Ηταν 18 Μάη του 1968, όταν ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ και ο Φρανσουά Τριφό, επικεφαλής μιας ομάδας ανθρώπων του κινηματογράφου, διέκοπταν και ματαίωναν το Φεστιβάλ των Καννών, εντάσσοντας την ενέργειά τους στους αγώνες του Γαλλικού Μάη που μετρούσε ήδη δύο εβδομάδες διαδηλώσεων και βίαιων συγκρούσεων των φοιτητών με την αστυνομία και απεργιών που είχαν παραλύσει τον γαλλικό καπιταλισμό.
Την προηγούμενη (17 Μάη), είχε παραιτηθεί η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ. Το πρωί της 18ης Μάη, ύστερα από ολονύκτια σύσκεψη, οι Γκοντάρ, Τριφό, Κλοντ Λελούς, Λουί Μαλ και Ρόμαν Πολάνσκι μπήκαν στην κατάμεστη αίθουσα για ν’ ανακοινώσουν την απόφαση για διακοπή του Φεστιβάλ.
Ο Φρανσουά Τριφό ανακοίνωσε την απόφαση:
«Η Συνέλευση Πληροφόρησης και Δράσης του Γαλλικού Κινηματογράφου, με την εξουσία που της παρέχουν οι φοιτητές από τις 15 Μάη του 1968, ζητά από όλους τους σκηνοθέτες, παραγωγούς, διανομείς, ηθοποιούς, δημοσιογράφους και τα μέλη της κριτικής επιτροπής που βρίσκονται στις Κάννες να αντιταχθούν, μαζί με τους ξένους ομολόγους τους και με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, στη συνέχιση του φεστιβάλ. Να δείξουν αλληλεγγύη στους απεργούς εργάτες και φοιτητές. Να καταγγείλουν την αστυνομική καταπίεση και να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους απέναντι στη γαλλική κυβέρνηση και τη βιομηχανία του κινηματογράφου».
Οι αποδοκιμασίες ήταν περισσότερες από τα χειροκροτήματα επιδοκιμασίας. Ξέσπασαν αντεγκλήσεις, όλοι ήθελαν να μιλήσουν, μέχρι που πήρε το λόγο ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ και το «τελείωσε» με το δικό του μοναδικό τρόπο:
«Οι σύντροφοί μας φοιτητές μάς έδειξαν το δρόμο βάζοντας τα κεφάλια τους κάτω από τα χτυπήματα εδώ και μια εβδομάδα. Οφείλουμε να διαδηλώσουμε με καθυστέρηση μιάμισης εβδομάδας την αλληλεγγύη του σινεμά στους φοιτητές και τους εργάτες της Γαλλίας. Δεν υπάρχει ούτε μια ταινία που να δείχνει τα προβλήματα των εργατών και των φοιτητών. Ούτε η ταινία του Φόρμαν, ούτε η δική μου, ούτε του Πολάνσκι ή του Φρανσουά [Τριφό]. Βρισκόμαστε πίσω από την εποχή μας. Εμείς μιλάμε για αλληλεγγύη στους φοιτητές και τους εργάτες κι εσείς μου μιλάτε για την κίνηση της κάμερας και για κοντινά πλάνα. Είστε μαλάκες!»
Λίγο αργότερα, ο Γκοντάρ μαζί με άλλους θα κρεμαστεί από την αυλαία της οθόνης, μην επιτρέποντας να παιχτεί καμιά ταινία. Το Φεστιβάλ ακυρώθηκε.
Τι θα έκανε τούτες τις μέρες ο Γκοντάρ, αν ήταν ακόμα εν ζωή; Μπορεί να μην είχε τις δυνάμεις να πάει στις Κάννες και να ξανακυρώσει το Φεστιβάλ, σε ένδειξη της δεδομένης αλληλεγγύης του προς τον παλαιστινιακό λαό και τον επαναστατικό του αγώνα, αλλά σίγουρα θα έκανε κάτι περισσότερο απ’ αυτό που έκανε τον Μάη του 2022, όταν οι διοργανωτές έβγαλαν σε απευθείας σύνδεση τον Ζελένσκι για να μιλήσει -καταχειροκροτούμενος- κατά την τελετή έναρξης του Φεστιβάλ.
Ο 92χρονος Γκοντάρ, παρά την κούρασή του, λίγους μήνες προτού τερματίσει τον βιολογικό του κύκλο με υποβοηθούμενη αυτοκτονία, ξιφούλκησε και πάλι:
«Η παρέμβαση του Ζελένσκι στο φεστιβάλ των Καννών είναι προφανής, αν την εξετάσουμε από την άποψη αυτού που ονομάζεται “σκηνοθεσία”: Ενας κακός ηθοποιός, ένας επαγγελματίας κωμικός υπό το βλέμμα άλλων επαγγελματιών οικείων επαγγελμάτων».
Και συνέχισε περνώντας γενεές δεκατέσσερις το Φεστιβάλ:
«Νομίζω ότι έχω πει κάτι ανάλογο πριν από πολύ καιρό. Χρειάστηκε έτσι η σκηνοθεσία του νιοστού παγκόσμιου πολέμου και η απειλή μιας ακόμη καταστροφής για να μάθει ο κόσμος ότι οι Κάννες είναι ένα εργαλείο προπαγάνδας, όπως όλα τα άλλα. Προπαγανδίζουν τη δυτική αισθητική… Η συνειδητοποίηση αυτή δεν είναι κάτι σπουδαίο, καθώς είναι ήδη κάτι το δεδομένο. Η αλήθεια των εικόνων έρχεται αργά. Φανταστείτε ότι ο ίδιος ο πόλεμος είναι αυτή η αισθητική που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια ενός παγκόσμιου φεστιβάλ, του οποίου οι ενδιαφερόμενοι είναι τα κράτη που βρίσκονται σε σύγκρουση ή μάλλον “συμφέροντα” σε σύγκρουση, που μεταδίδουν αναπαραστάσεις των οποίων είμαστε όλοι θεατές – εσείς και εγώ. Ακούω συχνά τον όρο “σύγκρουση συμφερόντων”, ο οποίος είναι ταυτολογία: υπάρχει σύγκρουση, μικρή ή μεγάλη, μόνο αν υπάρχει συμφέρον! Πέραν της μαζικοποίησης των δολοφονιών, δεν έχουν αλλάξει πολλά: Βρούτος, Νέρωνας, Μπάιντεν ή Πούτιν, Κωνσταντινούπολη, Ιράκ ή Ουκρανία…».
Δυστυχώς, εν έτει 2021, με μια γενοκτονία να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας και μ’ έναν λαό να περιφρονεί τη γενοκτονία και να αντιστέκεται με περηφάνια, με γενναιότητα και κυρίως με αποτελεσματικότητα στους εισβολείς-σφαγείς, πρέπει ν’ αρκεστούμε στην τουαλέτα-Παλαιστίνη, με την οποία βάδισε η Κέιτ Μπλάνσετ στο κόκκινο χαλί του Παλέ ντε Φεστιβάλ στην κορυφή της Κρουαζέτ.
Συγκρίνοντας εποχές, πρόσωπα και ιστορικές συγκυρίες καταλήγεις στην πικρή παροιμιώδη διαπίστωση: «Εκεί που κρέμαγαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα κρεμάν οι γύφτοι τ’ άργανα». Από την άλλη, σκέφτεσαι ρεαλιστικά, αναγνωρίζοντας πως ακόμα κι έτσι, με τουαλέτες στο κόκκινο χαλί και με κονκάρδες στο πέτο, καταδεικνύεται η πλήρης απομόνωση του σιωναζιστικού καθεστώτος.
Κανείς και καμία από τους διάσημους της σόου μπιζ δεν φόρεσε κονκάρδα με τη σημαία της σιωνιστικής οντότητας. Οσοι και όσες πήραν θέση, φόρεσαν τα παλαιστινιακά χρώματα, εκφράζοντας την αλληλεγγύη τους στον παλαιστινιακό λαό, έστω και σε καθαρά ανθρωπιστική βάση.
ΥΓ. Και ο μέγας αντιφατικός, ο Ερικ Κλάπτον, αφιερώνει τη νέα παγκόσμια περιοδεία του στην Παλαιστίνη. Ξεκίνησε από το Νιούκαστλ, συνέχισε σε Λίβερπουλ, Μπέρμιγχαμ, Δουβλίνο, Μάντσεστερ, για να καταλήξει στο Λονδίνο, προτού περάσει τη Μάγχη για να παίξει σε Γαλλία, Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μετά να περάσει τον Ατλαντικό για συναυλίες στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική (μέχρι τον Οκτώβρη).
Από τα μέσα Νοέμβρη έχει ήδη κυκλοφορήσει ένα θρηνητικό κομμάτι για τα παιδιά της Παλαιστίνης, με τίτλο «Voice of a child» (Η φωνή ενός παιδιού).
@ericclaptonVoice Of A Child