδεισος και βάλε
τα Φίτζι του κομμουνιστή, του εργάτη Σεϋχέλλες.
Και μονομιάς ξεχάστηκαν τα μάρκα και οι μίζες
μονάχα έναν στρατηγό φίλο της ευζωίας
που γύριζε με κότερα κι έκανε φίνα πάρτι
κακές γλώσσες λεν’ είδανε την πόρτα να διαβαίνει
να πάει για να θυμηθεί αντάμα μ’ όσους μείναν’
πώς τρώγανε, πώς πίνανε, πώς ψείριζαν τσουβάλια
να λογαριάσουν τα παλιά και να προσευχηθούνε.
Μες στης βουλής τους πλάτανους γινόταν πανηγύρι
μα η γιορτή ήταν πολλή κι ο τόπος ήταν λίγος
δώδεκα δίπλες ο χορός κι εξηνταδυό τραπέζια
χίλια ψηνότανε σφαχτά σ’ ούλες τις εταιρίες
κι η λματ θερμοπαρακαλεί, μιζάρει τον αη Γιώργη
μη τύχει κι έρθει άλλη στραβή και τους χαλάσει η φτιάξη.
Το κίνημα ψυχορραγεί, μα έτοιμος ο Αλέξης
που ροβολάει προς το βουνό, λέει κατά τα πλατάνια:
– Σώπασε λματ, ούλοι σιωπή, κουράγιο παλικάρια
οι αντιστάσεις κάμφθηκαν, όλα δικά μας πια ‘ναι.
Τριγενής Ακρίδας