Αγαπητά μου παιδιά
Ως γνωστόν στους πιο καλλιεργημένους ή στους έχοντες φυτήσει (φυτώ, φύτηση: βλέπε το υπό συγγραφή «Μέγα Αποκαλυπτικό Λεξικό») σε σχολές καλών τεχνών (διότι υπάρχουν και κακές τοιούτες), τις τέχνες διατρέχει ενώνοντάς τις άρρηκτα, ένα αόρατο νήμα. Αντανακλούν –κι ας λέει ψευδίζοντας ο χοντρό-σαλιάρης στο πιάνο του ότι δεν πρέπει– κι αντανακλώνται, δανείζουν και δανείζονται και στις μέρες μας ψωνίζουν και ψωνίζονται (σσ. έχεις δίκιο –όπως πάντα– αγαπημένε σύντροφε: ανάμεσα στα μύρια άλλα, κάποτε θα πρέπει ν’ απαντηθεί και αυτό το ερώτημα περί λαογραφίας και πολιτισμού). Η λαογραφία, λοιπόν, που με εκπληκτική ασυνέπεια υπηρετείται μέσα από αυτές τις επιστολές, με τραγούδια κλεφτών, αρματολών, ακριτών, της τάβλας ή της… παύλας, παντρεύεται έξοχα στις εξοχές με τον εξοχότατο ελληνικό κινηματογράφο (κίνημα το γράφω). Και εδώ εντοπίζεται η δραστικότητα κι η αντοχή στα αντιιιιιιιιικά –έτσι δεν τα γράφουν σαλπίζοντας περήφανες οι φυλλάδες;– του ιού της αναζήτησης, ν’ αποκαλύψει κάποιες εκλεκτικές συγγένειες.
Πολλές από τις πιο πετυχημένες ατάκες στον ελληνικό κινηματογράφο είναι κι αυτές του απάτριδος προλετάριου Τάσου προς την μεγαλοαστή ερωμένη του –τη μοιραζόταν εξ αδιαιρέτου με τους τότε μυστικοσυμβούλους του Καποδίστρια κι αργότερα νηστικοσυμβούλους του μετέπειτα μητροπολιτικού Καποδιστριακού δήμου– στην ταινία του Κίτσου Τζαβέλλα «Κάλπη κι η λίρα». Πρόκειται για ένα βουκολικό δράμα που ανιχνεύει την εκλογίκευση των εκλογών, αίτινες προέρχονται από τον όρο «εκ law yes». Δηλαδή, να λέει κανείς «ναι» εκ νόμου, να καταφάσκει στον προκατασκευασμένο ανταγωνισμό προκάτ παρατάξεων σ’ ένα προκάτ παιχνίδι (καμία σχέση με τη «Monopoly», αν και μοιάζουν αρκετά στους κανόνες, ειδικά στη ζαριά για την αποφυλάκιση). Ιδού ένας ενδιαφέρων διάλογος από το εντεταγμένο στο πρόγραμμα «Θησέας τρία» έργο:
– Τι έχει η βλαχιά, τι η γυφτιά, τι έχουν γιοι και κόρες
και τα καλά τους βάζουνε και στα σχολειά τραβάνε;
Μπας άνοιξαν τις Κυριακές στη μάθηση διά βίου;
Μαύρα μαντάτα Γκόλφω μου προσμένουν τα χωριά μας
γιατί πολλά τρεχάματα, πολλά τα σύρε κι έλα
ήρθανε ξένοι στο βουνό, στο χάνι δικηγόροι
φέραν’ κουτιά και γέμισαν με δαύτα τα σχολειά μας
στήνοντας γύρω παραβάν, που παραπάν’ μη σώσουν…
– Τι λες ζαβέ, τι λες κουφέ, τις λες παραλυμένε;
Δεν άκουσες, δε γρίκησες για τη δημοκρατία
και τη μεγάλη της γιορτή κάθε τέσσερα χρόνια;
– Τι εννοείς; Μπας κι έχουμε πάλι ολυμπιάδα;
Τούτη θυμάμαι γίνεται κάθε δίσεκτο χρόνο…
– Κακή, ψυχρή κι ανάποδη και μαύρη σου η μέρα
οπού λογίζεσαι εσύ ισόνομος με μένα
και με πολίτες συνεπείς που κυβερνούν τον τόπο
που τρέχουν μία Κυριακή κι άλλες διακόσιες στέκουν
τα ξύνουνε αμήχανα και σκύβουν το κεφάλι…
– Κάτι άκουσα, κάτι έμαθα, το είπε ο τελάλης
εψές που άβουλοι, δειλοί μα και μοιραία αντάμα
τα πίναμε… ισόνομα και με σκυφτά κεφάλια
γρυλίζαμε τον πόνο μας, μην τύχει κι ακουστούμε…
Θα ρίχνουμε λέει χαρτιά –όχι δικά μας, κείνων–
σε κάτι σφραγιστά κουτιά απ’ το πρωί ως το βράδυ
και θα αλλάξει μονομιάς ο κόσμος μας, τι θάμα!
– Τι λες μπεκρή, μεθύστακα, τις λες βρε γερο-ξούρα
π’ αμφισβητείς τα λαϊκά σπουδαία κεκτημένα;
– Δεν ξέρω ‘γω τα λαϊκά, ρεμπέτικα ή disco
σου λέω ό,τι άκουσα, γιατί εξήντα χρόνια
στη μάντρα μου δε ζύγωσε κανείς ψωμί να φέρει.
Αντίθετα ζυγώσανε κάτι τσογλαναραίοι
στ’ ασβεστωμένα γράψανε με ένα μαύρο σπρέι
πως θα ‘τανε παράνομες οι εκλογές τελείως
αν άλλαζαν τα πράματα! Αυτό μονάχα ξέρω…
Και κάτι για συμπλήρωμα, για να σε αποσώσω:
Είσαι, αλήθεια, σίγουρη για την ορθογραφία;
Μπας κάνεις λάθος και αυτή –πώς είπες πως τη λένε;–
θα έπρεπε να γράφεται κάλλιο «δειμοκρατία»;
Για σκάλισε τα λεξικά, κοιτάξου στον καθρέφτη
γιατί άλλο αγράμματος κι άλλο τρανό κορόιδο
και τώρα, άντε, κάν’ τηνε, μου τα ‘χεις κάνει ρόιδο…
Ακη, ρο από χι