Αγαπητά μου παιδιά
Επιχειρώντας μια σύνδεση με τα προηγούμενα (όπως αρμόζει σε ταινίες και επιστολές που αναφέρονται σ’ αυτές), ας ξεκινήσω μ’ ένα απόσπασμα από την δήλωση της Ann Hansen στο δικαστήριο, πριν από την ανακοίνωση των ποινών. Πρόκειται για μια χιλιοπαιγμένη – όπως λέγαμε – ταινία όπου μόνο τα πρόσωπα και τα ονόματα αλλάζουν, που τη φορά αυτή εκτυλίχθηκε στον Καναδά, με ηρωίδα την Αμεση Δράση (ομωνυμία με την εκ Γαλλίας εξαδέλφη) – προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καταστολής 1983:
«Τα δικαστήρια, καμιά σχέση δεν έχουν με την δικαιοσύνη και η φυλακή είναι το μέρος όπου τιμωρούνται τα θύματα αυτής της κοινωνίας. Το σύστημα δικαιοσύνης είναι στην πραγματικότητα ένα σύστημα αδικίας, τοποθετημένο μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Το κοινοβούλιο είναι το μέρος όπου κάποιοι φτιάχνουν νόμους υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων, των πλούσιων και του status quo. Οι αστυνομικοί προσλαμβάνονται για να επιβάλλουν τους νόμους, τα δικαστήρια δημιουργήθηκαν για να διώκουν αυτούς που παραβιάζουν τον νόμο κι οι φυλακές χτίστηκαν για να τιμωρούν τους ενόχους. Ολα τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και της γης είναι νόμιμα. Προστατεύονται και καθαγιάζονται από το κοινοβούλιο, τα δικαστήρια, τον νόμο και την αστυνομία».
Εμείς, ως μέλη του Σ.Κ.Α.Σ.Μ.Ο.Σ. (Σύλλογος Κινηματογραφόφιλων – Ανένταχτη Σιωπηλή Μειοψηφία Οργισμένων Σακάτηδων), είδαμε και αυτή την ταινία σε ειδικό avant premiere αφιέρωμα. Ωστόσο, επειδή όπως θα θυμάστε, δουλεύουμε σε βάθος 30ετίας, δεν εξαντλήσαμε ακόμα (στα 23 χρόνια από τότε) τη συζήτησή της. Η οποία πρέπει να είναι ενδελεχής και βαθιά, ώστε να απαλύνεται και το γεγονός ότι μας παίρνουν και τα σώβρακα, μιας και δεν είναι συνετό να αντιδράσουμε άμεσα (κατά πολλούς, δεν τίθεται καν θέμα αντίδρασης έτσι όπως κάποιοι την εννοούν. Αλλωστε οι πρόγονοί μας έλεγαν σοφά «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το» λίγο πριν επεκτείνουν το μέτρο και στις κατουρημένες ποδιές). Κι επειδή, όπως πάλι θα θυμάστε από το προηγούμενο γράμμα μου, συνδυάζουμε τις ταινίες με την ομφαλοσκόπηση, ας σκύψουμε και πάλι (στο σενάριο αυτή τη φορά):
«Στην αρχή όταν με συνέλαβαν, τρομοκρατήθηκα και περικυκλώθηκα από δικαστήρια και φυλακές. Αυτός ο φόβος παρείχε τη βάση για την πεποίθηση ότι αν έπαιζα το νομικό παιχνίδι, θα εξασφάλιζα μια μικρότερη ποινή. Ο φόβος συσκότισε την οπτική μου και με παραπλάνησε, ότι θα μπορούσα να διαφύγω απ’ το νομικό σύστημα. Αλλά οι τελευταίοι οχτώ μήνες της δίκης, όξυναν την αντίληψή μου κι ενδυνάμωσαν τις πολιτικές πεποιθήσεις μου, ώστε να δω ότι το νομικό παιχνίδι χειραγωγείται και οι πολιτικοί κρατούμενοι παίζονται με σημαδεμένη τράπουλα…Σκιαγραφηθήκαμε ως επικίνδυνοι, ψυχωτικοί, απολίτικοι εγκληματίες».
Εδώ κάναμε τους απαραίτητους συσχετισμούς με ταινίες της σύγχρονης παραγωγής, τόσο επί του σεναρίου όσο κι επί των χαρακτήρων (δεν θ’ αναφερθώ στα αποτελέσματα για να μην μακρηγορήσω). Θα σταθώ όμως στο βιβλίο αυτό («Οπλισμένες επιθυμίες» της Ann Hansen – εκδόσεις «Δαίμων του τυπογραφείου»), μόνο και μόνο για να εξάρω την αμεσότητα, την απλότητα και τα απλά μαθήματα που δίνει. Σε κάποιους ίσως αυτά να φαίνονται μικρά, όμως σ’ εμάς (θα έπρεπε να) φαίνονται τόσο καθημερινά κι ανθρώπινα έτσι όπως παρατίθενται σαν μυθιστόρημα, τόσο σπουδαία για έναν αγώνα που συχνά μας βρήκε απόντες. Είναι κάτι που θα δούμε μετά τις απαραίτητες ζυμώσεις της επόμενης τριακονταετίας. Γιατί εμείς είμαστε πρωτοπόροι και ζυμώνουμε. Οχι σαν εκείνους που δεν θέλουν να ζυμώσουν κι όλο κοσκινίζουν, μετατρέποντας τα κόκκινα όνειρα σε κόσκινα όνειρα. Τέτοιοι είμαστε. Για να δικαιώνεται εσαεί και το ρηθέν μιας μεγάλης πρωταγωνίστριας της γερμανικής σκηνής: «Για να συνεχίσει το κεφάλαιο να δολοφονεί ανενόχλητο, να συνεχίσουν οι άνθρωποι να πιστεύουν πως τίποτε δεν μπορεί να γίνει ενάντια σ’ όλα αυτά»…