Αριστουργηματικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ (1974) του μεγάλου βρετανού σκηνοθέτη, η καλύτερη ίσως δουλειά του, μετά την «Κομμούνα», για τη ζωή του σημαντικότατου νορβηγού ζωγράφου Eντβαρντ Μουνκ.
Εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα πορτραίτο του καλλιτέχνη και της ιδιοσυγκρασίας του, αλλά ταυτόχρονα για ένα περίγραμμα του ιστορικού και κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εκείνος έδρασε, σε συνδυασμό με μια περιγραφή της διαδικασίας της δημιουργίας, έτσι όπως τη βιώνει ο ίδιος ο ζωγράφος. Η σκηνοθεσία, όπως και στην «Κομμούνα», είναι πολύπλοκη και πλούσια από εικαστική άποψη, με συνεχή αλληλεπικάλυψη της δράσης, των διαλόγων και των παρελθόντων γεγονότων.
Διαβάστε πως ο ίδιος ο Γουότκινς (ο οποίος στον «Edvard Munch» αναγνωρίζει και αναλύει τμήματα της δικής του προσωπικότητας) προσδιορίζει τα βασικά στοιχεία της ταινίας του: «Το φιλμ δίνει έμφαση στη σημασία της σχέσης μας με την Ιστορία, υπογραμμίζοντας την πολυπλοκότητα αυτής της σχέσης. Αμφισβητεί τον απλουστευτικό και χειραγωγικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα Μαζικά Οπτικοακουστικά Mέσα τη ζωή και την Ιστορία. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας σύνθετης δομής, με το παρελθόν, το μέλλον και το παρόν να στροβιλίζονται το ένα μέσα στο άλλο. Θραύσματα μνήμης, επανερχόμενα μοτίβα, η χρήση του ήχου, η διάρρηξη του άκαμπτου συγχρονισμού, η αποσύνδεση εικόνας και ήχου, όλα παίζουν σημαντικό ρόλο… Αλλωστε κι εμείς, τα ανθρώπινα όντα, έτσι βιώνουμε τη ζωή. Κι όμως, αυτή η εμπειρία ελάχιστη σχέση έχει με τις μονολιθικές δομές των παραγωγών των σύγχρονων μαζικών οπτικοακουστικών μέσων. Η πλειοψηφία των ταινιών για το σινεμά ή την τηλεόραση, που διατείνονται πως ασχολούνται με την Ιστορία του παρόντος και του παρελθόντος, κωδικοποιούν τη δική μας οπτικοακουστική εμπειρία αυτής της Ιστορίας με ιεραρχημένες, άκαμπτες φόρμες, με συγκεκριμένα μονταζιακά σχήματα και αφηγηματικές δομές, σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που εμείς βιώνουμε πραγματικά τη ζωή».