Δύο κορυφαίους δημιουργούς έχει να επιδείξει σήμερα ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος: τον Λαρς Φον Τρίερ και τον Μίκαελ Χάνεκε. Εκπρόσωποι και οι δύο μιας τέχνης που προσπαθεί να προβληματίσει μέσω της δυσφορίας και της ενόχλησης που προκαλεί, έχουν δύο κοινά σημεία. Το πρώτο είναι μια άλλη, βαθύτερη εκδοχή του τι σημαίνει να ζεις σήμερα στη Δύση και το δεύτερο είναι μια συνολική ανατροπή της γραμμικής, γεμάτης ψευδαισθήσεις χολιγουντιανής αφήγησης.
Ειδικότερα, οι ταινίες του Χάνεκε, επιφανειακά αντιφατικές, διφορούμενες και ανοικτές σε οποιαδήποτε ερμηνεία, προσπαθούν να αυξήσουν τη δυνατότητα του θεατή να υποπτευθεί, να σκεφτεί, να καταλάβει. Οσα παρουσιάζονται, ο ανορθολογισμός, η απόγνωση, η βία, η φρίκη, όλα έχουν τελικά μια εξήγηση: Οι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες είναι δυσαρεστημένοι από ένα τρόπο ζωής που είναι απόλυτα οριοθετημένος, κατασταλτικός και επιβεβλημένος από ένα σύστημα που απαιτεί τάξη, υπακοή, αποτελεσματικότητα και καθόλου σκέψη. Στη ζωή του καθένα όλα μετατρέπονται σταδιακά σε χρήμα, ωράρια, πρέπει, εργασιακούς καταναγκασμούς και στο τέλος σε ιδιωτικές νευρώσεις, ψυχώσεις, παράνοια.
Στην «Εβδομη ήπειρο» είδαμε το πλήρες αδιέξοδο μιας ευημερούσας γενιάς. Στο «Cashe» και το «Βίντεο του Μπένι» ευυπόληπτους ανθρώπους, εγκληματικά υποκριτές και ένοχους. Στη «Δασκάλα του πιάνου» τα απελπισμένα αδιέξοδα του καθωσπρεπισμού και των άκαμπτων ηθών. Στο «Funny gameς» φασίζοντες εκπρόσωπους της σημερινής γενιάς.
Με τη «Λευκή κορδέλα» ο Χάνεκε πάει πιο πίσω, λίγο πριν τον α` παγκόσμιο πόλεμο, στις γενιές που επώασαν το φασισμό. Σ’ έναν εύρυθμο αγροτικό οικισμό βλέπουμε τους παππούδες και τους γονείς των σύγχρονων γενιών. Εξίσου «άρρωστους» και ψυχρούς. Με αποκλίνουσες συμπεριφορές. Οι πράξεις τους είναι προμελετημένες, συστηματικές, αδυσώπητες. Τα παιδιά τους είναι οι χειρότεροι εχθροί τους. Τιμωρώντας τα παραδειγματίζουν και ενισχύουν την πραγματική εξουσία των εκμεταλλευτριών τάξεων. Θύματα και οι ίδιοι μιας ανελέητης ιεραρχίας, δημιουργούν οικογένειες που γίνονται ο προθάλαμος του ευνουχισμού και της υποταγής στην αστική κοινωνία. Ενας ασφυκτικός πατριαρχικός έλεγχος στέκεται ενάντια σε κάθε παρόρμηση και φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπου. Η ελευθερία και η φαντασία αντικαθίστανται από τον καθωσπρεπισμό, την υπακοή, τον καταναγκασμό. Συνεπακόλουθα, θριαμβεύει ο φαρισαϊσμός, η υποκρισία, αλλά και η αποσπασματική, τυφλή βία.
Φυσικά, σ` όλα αυτά υπάρχουν διαβαθμίσεις: ο γαιοκτήμονας, ο γιατρός, ο παπάς, ο επιστάτης, οι κεφαλές της μικρής αγροτικής κοινωνίας είναι οι κατ` εξοχήν εκπρόσωποι του αμοραλισμού, του σαδισμού, των έκρυθμων και εξουσιαστικών συμπεριφορών. Δεν λείπουν όμως και τα πρωτόγονα σημάδια μιας τυφλής ταξικής αντίθεσης. Η καταδυνάστευση των αθώων παιδιών δίνεται μ’ ένα συγκλονιστικό τρόπο. Και όπου ανθίζει δειλά ένας έρωτας ξεπηδά η ειλικρίνεια.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν σημειώναμε στην κριτική αυτή την αψεγάδιαστη δουλειά του Χάνεκε στην αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής, τους εξαιρετικούς ηθοποιούς, τα συνταρακτικά πορτρέτα των παιδιών. Δείγμα του πως οι μεγάλοι σκηνοθέτες ξέρουν να «ντύνουν» άψογα τις ιδέες τους. Ομως, πάνω απ` όλα ο Χάνεκε καλεί με τη δουλειά του το θεατή να υπερβεί τον εφησυχασμό και τις πλάνες του, να αναρωτηθεί το πώς και το γιατί, να στοχαστεί πάνω στο δικό του πλέγμα σχέσεων, να ανακαλύψει τον εσώτερο εαυτό του, να γίνει συμμέτοχος και κριτής σε όσα βλέπει. Δεν προτείνει εύκολες συνταγές, ούτε έτοιμες λύσεις. Απευθύνεται σ’ όσους είναι πρόθυμοι να σκεφτούν και να δουν. Και τότε όλα γίνονται απλά.
Ελένη Σταματίου