Αγαπητά μου παιδιά
«Ακόμα κι αν επιθυμεί κανείς ν’ αγιάσει, ο διάβολος δεν τον αφήνει», όπως έλεγαν οι γιαγιάδες μας. Πάνε δυο – τρία χρόνια από τότε που επέφερα μια κάποια ρύπανση στον αέρα των ερτζιανών και εργασιακά προβλήματα στον εαυτό μου, ασχολούμενος με μία τροφαντή γερμανι-δούλα, την Μπετίνα Ρελ, κόρη της Ουλρίκε Μάινχοφ. Ομως, οι τότε δηλώσεις της ήταν κάτι περισσότερο από αυτά που μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς. Και να που, ανήμερα των γερμανικών εκλογών (βοήθειά μας), οι δάσκαλοι έδωσαν κι άλλο ποίημα προς απαγγελία στην καλή μαθήτρια, στα πλαίσια του κατεστημένου τρόπου επιβράβευσης των καλών μαθητών στις σχολικές εορτές.
Το ποίημα, που είναι το ίδιο μοτίβο σε διάφορες παραλλαγές, εκφωνείται δυνατά και σταθερά από την καλή μαθήτρια, έτσι ώστε να εμφυτεύσει στο κοινωνικό υποσυνείδητο το ακόλουθο μήνυμα (χρέωση: καταπάτηση χιλίων δικαιωμάτων το δευτερόλεπτο): «Ο κόσμος προχωράει μπροστά παραβλέποντας (καταπίνοντας) την εξουσιαστική βία κι αποκηρύσσοντας τη λαϊκή αντιβία. Να, ακόμα και τα παιδιά των «τρομοκρατών» δείχνουν τον ορθό δρόμο». Βέβαια, η δίδυμη αδερφή της δεν μας είπε ποτέ κάποιο παρόμοιο ποίημα. Ισως ένεκα κάποιας γονιδιακής ανωμαλίας που εμπόδισε την πλήρη ενσωμάτωσή της. Παλιόπαιδα, τί περιμένετε…
Σύμφωνα λοιπόν με την άξια συνάδελφο, που αποκάλυψε το ακροαριστερό παρελθόν του Γιόσκα Φίσερ (παρόν και μέλλον παραμένουν άνευ αποκαλύψεως), «στις δεκαετίες ’60 – ’70 υπήρχε μια ευμάρεια που καταναλωνόταν από τους φοιτητές και η επανάσταση ήταν μια στάση ζωής την οποία επέτρεπε ο πολύς ελεύθερος χρόνος». Ως ανησυχών περί τα επαναστατικά, την ευχαριστώ για την επίλυση της βασικής απορίας μου: Τώρα πια ξέρω ότι η επανάσταση καθυστερεί διότι δεν υπάρχει αρκετός ελεύθερος χρόνος (βέβαια και τότε που υπήρχε, ένας συνάδελφός της αρθρογράφος διάβαζε και δεν πήρε χαμπάρι τι γινόταν, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Και ζηλεύω όλους εκείνους τους άεργους αργόσχολους τύπου Τσε, που είχαν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους ν’ ασχοληθούν με την επανάσταση. Από σήμερα μάλιστα, αποκηρύσσω μια πηγή ανησυχίας που μεγαλώνει μαζί μου, την σεξπηρική ρήση «σπατάλησα το χρόνο και τώρα ο χρόνος σπαταλά εμένα».
Η συμπαθής (αν τη δει κανείς ως ποικιλοτρόπως χοντρός κι όχι ως άνθρωπος) Λέρα Μπιντέ (αναγραμματισμός του ονοματεπώνυμού της), χοντραίνει το παιχνίδι, μιλώντας για «μηδενική ανεργία, απουσία ρεαλιστικών φόβων για το μέλλον και για παρανοϊκές τοποθετήσεις» τω καιρώ εκείνω. Εδώ δεν δύναμαι να υπεισέλθω, γιατί αποδέχομαι πως και η επιστήμη έχει κάποια πεπερασμένα όρια. Εν προκειμένω δε περί της λογικής, αυτή βουβαίνεται μέσα στο μπουμπουνητό της βλακείας. Αλλωστε, ούτε η φράου Ρελ μας εξηγεί πώς γίνεται ο Φίσερ να είναι αυτός που είναι σήμερα, ενώ υπήρξε «ένας ακροαριστερός βάναυσος που του άρεσε να ξυλοφορτώνει», σύμφωνα με την ταυτότητα που του εξέδωσε η ίδια.
Η συνεντευξιαζόμενη έχει μια κακή κουβέντα για τον καθένα στο στόμα («λούζει» ουκ ολίγους, από τον Κον Μπεντίντ και την Μέρκελ ως τον Μπάαντερ). Οσο για την μητέρα της, ας διαβάσουμε το σχετικό τρυφερό εδάφιο του ποιήματος της κόρης: «Ηταν μια αστή που έμενε σε αριστοκρατικό προάστιο, κυκλοφορούσε με ακριβά κοστούμια, ψηλοτάκουνες γόβες και καλοχτενισμένα μαλλιά. Απασχολούσε οικονόμο και μπέιμπι σίτερ. Κέρδιζε πάρα πολλά και ταυτόχρονα είχε την ελευθερία να διατυπώνει τις απόψεις της κατά του κράτους. Προσκολλήθηκε πολύ πρόχειρα στους νεότερους της επαναστατημένης γενιάς κι ένιωσα ανακούφιση όταν συνελήφθη. Οταν κανείς ασκεί τρομοκρατία, κάτι πρέπει να έχει συμβεί στον εγκέφαλο» (α γεια σου, αυτό ακριβώς έψαχνε κι η επιστήμη, τον εγκέφαλο. Περισσότερα στο βιβλίο που σίγουρα θα γράψει, όπως δηλώνει η Μπετίνα – πιθανόν όταν μεγαλώσει ή όταν ξεμείνει από τα προς το ζην ή προς το τζιν που φοράει στη φωτογραφία της συνέντευξης).
Αυτά και άλλα πολλά επαναλαμβάνει κατά τακτά διαστήματα η φράου Ρελ. Ο γράφων, λόγω περιορισμένου χώρου, βεβαιωμένων οργίλων αντιδράσεων ενώπιον των αιώνιων βιασμών της πραγματικότητας και επειδή έχει ήδη εισέλθει σε ηλικία εμφράγματος, δεν θα επιδοθεί σε κριτική. Θα μείνει πάλι να σκέφτεται τί στο διάολο διαφθείρει και σακατεύει τα μυαλά των ανθρώπων (θ’ ασχοληθούμε μ’ αυτό σε μελλοντική επιστολή) και θα κλείσει αυτό το γράμμα μ’ ένα τσιτάτο του Τζιμάκου: «Σοσιαλιστικός ρεαλισμός στο σινεμά είναι όταν η κάμερα σου δείχνει επί ένα μισάωρο στη μούρη μια ροζιασμένη εργατική γροθιά. Σοσιαλιστικός υπερρεαλισμός, είναι όταν η κάμερα κάνει ένα πλάνο λίγο δίπλα και στο φόντο της γροθιάς, βλέπεις το παιδί του εργάτη το οποίο μαλακίζεται».