Τρία πουλάκια κάθονται στη Χαριλάου Τρικούπη
ένα λιανό, ένα κοντό κι υπέρβαρο το τρίτο
του “πράσσειν άλογα” παιδιά, τρία πρασινοπούλια
που μια μαλώνουνε και μια για ενότητα μιλάνε.
Και αμολάνε κουτσουλιές απάνω στους διαβάτες
δίχως στιγμή να το σκεφτούν, δίχως να το ζυγίσουν
πως απ’ τους δέκα οι τέσσερις, δικοί τους είναι ψήφοι.
Το ‘να πουλάκι το χοντρό, κιλά εκατόν πενήντα
-αλίμονο στις δίαιτες, τόσα λεφτά χαμένα
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μία πρέζα image-
θέλει να γίνει αρχηγός και τ’ άλλα να διατάζει
να κανονίζει μοναχό, να λύνει και να δένει
να οδηγήσει τα πουλιά και πάλι στο κελάρι
εκεί που ρέει κελαρυστό τ’ ωραίο κανναβούρι.
Και οι φυλλάδες κραίνουνε, χοντρό πουλί γουστάρουν
και του κρατάν τα μπόσικα και το γυρνάνε όρτσα
να μην το πάρει ο βοριάς κι εμφανιστεί η Αννα
που ‘χει τ’ αμερικάνικα για δεύτερή της γλώσσα
και μ’ ευελφάλεια περισσή η όχεντρα κινείται.
Τ’ άλλο πουλάκι το λεπτό, το καλογυμνασμένο
που ξέρει το ζεϊμπέκικο, ξέρει και να σκουπίζει
ο μπούφος που του φόρτωσε νύχτα το δαχτυλίδι
ένα μαυριδερό πτηνό απ’ το κορακοχώρι
δεν απαντά, δεν αντιδρά, μηδέ λαλιά δε βγάζει
μόνο ρωτάει τη μαμά, την πλουμιστή πουλάδα
αν έμαθε τα νέα του ο άμοιρος πατέρας
και βγήκε με αναστολή να τον καταχερίσει.
Να τον αρχίσει στις μπουνιές, να τον χορτάσει μπάτσες
οπού ‘κανε το φέουδο μπάτε σκύλοι κι αλέστε.
Το τρίτο το κοντύτερο, το ξεπουπουλιασμένο
που ‘χει ελιές των Καλαμών και θρούμπες απ’ τη Θάσο
χαμάδες της Χαλκιδικής και τσακιστές της Σάμου
και το ‘βαλαν εγγυητή, τρομάρα τους οι μαύροι
στέκεται λίγο παρακεί, κρατάει αποστάσεις
γιατί ‘ναι ακόμα πρόσφατες οι πόρτες οι κλεισμένες
που έκλεισαν στη μούρη του σ’ ανατολή και δύση
σ’ Ευρώπη, ψωροκώσταινα, μέγαρα και Βρυξέλλες.
Κοίτα πουλί – εγγυητή, κοίταξε το κοράκι
που νύχτα την κοπάνησε κι ακόμα νύχτα είναι.
Μακριά πετά κι άλλο πουλί, τα τρία το τηράνε
και του φωνάζουν σιωπηλά “πού πας σκανδαλοπούλι”
τώρα πετάνε οι αετοί, πετάνε τα γεράκια
άει σύρε πίσω στ’ αχαμνά κι έχεις καιρό για τέτοια.
Κι όλο ρωτάνε τα πουλιά, τρέχουν στις καφετζούδες
ποιο βασιλιάς των όρνεων είν’ ικανό να γένει;
Το mega λέει το πιο χοντρό, το πιο λεπτό ο ant1
-τα άλλα δυο τα έχουνε να λεν’ πως είναι σμήνος-
και οι φυλλάδες σπρώχνουνε κι ο ήλιος βασιλεύει
Οκτώβριος μας έφτασε, σ’ ένα μήνα θα δούμε
αν και –για ν’ αληθεύουμε– δεν δίνουμε δεκάρα.
Βρε δεγαλέγω σύντροφοι, ευελφαλώς μιλώντας
μη σήμερα σας μάθαμε, μην είσαστε καινούργιοι
ή μήπως μ’ αλεξίπτωτα πέσαμε εμείς δω πέρα;
Σας είδαμε, σας ξέρουμε, μάθαμε τα μαντάτα
έχετε γρίπη των πτηνών, ξουτ, δρόμο, παλιοπούλια.
Κι έτσι τα τρία τα πουλιά κάθονται στην Τρικούπη
κι όλο μετράνε τα κουκιά, μα τα κουκιά δεν βγαίνουν.
Οι αγριοφωνάρες τους ακούγονται ως πέρα
και τα γαλάζια τα σκυλιά γελάν και κάνουν χάζι
ενώ από κάτω τα κοιτούν με την ουρά στα σκέλια
τριανταοχτώ τοις εκατό γραικοί φουρτουνιασμένοι
που όλο τηράνε δεξιά και κλάματα αρχίζουν
και σαν κοιτάξουν στα ζερβά, πιάνουν το μοιρολόι:
Ωιμέ και τρισαλίμονο, θα λύσω τα μαλλιά μου
και τρίχα τρίχα θα τα ιδώ να πέφτουνε στο χώμα.
Τη σοσιαλιστική ποδιά θα κρύψω στο μπαούλο
τον ήλιο μας τον πράσινο θα κάνω “φου” να σβήσει
πριχού τα ρεζιλίκια μας με πνίξουνε τον δόλιο,
μένα που ‘λυνα κι έδενα απ’ το ογδονταένα
κι είχα σούζα τα όργανα και τους φορείς ζεμένους
και την Ελλάδα πράσινη να βόσκει στη λιακάδα.
Τρεις του Σεπτέμβρη θα χωθώ μέσα στο μαύρο μνήμα
να με τυλίξει η σκοτεινιά, μη βλέπω κι αρρωσταίνω
που μονομιάς γυρίσαμε τριάντα χρόνια πίσω
πάρτε τον π…* από δω να μην τονε γ…*
Τρίτος Πώλος
* πρόεδρο
· γαβγίσω