Οι νεότεροι σε ηλικία αναγνώστες θα έχουν ίσως έρθει σε επαφή με το από στόμα σε στόμα σούσουρο για το «Τσίου», μια ταινία της οποίας οι νεαροί συντελεστές παρουσιάζονται ως μια παρέα φίλων και υποστηρίζουν όλο αφέλεια (;) ότι για να κάνεις σινεμά, από αυτό το σινεμά που φτάνει στις αίθουσες, εννοείται, δεν χρειάζονται λεφτά αλλά θέληση και αγάπη…
Πράγματι, η συντονισμένη προσπάθεια της ομάδας είχε ως αποτέλεσμα η ταινία να προβληθεί αρχικά στο «Πανόραμα» της «Ελευθεροτυπίας», έπειτα στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης -όπου προς έκπληξη των συντελεστών απέσπασε τα βραβεία FIPRESCI Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και Σεναρίου, ενώ άφησε το κοινό ανεπιφύλακτα ενθουσιασμένο- αλλά και να επιτευχθεί η διανομή στις αθηναϊκές αίθουσες. Ολα αυτά σε συνδυασμό με μια εξαιρετικά επίμονη αυτοσχέδια διαφημιστική καμπάνια και με την κριτική να σιγοντάρει και ταυτόχρονα να διχάζεται: οι περισσότεροι μιλούν για φρέσκο ελληνικό σινεμά -επιτέλους-, υπάρχουν όμως και αυτοί που διαμαρτύρονται για υπερεκτιμημένη ελαφρότητα.
Πράγματι, η συντονισμένη προσπάθεια της ομάδας είχε ως αποτέλεσμα η ταινία να προβληθεί αρχικά στο «Πανόραμα» της «Ελευθεροτυπίας», έπειτα στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης -όπου προς έκπληξη των συντελεστών απέσπασε τα βραβεία FIPRESCI Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και Σεναρίου, ενώ άφησε το κοινό ανεπιφύλακτα ενθουσιασμένο- αλλά και να επιτευχθεί η διανομή στις αθηναϊκές αίθουσες. Ολα αυτά σε συνδυασμό με μια εξαιρετικά επίμονη αυτοσχέδια διαφημιστική καμπάνια και με την κριτική να σιγοντάρει και ταυτόχρονα να διχάζεται: οι περισσότεροι μιλούν για φρέσκο ελληνικό σινεμά -επιτέλους-, υπάρχουν όμως και αυτοί που διαμαρτύρονται για υπερεκτιμημένη ελαφρότητα.
Το «Τσίου» είναι μια ατακαδόρικη κωμωδία για έναν νεαρό ηρωινομανή που ψάχνοντας τη δόση του στην άδεια Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου μπλέκεται με μαφιόζους, βαποράκια, φίλους-χρήστες ουσιών και άσχετους, για να καταλήξει να γνωρίσει το (επίσης εθισμένο στην πρέζα) κορίτσι της ζωής του και μαζί του να αφήσει πίσω την εξάρτηση για να γίνει ένας ευτυχισμένος μέλλων μπαμπάς.
Το γέλιο του θεατή βγαίνει αβίαστα και σε ισχυρές δόσεις: οι γρήγοροι και με φρεσκάδα παιγμένοι διάλογοι στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην πραγματική αργκό των νεαρών τοξικομανών και χρηστών ουσιών, ενώ η όλη πλοκή δεν είναι παρά η αναζήτηση ή κατανάλωση, η διαρκής ενασχόληση με τα ναρκωτικά – κάτι που αφορά πολύ μεγαλύτερη μερίδα νέων ανθρώπων από όσο θέλουμε να πιστεύουμε.
Πρόθεση του σεναριογράφου-σκηνοθέτη δεν ήταν σίγουρα να τοποθετηθεί ουσιαστικά ή ξεκάθαρα απέναντι στο πρόβλημα της τοξικοεξάρτησης (άλλωστε το αναπάντεχο χάπι εντ αποκλείει κάθε τέτοια πιθανότητα). Η ταινία εσκεμμένα αντιμετωπίζει το θέμα με ανάλαφρο τρόπο, απενοχοποιώντας το ως ένα βαθμό, φλερτάροντας ωστόσο επικίνδυνα σε φάσεις με το να αγνοεί ή να απαξιώνει τη δυστυχία του εθισμού, αλλά και με το να στυλιζάρει τους χαρακτήρες ως το σημείο που καταλήγουν σχεδόν καρικατούρες. Το «υπέρ ή κατά των ναρκωτικών;» δεν τίθεται καν εδώ, υλοποιείται όμως το πραγματικά δύσκολο κατόρθωμα του να κάνεις χιούμορ για ένα θέμα που κανείς δεν αγγίζει για να μην καεί και που υποφέρει κατά κόρον από μη ρεαλιστικές δακρύβρεχτες προσεγγίσεις. Το «Τσίου» δικαιούται τον τίτλο μιας διασκεδαστικής κωμωδίας που αγγίζει το θέμα της χωρίς να καεί. Ισως όμως αυτό που καίγεται να είναι το ίδιο το θέμα. Κι ίσως οι συντελεστές να πρέπει να ερμηνεύσουν την επιτυχία με βάση το ότι απευθύνονται σε μια κοινωνία που «διασκεδάζει μέχρι θανάτου» αποφεύγοντας να σκεφτεί.
Ε.Γ.