Αγαπητά μου παιδιά
Ενας επιπόλαιος (επί πόλεως) ιός ταλαιπωρεί τη λαϊκή μού-σα (καμίας χέσει με τους υιούς του υπηρετικού προσωπικού των capital ληστών) και την υποχρεώνει να καθαρίζει κάθε τόσο τα μάτια της και ειδικά την ίριδα (clean iris), η οποία προσβλήθηκε από τον «ιό της εξώπορτας των τραπεζών» μετά τις τόσες ιριδοσκοπήσεις. Ετσι, σήμερα θα παρουσιάσουμε αποσπάσματα μιας επιστολής του Jean Marc Rouillan («Action Durecte») από τις φυλακές Godets στον Jules Bonnot, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με την αστυνομία στο Choisy-le-Roi.
«…Και τώρα που είμαι διά βίου φυλακισμένος, με λίγα λόγια ένας ισοβίτης καριέρας, μουτζουρώνω μερικές σελίδες που τις αποκαλούν λογοτεχνικές για να περάσω τον καιρό μου -αφού ο λόγος ύπαρξης των “τιμωρημένων” είναι να μετρούν το χρόνο με το θλιβερό ροζάριο των έγκλειστων. Και να σκεφθείς ότι την περασμένη βδομάδα ένας σύντροφος μου ζήτησε ένα κείμενο για έναν γερόλυκο σαν εσένα, ένα πρόσωπο του περασμένου αιώνα. Αδραξα την ευκαιρία κι άρχισα να γράφω. Παρόλα αυτά δεν είμαι ένθερμος οπαδός των εμπρηστών που κυκλοφορούν με ακριβά καπέλα και ρεντιγκότες.
Στα σαλόνια της διαμαρτυρίας, τα οποία είναι γεμάτα ιδεολογικές ταμπέλες τόσο μεγάλες που σέρνονται καταγής σαν κουρέλια και απορροφούν σα σφουγγαρόπανα τα απόνερα των υπονόμων, πάντοτε προτιμούσαν τους επαναστάτες άλλων εποχών. Ή ακόμα κι εκείνους άλλων ηπείρων, ιδίως αυτούς που βρίσκονται στις τροπικές νοτιοαμερικάνικες σιέρρες. Οι ταρτούφοι μεταμφιέζονται για να μη χρειαστεί να υποστηρίξουν τους επαναστάτες που μάχονται εδώ, για να μη χρειαστεί να διακινδυνεύσουν ποτέ τίποτα, για να παρακάμψουν τα ερωτήματα σχετικά με τη δική τους παραίτηση, την αιώνια χλιαρότητά τους, την ύπουλη προδοσία τους που στάζει καθημερινά δηλητήριο.
“Πώς; Να διαβάσω το βιβλίο ενός δολοφόνου! Για ποια με περάσατε;” ούρλιαξε η κυράτσα, η ντυμένη σε στυλ Σανέλ που στα νιάτα της έγραψε μια απίθανη οικονομική μελέτη, προκαλώντας αίσθηση στους γκετοποιημένους κύκλους των αστών. Τι μου λες! Είχε καταφέρει να εξηγήσει τα πάντα χωρίς ν’ αναφερθεί έστω και με μια γραμμή στην ύπαρξη του προλεταριάτου, στην ανθρωπότητα των εκμεταλλευόμενων που ματώνουν μέχρι την τελευταία ικμάδα της εργατικής τους δύναμης, στον οικονομικό τρόμο των ζωντανών-νεκρών που ξεθεώνονται στη δουλειά στους δρόμους της Μανίλα, του Σάο Πάολο, του Λάγος… Και στην αδελφική τους μιζέρια που κρύβεται πίσω από τους εφήμερους ήλιους των μητροπόλεων. Και να σκεφτείς ότι σήμερα οι αφεντικίνες επιδίδονται στη μελέτη της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης.
Ναι! Λέξεις δολοφόνου, λέξεις δολοφονικές! Λέξεις και όπλα σκοτώνουν το ίδιο. Και οι δίδυμες καρδιές τους πάλλονται μέχρι το νόμιμο έγκλημα, τη βασιλοκτονία, την τυραννοκτονία, το φόνο του αφέντη, του ισχυρού… Λέξεις που ρίχνουν τις μάσκες και μιλούν γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από την κωμωδία της καθημερινότητας.
Οπλα, όπλα, όπλα. Και ποιητές στην υπηρεσία της σκανδάλης. Ανάβουν τα τελευταία τσιγάρα. Στο τέλος ενός γαλλικού στίχου που λάμπει σα δάκρυ. Ακριβώς, η ποίηση είναι η τέχνη του ατόφιου. Είναι αυτή που παραμένει ανυπότακτη όταν η τάξη του διαφανούς έχει υποτάξει όλα τα άλλα είδη λόγου. Οταν οι λέξεις έχουν προσεκτικά απολυμανθεί και στολιστεί σα μαρκησίες της αυλής, αφού θα καταλήξουν στο κρεβάτι του πρίγκιπα όσο κι αν αυτό τις τρομάζει, και θα παραστήσουν τις σεμνές, θα υποκριθούν ότι έχουν αρετές που έχουν χάσει από καιρό στο βούρκο του συμβιβασμού και της εκπόρνευσης. Η ποίηση ή είναι ασυμβίβαστη ή δεν είναι τίποτα. Ή τουλάχιστον τίποτα το σπουδαίο…
Θα ‘θελαν να γίνω ένα υπόδειγμα καλού μετανοημένου στην κοινωνία. Τους έχω γραμμένους και φωνάζω το όνομά σου, τα ονόματά σας, σύντροφοι “εποχούμενοι ληστές”, όπως σας αποκαλούσαν. Ετσι κι αλλιώς, δεν είμαι από αυτούς που τσιγκουνεύονται την αλληλεγγύη τους. Ούτε κρύβω τις διαφορές μας. Διαβάσατε Μπακούνιν και Μαλατέστα. Κι εγώ το ίδιο.
Μετά γνώρισα τον Μαρξ. Διάβασα τα πλήρη έργα του, όπως λένε οι αναλυτές της επανάστασης στα λόγια. Σας θεωρώ πάντοτε συντρόφους μου, συντρόφους μου στη φωτιά και το μπαρούτι, αδελφούς, τους μεγάλους μου αδελφούς, λίγο μεγαλύτερους στην ηλικία από μένα. Ανήκουμε στο ίδιο στρατόπεδο, το στρατόπεδο της εξέγερσης ενάντια στη δικτατορία των αστών, αποικιοκρατών χθες, ιμπεριαλιστών σήμερα. Οι βρικόλακες γλύφουν πάντοτε το αιματηρό μερίδιό τους στη μιζέρια του κόσμου, γεμάτοι καλά αισθήματα, αισθήματα εκπολιτισμού, υποκρισίας ή απροκάλυπτου ρατσισμού και ξενοφοβίας».
Αντί-γραφέας