Μια ελληνική ταινία θέτει στο στόχαστρο τη μεγάλη παθογένεια της κοινωνίας μας που λέγεται οικογενειακή υπερπροστασία και, όπως καταλαβαίνετε, αυτό αποτελεί από μόνο του ένα γεγονός.
Ο Γιώργος Λάνθιμος, χωρίς φίλτρα, με μια απευθείας έκθεση στον ήλιο, εστιάζει σε όσα οι τέσσερις ψηλοί τοίχοι ενός σπιτιού κρύβουν από τον έξω κόσμο. Το απομονωμένο αυτό φρού-ριο είναι η βίλα ενός εργοστασιάρχη. Εκεί μεγαλώνει τα παιδιά του μακριά από τους εξωτερικούς κινδύνους, σχεδόν σε μια γυάλα. Είναι επόμενο ότι η ανισορροπία, ο σαδισμός, η διαστροφή, η νοσηρότητα και η σαπίλα θα εισβάλουν από παντού. Τελικά το σπίτι σου, που μια ηλίθια διαφήμιση διατείνεται ότι είναι το καλύτερο μέρος του κόσμου, μπορεί να είναι απλώς μια πυριτιδαποθήκη.
Στον «Κυνόδοντα» η ιδιοκτησία συνυφαίνεται με τη συντήρηση, που όμως δυστυχώς δεν είναι ιδιότητα μόνο των κυρίαρχων τάξεων. Σε μια εποχή αγριότητας και ατομισμού, η ελληνική οικογένεια και περισσότερο η μικροαστική και μεσοαστική ανοίγει μια ασφυκτική, οδυνηρή και τελικά μια θανάσιμη αγκαλιά για να «προστατέψει» τα μέλη της. Στην πραγματικότητα, τα ακρωτηριάζει, τα ευνουχίζει, τα καταστρέφει. Εμποδίζει την κοινωνικοποίησή τους, εμποδίζει την επαφή τους με την πραγματικότητα, τις δυσκολίες της, τις συλλογικές της αγωνίες και τις αντιστάσεις της. Μόνο όφελος (αμφισβητούμενο και αυτό) η οικονομική προστασία.
Η ταινία του Λάνθιμου (ακριβής κατά τα άλλα, στοχευμένη και καθόλου φλύαρη) προσεγγίζει κυρίως την πατριαρχική δομή της οικογένειας, τις στρεβλώσεις που προκαλεί ο κλειστός χαρακτήρας της, τη βία που αυτή περικλείει ως πρωταρχικό κύτταρο της κοινωνίας. Αδυνατεί, ωστόσο, να προσεγγίσει την οικογένεια ως ξεπερασμένο, αντιδραστικό θεσμό που είναι καθολικά αποδεκτός κυρίως από τις φτωχές τάξεις της κοινωνίας μας. Οι φτωχοί προτάσσουν την οικογένεια σαν τάφρο αντίστασης στις άγριες οικονομικές συνθήκες. Οι πλού-σιοι, πέρα από κληρονομικούς λόγους, δεν έχουν ανάγκη να το κάνουν αυτό. Ετσι κι αλλιώς, ο κόσμος είναι δικός τους και τον βρίσκουν θαυμάσιο.
Ο Λάνθιμος, λοιπόν, προσπαθεί να ζουμάρει στην εγγενή παθογένεια του θεσμού της οικογένειας. Είτε τα καταφέρνει καλά είτε όχι, ο σουρεαλισμός, η ακρότητα και η «απλοϊκότητα» τίθενται στην υπηρεσία μιας καλής προσπάθειας που αποδομεί έναν ακρογωνιαίο λίθο της υπάρχουσας κοινωνικο-οικονομικής τάξης πραγμάτων.
Ελένη Σταματίου