O πρόεδρος ΣτέΚας είναι λάτρης των ταινιών του παλιού (πολύ παλιού) ελληνικού κινηματογράφου. Ισως άρχισε να τις βλέπει στην τηλεόραση για να βελτιώσει τα ελληνικά του και «κόλλησε». Από την ιδεολογία που εκπέμπουν αυτές οι ταινίες πήρε και έκανε δικό του τον ορισμό της «νοικοκυροσύνης». Οπως είπε, ονειρεύεται «μία επιστροφή στην παλιά νοικοκυρεμένη Ελλάδα. Στην Ελλάδα όπου ο νοικοκύρης είχε το σπίτι του καθαρό. Τηρούσε τους κανόνες και τους νόμους. Είχε ενδιαφέρον και ενσυναίσθηση για τον γείτονά του»!
Το πιθανότερο είναι ότι με κάτι τέτοια τον γαλούχησε και η μεγαλοαστική οικογένειά του. Βάλτε και τη ζωή στις ΗΠΑ, εκεί όπου οι «νοικοκυροσύνη» είναι ύψιστη ιδέα, και θα αντιληφθείτε πώς έδεσε το γλυκό.
Ο προηγούμενος αρχηγός κόμματος που έκανε τέτοιες αναφορές στους «νοικοκυραίους» ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Μάλιστα, είχε δώσει και τα αστικά λεωφορεία της Αθήνας σε «νοικοκυραίους», βάζοντας λουκέτο στην κρατική ΕΑΣ, οπότε οι όροι «νοικοκυραίοι» και «νοικοκυροσύνη» απέκτησαν ακόμα πιο απεχθή χαρακτήρα.
Αφήστε που η ίδια η ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού διέλυσε αυτά που βλέπει ο ΣτέΚας στις παλιές (πολύ παλιές) ελληνικές ταινίες. Το πόσο συχνά καθαρίζονται τα σπίτια εξαρτάται από το χρόνο που διαθέτουν οι ένοικοι σ’ αυτά, καθώς τρέχουν από δουλειά σε δουλειά για να βγάλουν τον επιούσιο (χωρίς να λογαριάσουμε τις απαιτήσεις που έχουν τα παιδιά και την ανάγκη για λίγη ξεκούραση). Οσο για τον γείτονα, συχνά δεν γνωρίζουν ποιος/α είναι. Η φρενίτιδα του καπιταλισμού διέλυσε κάθε εναπομείνασα κοινοτική συνήθεια, σε βαθμό που οι μπούρδες του Κασσελάκη να ακούγονται γραφικές.
Τι μένει; «Η τήρηση των κανόνων και των νόμων», δηλαδή μια παραλλαγή του δόγματος «νόμος και τάξη» της σύγχρονης Δεξιάς. Ας μην κοροϊδευόμαστε, οι ιδέες του ΣτέΚας δεν είναι δάνειο από τις παλιές ελληνικές ταινίες και την ιδεολογία του «κυρ-Παντελή» που προσπαθούσαν να εμφυσήσουν σε εκείνους που αντιμετώπισαν με τη φωτιά και το σίδερο κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1946-49 και στα μοναρχοφασιστικά χρόνια που ακολούθησαν. Είναι απευθείας δάνειο από το αμερικάνικο «Tea Party», απ’ ό,τι πιο συντηρητικό έχει να επιδείξει ο σημερινός αστικός πολιτικός κόσμος.
Ο Κασσελάκης κι αυτοί που τον πατρονάρουν δε θέλουν να αναστήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ της αριστερούτσικης ρητορικής, «των κινημάτων», «της αμφισβήτησης», «της ανυπακοής». Θέλουν να στήσουν ένα κεντρώο αστικό κόμμα (κατά τα πρότυπα του αμερικάνικου Δημοκρατικού Κόμματος και του κόμματος του Μακρόν), προσελκύοντας κόσμο απ’ αυτούς που θα σιχαθούν τον Μητσοτάκη.
Οι πολιτικοί τυχοδιώκτες που πλαισίωσαν από την αρχή τον ΣτέΚας κι αυτοί που προσκολλήθηκαν όταν τον είδαν να καθαρίζει χαλαρά τις προεδρικές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ, το ξέρουν πολύ καλά αυτό. Κι επειδή το μόνο που τους νοιάζει είναι η εξουσία, δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την «κυρπαντελίδικη» ρητορική του λαμπερού αρχηγού, όπως δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τη ρητορική του όταν απευθύνθηκε στους μεγαλοκαπιταλιστές του ΣΕΒ. Αν φέρει ψήφους, όλα καλά… Θα πασπαλίσουν αυτή τη ρητορική και με μπόλικη σκανδαλολογία, καθώς οι μητσοτακικοί αφήνουν συνεχώς λεκέδες (ο Πολάκης είναι άσος σ’ αυτή τη δουλειά).
Αυτή τη βίαιη μετατόπιση «στο Κέντρο» είδε και η ομάδα της Αχτσιόγλου και αποφάσισε να την κάνει από τώρα και να μην περιμένει τις ευρωεκλογές. Προφανώς τα στελέχη αυτής της ομάδας έκαναν και βολιδοσκοπήσεις παραγόντων της κεφαλαιοκρατίας και των αστικών μίντια και πήραν διαβεβαιώσεις ότι δε θα είναι εχθρικοί απέναντί τους.
Αρνούμαστε να ασχοληθούμε με τα γραπτά και προφορικά ιδεολογήματα που εκτοξεύονται από κάθε πλευρά. Δηλαδή, πρέπει να πιστέψουμε ότι η Αχτσιόγλου, ο Χαρίτσης, ο Τσακαλώτος, ο Σταθάκης και οι υπόλοιποι της νέας κοινοβουλευτικής ομάδας (να μην ξεχάσουμε τον άρχοντα του real estate Παπαδημούλη), που έδρεψαν δάφνες όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοζε με κυνισμό τη μνημονιακή πολιτική, παρέα με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ του Καμμένου, είναι πιο αριστεροί από τον Παππά, τον Φάμελλο, τη Δούρου και τους υπόλοιπους που παρέμειναν στον επίσημο ΣΥΡΙΖΑ με πρόεδρο τον Κασσελάκη;
Oλοι αυτοί ήταν κάποτε παρεούλες στις δυο-τρεις φράξιες του ΣΥΡΙΖΑ, χώρισαν και ξαναενώνονται σε διαφορετικές συνθέσεις. Διαφορές ουσίας δεν έχουν, εκείνο που τους χωρίζει είναι οι φιλοδοξίες και οι εκτιμήσεις που κάνουν για το ποιος είναι ο σωστός δρόμος για να ξαναβρεθούν στην εξουσία.
Ο χώρος της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, που εδώ και χρόνια έχει αφήσει τις μεταπολιτευτικές ντροπούλες και αυτοπροσδιορίζεται ως Κεντροαριστερά, ακόμα και ως Κέντρο, θα έχει πλέον τρία κόμματα. Τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και αυτό που θα φτιάξουν αυτοί που αποχώρησαν. Πρώτος σταθμός οι ευρωεκλογές. Εκεί θα μετρηθούν όλοι τους, με βάση τα «κουκιά» που θα μαζέψουν. Μετά, θα επαναπροσδιορίσουν τις θέσεις τους, ανάλογα με το εκλογικό αποτέλεσμα.
Ολα τα υπόλοιπα που ακούγονται είναι της κατηγορίας «να ‘χαμε να λέγαμε». Η χαρά του αστικού Τύπου. Αναλύσεις επί αναλύσεων για το τίποτα, που λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για την κοινωνική συνείδηση. Αν πρέπει να σημειώσουμε κάτι είναι πως η κοινωνική άπνοια, ο φόβος μπροστά στα χειρότερα, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους ταξικούς αγώνες, όλα αυτά που έδωσαν στον Μητσοτάκη δεύτερη κυβερνητική θητεία (χωρίς να υπάρχει αποδοχή ή έστω μισο-ικανοποίηση για την πολιτική του), μετατοπίζουν ολόκληρο το αστικό πολιτικό σύστημα προς τα δεξιά και επιτρέπουν σε φαινόμενα τύπου Κασσελάκη να εμφανίζονται ξαφνικά και με αξιώσεις.