Συμπληρώθηκαν 47 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της χούντας και την παράδοση της εξουσίας από τη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Φέτος, εκτός από τη συνήθη σπέκουλα αυτών των ημερών, έχουμε βρυκολάκιασμα της χουντικού τύπου μπατσοκρατίας, με το «απαγορεύομεν και διατάσσομεν» του αρχηγού της Αστυνομίας, κατ’ εντολήν του ίδιου του Μητσοτάκη, την οποία διεκπεραίωσε ο υπουργός μπατσοκαταστολής Χρυσοχοΐδης.
Και, βέβαια, φέτος, πέρα από τη λιτότητα, τα αντεργατικά μέτρα και το γνωστό μείγμα εθνικισμού-ξενοδουλείας, ο ελληνικός λαός έχει ν’ αντιμετωπίσει την πανδημία ενός επικίνδυνου κοροναϊού και την εγκληματική διαχείρισή της από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που έχει δημιουργήσει μια εφιαλτική για το λαό μας κατάσταση.
Θα έχουμε και φέτος την καθιερωμένη παρέλαση από τα ραδιοτηλεοπτικά πάνελ και από τις στήλες των εφημερίδων, των γνωστών «πρωταγωνιστών» εκείνης της εποχής, με τα ντενεκεδένια παράσημα απλωμένα στο στήθος τους, να κάνουν αναλύσεις και απόψεις κάθε δυνατής απόχρωσης.
Το μόνο που δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ακούσουμε από τα αστικά Μέσα είναι αναφορές στο πραγματικό πνεύμα εκείνης της εξέγερσης και αναλύσεις που μπορούν ν’ ανοίξουν συζήτηση για το «διά ταύτα» της εποχής μας. Αλίμονο αν η αστική προπαγάνδα εγκατέλειπε την παραχάραξη, τον ανούσιο βερμπαλισμό, την πρόστυχη ηθικολογία και εγκαινίαζε διαδικασίες που οδηγούν στη δημιουργία ανατρεπτικής συνείδησης. Θα ήμασταν εξαιρετικά αφελείς αν περιμέναμε κάτι τέτοιο. Αυτή τη συζήτηση πρέπει να την κάνουμε εμείς, με όρους κινήματος, όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Στο κομβικό ερώτημα για το χαρακτήρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, η δική μας απάντηση έχει εκτεθεί: Από την άποψη των κινητήριων δυνάμεών της, σίγουρα δεν ήταν ταξική εξέγερση, αφού στηρίχτηκε κυρίως από φοιτητές, όμως ένα κομμάτι της εργατικής πρωτοπορίας την αγκάλιασε, συμμετείχε σ’ αυτή και αυτό προσέδωσε στην εξέγερση και ταξικά χαρακτηριστικά. Από την άποψη των προταγμάτων της, τα πράγματα υπήρξαν ακόμη πιο θολά, καθώς όλα τα αντιδικτατορικά πολιτικά ρεύματα συμμετείχαν και προσπαθούσαν να επηρεάσουν τα πράγματα, χωρίς κανένα να είναι σε θέση να βάλει τη σφραγίδα του, όπως για παράδειγμα έβαλαν τη σφραγίδα τους στην Οκτωβριανή Επανάσταση οι Μπολσεβίκοι.
Στο Πολυτεχνείο υπήρχαν από οπαδοί της αστικής δημοκρατίας μέχρι οπαδοί του κομμουνισμού. Οι δεύτεροι ήταν ασφαλώς πιο συγκροτημένοι, πιο οργανωμένοι, πιο αποφασισμένοι και επομένως βρίσκονταν πιο κοντά στο πνεύμα εκείνων που έσπασαν τα δεσμά του φόβου και βγήκαν στον αγώνα. Αντίθετα, για τους οπαδούς της αστικής δημοκρατίας τέτοιες μορφές αγώνα είναι από «άγνωστη γη» έως εχθρικές. Και βέβαια, σε μια αυθόρμητη εξέγερση δεν μπορούμε ν’ αναζητούμε καθαρά ιδεολογικοπολιτικά προτάγματα. Το αντιδικτατορικό ήταν το κυρίαρχο πρόταγμα, όμως αλλιώς το εννοούσαν οι κομμουνιστές και αλλιώς οι σοσιαλδημοκράτες.
Αποτιμώντας την εξέγερση του Πολυτεχνείου, υπό το φως των σημερινών αναγκών, στεκόμαστε σε δυο βασικά χαρακτηριστικά της.
Πρώτο, στο εξεγερτικό πνεύμα, το ξεπέρασμα κάθε είδους φόβου. Υπήρχε χούντα, τα πολυβόλα κροτάλιζαν, τα κρατητήρια είχαν μεταβληθεί σε μακελειά, όμως ο πόθος για την ελευθερία από τη μια και το πνεύμα της συλλογικότητας από την άλλη δημιούργησαν ένα γεγονός που θα στέκεται πάντα ψηλά στη νεοελληνική ιστορία. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζουμε μαζικό ηρωισμό και διάθεση θυσίας, που διαλύει τα πολλά «εγώ» και δημιουργεί ένα μεγάλο «εμείς» (με όλες τις αντιφάσεις του), έτοιμο να πυρπολήσει και να πυρποληθεί για ένα μεγάλο σκοπό.
Δεύτερο, στα όρια που έθετε στην εξέγερση ο αυθόρμητος χαρακτήρας της. Δεν έφταιγε γι’ αυτό η νεολαία που εξεγέρθηκε. Εφταιγαν εκείνοι που παρίσταναν τη φυσική ηγεσία, καπηλευόμενοι αγώνες προγενέστερων εποχών. Oι εξεγέρσεις ωριμάζουν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι οργανωμένες πρωτοπορίες είναι αυτές που μπορούν να τις μπολιάσουν με επαναστατικές ιδέες, να τις βοηθήσουν να συγκροτηθούν πολιτικά και οργανωτικά, να αναπτύξουν τη δυναμική τους, να δημιουργήσουν προϋποθέσεις νίκης. Ολ’ αυτά έλειπαν από την εξέγερση του Νοέμβρη του ‘73, γιατί η οργανωμένη επαναστατική πρωτοπορία είχε προ πολλού διαβεί τον αστικό Ρουβίκωνα. Η αναθεωρητική ηγεσία είχε ξεπουλήσει τις επαναστατικές παραδόσεις του ΚΚΕ και έψαχνε μια θεσούλα κάτω από τον αστικό ήλιο. Δεν υπήρχε φυσική ηγεσία σ’ αυτό το ηρωικό εξεγερτικό γεγονός, γιατί οι ομάδες της λεγόμενης άκρας Αριστεράς αδυνατούσαν να παίξουν αυτό το ρόλο. Χαρακτηρίζονταν από επαναστατικό πνεύμα, αλλά και από αυθορμητίστικες απόψεις.
Σήμερα, 47 χρόνια από τότε, έχουμε ανάγκη και το εξεγερτικό πνεύμα και την επαναστατική πολιτική ηγεσία. Αν το 1973 το εξεγερτικό πνεύμα περίσσευε και η επαναστατική πολιτική ηγεσία έλειπε, σήμερα λείπουν και τα δύο.
Οι εξεγέρσεις του παρελθόντος γίνονται πηγή διδαγμάτων μόνο όταν το κοινωνικό κίνημα –χωρίς να μηδενίζει τίποτα– γίνεται αμείλικτα αυτοκριτικό με τις καθυστερήσεις του και γενικεύει θεωρητικά την πείρα του, έτσι που να μπορεί να οδηγεί τη δράση του σε ανώτερο επίπεδο. Για να τιμήσουμε το Νοέμβρη του ’73 πρέπει να παραδειγματιστούμε από το εξεγερτικό του πνεύμα και ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουμε πως το μέγιστο καθήκον της εποχής μας είναι να δουλέψουμε για τη συγκρότηση μιας επαναστατικής πολιτικής ηγεσίας, ικανής να «συγχωνεύεται» με το αυθόρμητο κίνημα των εργατικών και νεολαιίστικων μαζών οδηγώντας το στο δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Μια ηγεσία όπως το Κόμμα των Μπολσεβίκων, που πριν από 100 χρόνια οδηγούσε το ρωσικό προλεταριάτο στη νικηφόρα έφοδο στους ουρανούς.
Ενα σύστημα ιστορικά τελειωμένο
Για μια ακόμη φορά ο καπιταλισμός αποδεικνύει ότι είναι ένα σύστημα ιστορικά τελειωμένο. Ενα σύστημα εχθρικό προς τους εργαζόμενους. Ενα σύστημα εχθρικό ακόμα και για τον αέρα που αναπνέουμε. Η πανδημία του κοροναϊού δεν είναι «θεία τιμωρία για τις αμαρτίες μας». Είναι η εκδίκηση της φύσης για το συνεχή βιασμό της από τον καπιταλισμό και τη δίψα του για το μέγιστο κέρδος. Από την ίδια δίψα εκπορεύεται και η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας. Σε όλο τον κόσμο και στη χώρα μας.
Οι εργαζόμενοι είναι οι μοναδικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου. Από τη δική τους εργασία δημιουργούνται τα πάντα. Οι καπιταλιστές σαν παράσιτα απομυζούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου. Σε περιόδους κρίσης, το μέγεθος της εκμετάλλευσης, το μέγεθος της αδικίας φαίνονται πιο καθαρά.
Καθώς οι συνέπειες της νέας κρίσης προστίθενται σ’ αυτές της προηγούμενης και σφίγγουν τη θηλιά γύρω από το λαιμό μας, αγωνιζόμενοι όπως μπορούμε ενάντια σ’ αυτές, οφείλουμε να ξαναπροβάλλουμε το μεγάλο ιστορικό πρόταγμα, την απολύτρωση από την καπιταλιστική σκλαβιά. Να πάψουμε να αισθανόμαστε σαν καταδικασμένοι σε μια αιώνια μοίρα. Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμή μας. Να διακηρύξουμε τη θέλησή μας να εξαφανίσουμε από προσώπου γης το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την κοινωνική αδικία, τη βαρβαρότητα. Κανένα μέλλον για μας και για τις ερχόμενες γενιές δεν υπάρχει στον καπιταλισμό. Το μέλλον μας θα το χτίσουμε μόνοι μας. Κανένας δεν πρόκειται να μας το χαρίσει.
Η προλεταριακή επανάσταση παραμένει πάντοτε το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Μόνο αυτή μπορεί να σαρώσει τον παλιό κόσμο και πάνω στα συντρίμμια του να χτίσει ένα νέο κόσμο, της δουλειάς, της αλληλεγγύης, της αδελφοσύνης, έναν κόσμο που τα αγαθά θ’ ανήκουν σ’ αυτούς που τα παράγουν, έναν κόσμο κομμουνιστικό.
Απαραίτητη η ταξική πολιτική οργάνωση
Πολλοί μιλούν γι’ αγώνες. Και βέβαια πρέπει να υπάρξουν αγώνες, αλλιώς ο αντίπαλος θ’ αποθρασυνθεί ακόμη περισσότερο. Τι αγώνες, όμως;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιες εκρήξεις (οι οποίες εξακολουθούν να είναι ζητούμενο) μπορούν να σταματήσουν την άγρια επέλαση των δυνάμεων του κεφάλαιου. Ομως, αυτές οι δυνάμεις θα επανέλθουν. Αυτό είναι στη φύση τους. Ποτέ δεν εξαφανίζεται η βουλιμία του κεφάλαιου για περισσότερη εκμετάλλευση.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε αγώνες ανατρεπτικούς, εξεγερτικούς, που θα βάλουν σήμερα φρένο στην επέλαση του κεφάλαιου και θ’ ανοίξουν το δρόμο για να διεκδικήσουμε και να καταχτήσουμε την απαλλαγή από την καπιταλιστική σκλαβιά. Τέτοιους αγώνες δεν μπορούν να δώσουν σκόρπια μπουλούκια, που μπορεί να τα διαχειριστεί στη συνέχεια και να τα εγκλωβίσει η αστική πολιτική με τα πολλά παρακλάδια (πολιτικά και συνδικαλιστικά που διαθέτει). Τέτοιους αγώνες μπορεί να δώσει μόνο μια τάξη που έχει γνώση, έχει οργάνωση, έχει σχέδιο. Που ξέρει τι ζητά, γιατί το ζητά και πώς να το διεκδικήσει και να το κατακτήσει.
Γι’ αυτό και το μεγάλο καθήκον της εποχής είναι η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες. Οχι ψηφοφόροι του αστικού πολιτικού συστήματος, που ψηφίζουν πότε το ένα και πότε το άλλο κόμμα.
Εργάτες οργανωμένοι πολιτικά στο δικό τους φορέα, σε ρήξη με όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, ικανοί να αγωνίζονται για τα άμεσα και καθημερινά, ικανοί να αναθερμάνουν το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και να το κάνουν πράξη.
Αλλιώς, θα μοιάζουμε με σύγχρονους Σίσυφους. Θα κυλάμε το βράχο στην ανηφόρα και θα τον βλέπουμε να ξανακατρακυλά στην αφετηρία.
Παράλληλα με τους αγώνες του σήμερα, μέσα σ’ αυτούς τους αγώνες, στην πρώτη γραμμή τους, πρέπει ν’ αρχίσουμε να χτίζουμε αυτή τη νέα συλλογικότητα, την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης.