Αγαπητέ Δημήτρη
Είναι εύκολο να λοιδορείς στο Λιδορίκι τον Λιδωρίκη. Είναι εύκολο να ξεχάσεις τον Μαρξ και να γίνεις πελάτης των Μαρξ & Σπένσερ, ή την κόκκινη Ρόζα και να φτιασιδώνεσαι με κόκκινη όζα, ή έστω τον Λένιν και ν’ αρχίσεις το ξεπλένειν του χρήματος και του κάθε κρίματος. Το δύσκολο είναι να διατηρήσεις μέσα στον ασβέστη, άσβεστη τη φλόγα της επανάστασης, ζώντας με μια λάμια στη Λαμία, μ’ ένα δράμα στη Δράμα ή βγάζοντάς την τσάτρα-πάτρα στην Πάτρα.
Θα σου μιλήσω για κάποιους, κάνοντας τον έξυπνο ενώ είναι εμφανές ότι δεν είμαι (αν ήμουν, πολλά θα ήταν διαφορετικά). Μόνη μας διαφορά με κείνους, το ότι εγώ το ξέρω.
Περιτριγυρίζομαι από επαναστάτες εξ απαλών ονύχων, εξ ου και ο όνυχας που αφθονεί στα σπίτια τους (όχι πως η αφεντιά μου είναι καλύτερη, κι αν δεν έχω όνυχα, τρώω τα νύχια μου). Εχουν στεφάνια από επαναστατικές δάφνες, τις οποίες ενίοτε χρησιμοποιούν για το μαγείρεμα της φακής, τα παλικάρια. Βέβαια, εκείνοι δεν πήραν τα όπλα, αναλώθηκαν φωνάζοντας ώπλα στις ταβέρνες, κάθε που άκουγαν εκείνα τα δικά τους τραγούδια, των υποψιασμένων, όπως υποψιάζομαι. Ωστόσο, ποτέ δεν ξέχασαν τα όνειρα και το γλυκό πουλί της νιότης, που από τότε το παίζουν περιμένοντας ν’ αλλάξει ο κόσμος. Εγκολπώθηκαν στο κόλπο της αριστεράς, αλλά δεν έπιασε, τους έμεινε η κολπίτιδα. Βρέθηκαν σε πολλά και μεγάλα αδιέξοδα, τα ανέλυσαν διεξοδικά, έπεσαν στα πηγαδάκια της Ομόνοιας και των Εξαρχείων και κόντεψαν να πνιγούν. Συγκρούστηκαν με φοβερά διλήμματα, μη ξέροντας ποια θέση να πάρουν, από τις πολλές που έβλεπαν μπροστά τους. Τελικά διάλεξαν κάποιες διευθυντικές, ελπίζοντας ν’ αλώσουν το σύστημα εκ των έσω, μη χέσω. Ομως βρέθηκε το σύστημα να τους αλώνει στο αλώνι, στο σαλόνι. Ξαναγύρισαν στην αριστερά που ποτέ δεν είχαν εγκαταλείψει, πέρασαν πολλά λούκια και παλούκια. Πήγαιναν σε συνελεύσεις συνελόντι ειπείν, έπαιρναν μέρος σε ζυμώσεις όπου ζυμώναμε ασταμάτητα και ψωμί δεν τρώγαμε ποτέ. Κολλούσαν αφίσες, κολλούσαν γκόμενες, κολλούσαν αρρώστιες, αλλά όλα έμεναν στάσιμα, όπως είχα μείνει κι εγώ στην β’ γυμνασίου. Κατέβαιναν σε πορείες παρ’ όλες τις απορίες, φώναζαν συνθηματικά συνθήματα, προσπαθούσαν να κάνουν ό,τι κάνουν οι γύρω τους. Εγραφαν κείμενα, είχαν αντικείμενα, υποκείμενα, φοβόταν τα επικείμενα. Οταν σας έπιασαν, έκαναν δυο χρόνια να μιλήσουν. Επανήλθαν στις άναρθρες κραυγές, αναγκάστηκαν να σας αποκηρύξουν μετά βδελυγμίας με την ηχηρή σιωπή και τους σιωπηλούς ήχους τους.
Τώρα όμως τα πράγματα αλλάζουν. Βλέπω ότι μέρος του κινήματος, που έμενε ακίνητο, αρχίζει να κινείται. Βλέπω ομάδες που είχα χάσει κι έψαχνα να τις βρω την τελευταία διετία, να κινούνται και να κάνουν σχέδια, κινούμενα κι αυτά. Είναι κάτι πολύ παρήγορο, αλλά αν συνεχίσω να μιλάω έτσι, σίγουρα θα κατηγορηθώ από κείνο το ρεύμα που επιβίωσε από τον μεσαίωνα ως σήμερα και πιστεύει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Χέσε μέσα. Ξέρω, το κίνημα χρειάζεται νούμερα για ν’ αντιτάξει. Ομως κάποια νούμερα, θαρρώ πως θα πρέπει κάποτε να ματώσουν γι’ αυτό που λένε πως πιστεύουν (το οποίο ανακοινώνεται και υλοποιείται αφού βέβαια πρώτα κάνουν τους πολιτικούς υπολογισμούς τους). Κάποια διαφωτιστικά γράφει στο περασμένο φύλλο ο σύντροφος Βασίλης και συχνά-πυκνά διάφορα άρθρα, με προεξάρχουσα τη στήλη «Οι τοίχοι έχουν φωνή». Και φυσικά δεν αναφέρομαι στην σακατεμένη, βομβαρδισμένη κοινωνία, αλλά σε κάποιους επιλεκτικά δραστήριους χώρους, που σπεύδουν να την ερμηνεύσουν και ν’ αναγορευτούν σε θεωρητικολογούντες ταγούς κι ερμηνευτές της (εκ του ασφαλούς ή looking out my back door που έλεγε κι ο B.B. King). Ούτε έχω καμιά διασπαστική ή οποιαδήποτε κακή διάθεση, κάθε άλλο. Οπως κι όλοι όσοι αναφερόμαστε σε τζιζ θέματα, φαντάζομαι.
Συγχώρεσέ με που αντιδρώ έτσι, ίσως φταίει κάποιο ατύχημα στη γέννα, ίσως κάτι γονιδιακό που μ’ εμποδίζει να παίζω την τυφλόμυγα. Ομως ο σπαραγμός του ξεκληρίσματος ενός κομματιού σάρκας από τη σάρκα σου κι ο ισόβιος ενταφιασμός του σε κολαστήρια, την ώρα που κάποιοι άλλοι έρχονται καθυστερημένα και καταϊδρωμένοι σε ζυμώσεις, είναι κάτι παραπάνω απ’ ό,τι μπορεί να αντέξει και ν’ αφήσει ασχολίαστο κανείς. Ολοι είναι χρήσιμοι σ’ αυτή την άνιση μάχη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν σε κάποια γωνιά της μνήμης η συμπεριφορά κι οι μικρομματικοί υπολογισμοί κάποιων. Γιατί αλλιώς, καμιά ηθική αναστολή δεν θα τους εμποδίζει να διαιωνίζονται στη μνήμη μας ως ριψάσπιδες και να επανέρχονται ως έτεροι Καππαδόκες.
Δάφνη Στημύτη