Ξεπέρασε και τον Χαρδαλιά της Αντιτρομοκρατικής σε κατασκευές, παρά το ρετούς που επεδίωξε να επιφέρει στο σαθρό κατηγορητήριο, ο εισαγγελέας του τρομοδικείου Σ. Μπάγιας, στην 3η δίκη για την υπόθεση της ΣΠΦ. Στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει τις βαριές καταδίκες που εισηγήθηκε, εισέφερε και μια νέα… επιστημονική ανακάλυψη: ίχνη DNA!
Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι έχει παγιωθεί να αρχίζουν οι συνεδριάσεις του τρομοδικείου μετά τις 11 το πρωί, ο εισαγγελέας οργάνωσε την αγόρευσή του έτσι που να εξαντλήσει δύο συνεδριάσεις. Στην πρώτη συνεδρίαση (12 Σεπτέμβρη), η αγόρευσή του διήρκησε 93 λεπτά και στη δεύτερη συνεδρίαση (18 Σεπτέμβρη) 126 λεπτά. Εσπασε την αγόρευσή του σε δύο συνεδριάσεις με στόχο να την παρουσιάσει ως μακράς διάρκειας, ως επιστέγασμα σοβαρής μελέτης του κατηγορητηρίου και όσων διαμείφθηκαν κατά τη μακρά ακροαματική διαδικασία.
Στην πρώτη συνεδρίαση, ο εισαγγελέας αναφέρθηκε σε διάφορα ζητήματα που ανέκυψαν στην ακροαματική διαδικασία και σε μερικά γνωστά και ξεκαθαρισμένα νομικά ζητήματα, ενώ έδωσε μια απάντηση στο ζήτημα τηςεκκρεμοδικίας. Αποφάνθηκε, ότι δεν μπορεί κάποιος να δικάζεται συνέχεια για «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση». Από τη στιγμή που δικάστηκε, -έστω και πρωτόδικα- για συμμετοχή, δεν μπορεί να ξαναδικαστεί σε άλλη δίκη για το ίδιο αδίκημα. Σ’ αυτή την περίπτωση, το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει απαράδεκτη τη δίωξη για τη συγκεκριμένη κατηγορία. Προφανώς, κρίθηκε ότι ο σκοπός των συνεχών διώξεων για συμμετοχή στη ΣΠΦ, 18 αναρχικών αγωνιστών, από τους οποίους μόνον οι 10 έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την συμμετοχή τους, ενώ οι άλλοι 8 έχουν δηλώσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπήρξαν ποτέ μέλη της ΣΠΦ, έχει εκπληρωθεί και επομένως δεν εξυπηρετεί τίποτα πια αυτό το γαϊτανάκι. Ο κλήρος έπεσε σ’ αυτή την τρίτη στη σειρά τρομοδίκη (άλλες τρεις είναι σε εξέλιξη και σε πρώιμο στάδιο), να αποφασίσει με παρεμπίπτουσα απόφαση για την εκκρεμοδικία. Δηλαδή, να κηρύξει ως απαράδεκτη την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των κατηγορούμενων που έχουν ήδη καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό ως μέλη της «τρομοκρατικής οργάνωσης» ΣΠΦ. Κατά συνέπεια, στον εισαγγελέα αυτής της τρομοδίκης έπεσε ο κλήρος να κάνει τη σχετική πρόταση.
Σπεύδουμε να διευκρινίσουμε ότι αυτή μας η εκτίμηση κάθε άλλο παρά ακυρώνει την προσπάθεια, τον αγώνα των συνηγόρων υπεράσπισης. Είναι αυτοί που με τις συνεχείς παρεμβάσεις τους και την άψογη νομική επιχειρηματολογία ανέδειξαν το ζήτημα της εκκρεμοδικείας, φέρνοντας προ αδιεξόδου τα τρομοδικεία και αναγκάζοντάς τα να πάρουν μια απόφαση για να να μπει τέρμα στο γαϊτανάκι των απανωτών διώξεων των ίδιων ατόμων για την ίδια κατηγορία. Το σημειώνουμε για να αποφευχθεί πιθανός συμψηφισμός της συγκεκριμένης πρότασης του εισαγγελέα με τη βαριά καταδικαστική πρότασή του επί της ουσίας, με την οποία έκανε ρετούς στο σαθρό κατηγορητήριο. Σε τελευταία ανάλυση, όσες φορές και αν καταδικαστούν πρωτοδίκως ως μέλη της ΣΠΦ τα πραγματικά μέλη της ΣΠΦ (και όχι όλοι όσους βάφτισαν μέλη η Αντιτρομοκρατική και ο εισαγγελέας), μία θα είναι η ποινή στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, που θα συνεκδικάσει όλες αυτές τις υποθέσεις σε δεύτερο βαθμό.
Ο εισαγγελέας άρχισε την αγόρευσή του αναφερόμενος στην εμπειρία των μελών του δικαστηρίου. Είπε χαρακτηριστικά ότι έχουν εμπειρία τουλάχιστον 30 χρόνων. Μίλησε για μια δίκη πρωτόγνωρη, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η οποία διήρκησε μακρότατο χρόνο. Οι όροι της δίκης αυτής διαμορφώθηκαν από τρεις παράγοντες. Από την έδρα του δικαστηρίου, τους συνηγόρους υπεράσπισης και τους κατηγορούμενους. Το δικαστήριο διακρίθηκε από μια νηφαλιότητα, αλλά συγχρόνως και από μια ανοχή, μέσα στο πλαίσιο του νόμου πάντοτε. Γενικότερα, το σύνολο της συνθέσεως προσπάθησε να υπάρχει ένα κλίμα συναίνεσης. Η κάθε πλευρά να διατηρεί τις θέσεις της και τις απόψεις της, αλλά εν πάση περιπτώσει να υπάρχει ένα κλίμα συναίνεσης.
Συνέχισε φλυαρώντας για τις σχέσεις της έδρας και των συνηγόρων και για τη στάση των κατηγορούμενων. Στους κατηγορούμενους, κατά τον εισαγγελέα, επικράτησαν δύο βασικές στάσεις, σκέψεις, αντιλήψεις. Η μία έλεγε: δεν αποδεχόμαστε το δικαστήριο, το θεωρούμε ως θεσμό εχθρικό, ουσιαστικά δεν συμμετέχουμε. Η όλη παρουσία μας είναι απλώς για να ενημερωνόμαστε ή για να μην ειπωθούν πράγματα για την οργάνωση, την οποία δηλώνουμε ότι αποδεχόμαστε. Η δεύτερη στάση, άποψη, συμπεριφορά αρνήθηκε τις κατηγορίες και υποστήριξε την αθωότητά της. Σαφώς δηλώνει ότι συμμετέχει στη δίκη, όμως στο τέλος της διαδικασίας υπήρξε άρνηση να δοθούν απαντήσεις και εξηγήσεις στα όποια ερωτήματα. Αυτό, κατά τον εισαγγελέα, «ενέχει μια αντίφαση»: εφόσον αρνείσαι την κατηγορία, εφόσον λες ότι έχω τις απόψεις μου -είμαι, εν προκειμένω, αναρχικός- αλλά τις συγκεκριμένες κατηγορίες τις αρνούμαι. Είμαι αυτός, πρέπει να το υποστηρίξεις αυτό.
Συνέχισε επισημαίνοντας, ότι και οι δύο στάσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Δημιούργησαν δυσχέρειες για τη διαμόρφωση ορθής, δίκαιης δικονομικής πεποίθησης. Στο σημείο αυτό ισχυρίστηκε ότι θεωρεί αναγκαίο να διευκρινίσει ότι τον σχηματισμό της ορθής και δίκαιης δικονομικής κρίσης τον τοποθετεί στα πλαίσια του συντάγματος και των νόμων. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο εισαγγελέας προετοίμασε για την πρότασή του, που κινείται στα πλαίσια του σαθρού κατηγορητηρίου (με το αναγκαίο ρετούς). Παραδείγματος χάρη, η πρόταση για απαλλαγή του αγωνιστή Χ. Χατζημιχελάκη από την κατηγορία του «διευθυντή τρομοκρατικής οργάνωσης» και την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας ή η κήρυξη της κατηγορίας για «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση» ως απαράδεκτης, για όσους έχουν ήδη καταδικαστεί σε άλλη δίκη γι’ αυτό. Τις συγκεκριμένες κατηγορίες είχαν βάλει στον Χ. Χατζημιχελάκη η Αντιτρομοκρατική και οι δικαστικοί μηχανισμοί, απ’ αφορμή ανακοίνωση με την οποία επικροτούσε τις ενέργειες της οργάνωσής του, που είχε κάνει όντας κρατούμενος και καταδικασμένος για συμμετοχή στη ΣΠΦ.
Ο εισαγγελέας συνέχισε επαναλαμβάνοντας ότι και οι δύο στάσεις και οι δύο απόψεις δημιούργησαν δυσχέρειες, διευκρινίζοντας γιατί θεωρεί ότι βασικό καθήκον του δικαστικού λειτουργού, δικαστή ή εισαγγελέα, είναι να καταβάλει μια προσπάθεια να κατανοήσει τον κατηγορούμενο που έχει απέναντί του, αθώο ή ένοχο. Οχι να τον δικαιολογήσει, αλλά να τον κατανοήσει. Να κατανοήσει την προσωπικότητά του, τις αντιλήψεις, ενδεχομένως τα συναισθήματα ή τις ιδέες ή τις ιδεοληψίες του. Εχει αποδειχτεί στο παρελθόν, στην πράξη, ο δικαστικός λειτουργός να νιώσει αποστροφή, απέχθεια ή συμπάθεια. Δεν έχει σημασία τι θα νιώσει, οφείλει να προσπαθήσει. Ούτως ή άλλως, η προσπάθεια γενικότερα του δικαστικού λειτουργού να κατανοήσει τον κατηγορούμενο έχει εγγενείς δυσχέρειες. Γιατί είναι άνθρωπος ο δικαστής, άνθρωπος και ο κατηγορούμενος. Ο Ζήνων και οι Στωϊκοί γενικότερα θεωρούσαν ύβρη, ύψιστη αλαζονεία ή κατά την αρχαία, αρχαϊκή, σημασία της λέξης, άνθρωπος να δικάζει άνθρωπο. Με τη μελοδραματική αυτή προσέγγιση ο εισαγγελέας προσπάθησε να πει, ότι βασανίστηκε για να οδηγηθεί στην καταδικαστική πρόταση και ότι σ’ ένα βαθμό φταίνε και οι κατηγορούμενοι που δεν τον βοήθησαν να σχηματίσει ορθή και δίκαιη δικανική πεποίθηση. Προσπάθησε να κρύψει το γεγονός ότι ήταν (όπως και η πρόεδρος Μ. Τζανακάκη) προκατειλημμένος έναντι αυτών των αγωνιστών.
Συνέχισε λέγοντας ότι σε κάθε περίπτωση το κρατούν διεθνώς δικαιοκρατικό, δημοκρατικό πολίτευμα επιβάλλει ως πυλώνα της δημοκρατικής του αντίληψης τη λειτουργία των δικαστηρίων, τα οποία πρέπει να συγκροτούνται από δικαστικούς λειτουργούς που οφείλουν να ασκούν το λειτούργημά τους απροκατάληπτα και ιδίως, απόλυτα ανεξάρτητα έναντι της πολιτικής εξουσίας και των εκπροσώπων της, αλλά και έναντι των διαφόρων ειδών κοινωνικών προκαταλήψεων που διακατέχουν την κοινωνία, αλλά και ιδεολογικών στερεότυπων. Ο δικαστής, ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να είναι έξω και πάνω απ’ όλα αυτά και να λειτουργεί με αποκλειστικούς γνώμονες τους νόμους και τηνσυνείδησή του. Αυτά μπορούν να ερμηνευτούν και ως μια έμμεση ομολογία, ότι ο εισαγγελέας είναι υπέρ των δικαστηρίων που συγκροτούνται αμιγώς από επαγγελματίες δικαστές και αντίθετος στα Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Από την άλλη, αυτές οι επικολυρικές αναφορές είναι τόσο τετριμμένες που η επανάληψή τους καταντά αφόρητη. Είναι η πάγια προσπάθεια να κρυφτεί η βαθιά εξάρτηση των επαγγελματιών δικαστών από την πολιτική εξουσία.
Στη συνέχεια, ο Σ. Μπάγιας αναφέρθηκε στο μεγάλο χρονικό διάστημα που κράτησε αυτή η τρομοδίκη. Στην αρχή επισήμανε ότι βασική αιτία ήταν η συνεκδίκαση τριών μεγάλων υποθέσεων, ο μεγάλος αριθμός των συνηγόρων και των κατηγορούμενων. Εσπευσε αμέσως να προσθέσει ότι δεν υποστηρίζει πως κακώς η δίκη τράβηξε σε μάκρος, αφού υπήρχε η ανάγκη να οδηγηθούμε στο σχηματισμό ορθής και δίκαιης δικανικής πεποίθησης. Πρέπει όμως, συνέχισε, να αναφέρουμε και τις αρνητικές πλευρές που οδήγησαν στο μεγάλο χρονικό εύρος αυτής της δίκης. Πιθανόν με την προσέγγιση αυτή να θέλησε να κλείσει την πόρτα σε πιθανές διεκδικήσεις κατηγορούμενων για αποζημίωση και να διασκεδάσει τις αιτιάσεις από υψηλά ιστάμενους στη δικαστική ιεραρχία, ότι εκεί στον Κορυδαλλό «το κωλοβαράνε», για να χρησιμοποιήσουμε μια λαϊκή έκφραση. Αναφέρθηκε στις αποχές συνηγόρων για συμπαράσταση, στις καθυστερήσεις ή αποχές δικηγόρων που μπορεί κάποιες να ήταν δικαιολογημένες, στις δικαιολογημένες απαιτήσεις κατηγορούμενων να παρίστανται οι διορισμένοι συνήγοροι κ.ά. Αφού μας ταλαιπώρησε για ένα εικοσάλεπτο περίπου, πέταξε τη φράση «αυτά εισαγωγικά».
Μπαίνοντας στο σαθρό κατηγορητήριο, ο εισαγγελέας άρχισε την τοποθέτησή του από το άρθρο 187Α του ΠΚ. Επεσήμανε ότι υπάρχουν άλλες 22 κατηγορίες που σε συνδυασμό με το 187Α τιμωρούνται βαρύτερα. Διάβασε ένα μεγάλο απόσπασμα από το 187Α και δήλωσε ότι στην υποκειμενική θεμελίωση του αδικήματος δεν υπάρχει πρόβλημα. Πρόβλημα υπάρχει, όμως, στην αντικειμενική θεμελίωση του αδικήματος, η οποία πάσχει πράγματι από αοριστία. Πέρασε στη συνέχεια στην παρ. 4 αυτού του άρθρου.
Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας αναφέρθηκε στον όρο «δομημένη ομάδα» και εξήγησε ότι κρίθηκε, κατά τη γνώμη του σωστά, ότι δεν απαιτείται ο καθορισμός καθηκόντων στο εσωτερικό της ομάδας. Διευκρίνισε ακόμη, ότι αρχικά, στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του 187, απαιτούνταν και ιεραρχική δομή, αλλά η ιεραρχική δομή υποχώρησε στη συνέχεια. Μ’ αυτή την τοποθέτηση φαίνεται ότι θέλει ν’ ανοίξει το δρόμο για να καταδικάζονται και αναρχικοί αγωνιστές για ηθική αυτουργία. Ενδεχομένως, συνέχισε, να υπάρχει στις οργανώσεις αυτές κατανομή ρόλων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ανάθεση καθηκόντων και υποχρεώσεων. Παράλληλα, βασικό χαρακτηριστικό αυτών των οργανώσεων, σύμφωνα με το νόμο, είναι ο προσωποπαγής χαρακτήρας.
Ακολούθως, πέρασε στη διαφορά των εννοιών της συγκρότησης και της ένταξης σε μια οργάνωση. Η συγκρότηση ως τώρα έχει νοηθεί ως καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της οργάνωσης. Συγκρότηση, κατά τον εισαγγελέα, είναι η συναπόφαση για τη δημιουργία της ομάδας και για τον προσδιορισμό των σκοπών και των μορφών δράσης. Ομόφωνα στη νομολογία έχει επικρατήσει, ότι η συγκρότηση είναι στιγμιαία και η ένταξη διαρκής. Οι έννοιες ένταξη και συμμετοχή έχουν κάποιες εννοιολογικές διαφορές, αλλά εν πάση περιπτώσει έχει επικρατήσει στη νομολογία ότι οι έννοιες ένταξη και συμμετοχή είναι ταυτόσημες. Στη συνέχεια, επεσήμανε ότι η συγκρότηση συνυπάρχει και με την ένταξη, ότι δηλαδή δεν μπορεί κάποιος που δεν εντάχθηκε, έστω στιγμιαία, να συμμετάσχει στη συγκρότηση της ομάδας. Χωρίς λοιπόν την ένταξη του υπευθύνου στην οργάνωση, δεν έχει συντελεστεί ούτε η πράξη της συγκρότησης. Διάβασε και απόσπασμα από το βιβλίο του Μανωλεδάκη «Ασφάλεια και Ελευθερία», σύμφωνα με το οποίο με τη συγκρότηση συνυπάρχει η ένταξη και τιμωρείται άπαξ.
Αναφέρθηκε ακόμη, στο ζήτημα «μέχρι ποιο χρονικό διάστημα θεωρείται κάποιος μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης», παρουσιάζοντας τις τρεις απόψεις που υπάρχουν στην κυρίαρχη νομική άποψη γι’ αυτό το θέμα και στη δική του θέση, ότι κάποιος θεωρείται μέλος μιας οργάνωσης από την στιγμή που εντάχθηκε σ’ αυτή μέχρι τη στιγμή που του ασκήθηκε ποινική δίωξη. Συμπλήρωσε, δε, ότι κάποιος παύει να είναι μέλος, εάν πριν συλληφθεί βγει και το δηλώσει.
Ο Σ. Μπάγιας προσπάθησε να παρουσιάσει ως πρωτότυπη νομική ανάλυση αυτό που είχε ισχυριστεί ο Χαρδαλιάς της Αντιτρομοκρατικής! Προσπάθησε νε ντύσει με νομικό μανδύα έναν αυθαίρετο ασφαλίτικο ισχυρισμό. Καταθέτοντας σ’ αυτό το τρομοδικείο και απαντώντας σε ερώτηση της προέδρου τι έχει να πει για το φλέγον ζήτημα, εάν οι Στ. Αντωνίου, Γ. Καραγιαννίδης, Α. Μητρούσιας και Κ. Σακκάς υπήρξαν ή όχι μέλη της ΣΠΦ, ο Χαραδαλιάς απάντησε ότι πριν συλληφθούν δεν δήλωσαν ότι δεν είναι μέλη της ΣΠΦ! Δεν πρωτοτυπεί, λοιπόν, ο εισαγγελέας, όταν ισχυρίζεται, πως όταν κάποιος, ενώ κατηγορείται ως μέλος μιας ένοπλης οργάνωσης, δεν βγαίνει να δηλώσει πριν την σύλληψή του ότι δεν είναι μέλος της οργάνωσης, αλλά το λέει μετά, σημαίνει πως ήταν μέλος καθ’ όλη την περίοδο που διερευνά το δικαστήριο.
Στα νομικά ζητήματα, ο εισαγγελέας στάθηκε στο εάν το αδίκημα της έκρηξης θα καταλογιστεί ως έγκλημα κατά συρροή ή κατ’ εξακολούθηση και αποφάνθηκε ότι οι εκρήξεις θα καταλογιστούν ως κατά συρροή εγκλήματα και όχι ως μια πράξη κατ΄ εξακολούθηση. Το αδίκημα της έκρηξης που βάζει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές τιμωρείται με τουλάχιστον 10 χρόνια κάθειρξη. Ετσι, όποιος κατηγορείται για περισσότερες από μία εκρήξεις θα εισπράξει για κάθε έκρηξη τουλάχιστον 10 χρόνια. Πέντε οι εκρήξεις, πέντε θα είναι και οι ποινές, των τουλάχιστον 10 χρόνων η καθεμιά. Ενώ εάν το αδίκημα καταλογιζόταν ως «έκρηξη κατ’ εξακολούθηση» (άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα), η ποινή θα ήταν μία. Μέχρι τώρα, η νομολογία αντιμετωπίζει τις εκρήξεις από διάφορες ενέργειες μιας οργάνωσης ως μία πράξη κατ’ εξακολούθηση. Αυτή ήταν, για παράδειγμα, η απόφαση στην τρομοδίκη του Επαναστατικού Αγώνα (για τους Ν. Μαζιώτη, Π. Ρούπα και Κ. Γουρνά). Ολες οι εκρήξεις καταλογίστηκαν με το άρθρο 98 ΠΚ, ως «έκρηξη κατ’ εξακολούθηση». Και βέβαια, αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Σ. Μπάγιας. Με την πρότασή του για τον καταλογισμό των εκρήξεων ως εγκλημάτων κατά συρροή, επιχειρεί να σταματήσει τη σχετική νομολογία και να δημιουργήσει νέα νομολογιακά δεδομένα, που θα κάνουν δυσχερέστερη τη θέση των κατηγορούμενων των εν εξελίξει δικών και αυτών που θα έρθουν. Ν’ ακούγονται (πριν τη συγχώνευση) ποινές πολλών δεκαετιών.
Στη δεύτερη συνεδρίαση, ο εισαγγελέας στάθηκε στην αρχή της αγόρευσής του σε μερικά νομικά ζητήματα. Σύμφωνα με το σαθρό κατηγορητήριο, η κατοχή εκρηκτικών υλών παραπέμπεται σύμφωνα με το άρθρο 272 του Ποινικού Κώδικα, ενώ η κατοχή όπλων με βάση το άρθρο 15 του νόμου 2168/ 1993. Ο εισαγγελέας πρότεινε και η κατοχή των εκρηκτικών υλών να παραπεμφθεί με το άρθρο 15 παρ. 1 του νόμου για τα όπλα, δηλαδή του 2168/1993. Δεύτερον, πρότεινε η κατηγορία του κινδύνου κατά πραγμάτων να απορροφηθεί από την κατηγορία του κινδύνου για ζωή ανθρώπων. Τρίτον, αναφέρθηκε ξανά στο ζήτημα της εκκρεμοδικίας, θεωρώντας ότι προπαγανδιστικά αυτό είναι το βασικό του όπλο, για να χρυσώσει τη βαριά καταδικαστική πρόταση, που αν γίνει δεκτή από το τρομοδικείο, θα μοιράσει πολλές δεκάδες χρόνια σε όλους τους αγωνιστές (πλην του Κ. Παπαδόπουλου που πρότεινε την απαλλαγή του).
Και τώρα έρχομαι στην ουσία της υποθέσεως, συνέχισε ο εισαγγελέας. Ο λόγος που εξέφερε, πριν μπει στην περιγραφή αυτών που ο ίδιος χαρακτήρισε πραγματικά γεγονότα, ήταν παραληρηματικός. Προσπάθησε να παρουσιάσει την αφήγησή του ως δήθεν συνεκτίμηση των παραπεμπτικών βουλευμάτων 207, 208 και 209 για τις τρεις υποθέσεις που συνεκδικάστηκαν απ’ αυτό το τρομοδικείο (δηλαδή των τριών σαθρών κατηγορητηρίων), των αποδεικτικών στοιχείων της ακροαματικής διαδικασίας (μαρτυρικές καταθέσεις, αναγνωστέα έγγραφα και καταδικαστικές αποφάσεις 4199/2011 και 5461/2012 Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων) και των ανακοινώσεων, διακηρύξεων και δηλώσεων των κατηγορούμενων. Πρόκειται για προσπάθεια δημιουργίας ενός κακότεχνου άλλοθι αντικειμενικότητας. Ο εισαγγελέας έκανε αυτή την κατασκευή προσπαθώντας να κρύψει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι υιοθετεί την κατασκευή του περιβόητου Ε. Χαρδαλιά, ενώ αυτή κατέρρευσε ολοκληρωτικά κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο από τους συνηγόρους υπεράσπισης. Ο εισαγγελέας προσπάθησε να εμπλουτίσει με δικά του στοιχεία την κατασκευή του Χαρδαλιά, κάνοντας ένα ρετούς στα τρία σαθρά κατηγορητήρια.
Είπε ο εισαγγελέας: Από την συνεκτίμηση όλων των στοιχείων της υποθέσεως, από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων της ακροαματικής διαδικασίας, τα παραπεμπτικά βουλεύματα, τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, περιλαμβανομένων και των αποφάσεων 4199/2011 και 5461/2012 του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων συναφών υποθέσεων, και από την συνεκτίμηση των ανακοινώσεων, διακηρύξεων και δηλώσεων των κατηγορουμένων, προκύπτουν κατά την κρίση μου τα ακόλουθα… Ενώ θα έπρεπε να αναφέρει αυτά που προκύπτουν από τα προηγούμενα, κατά την κρίση του, πέρασε αμέσως στο τι θα κάνει αυτός από εδώ και πέρα, ξεχνώντας αυτά που υποτίθεται ότι προκύπτουν. Γι’ αυτό μιλάμε για παραληρηματικό λόγο. Συνέχισε ως εξής ο εισαγγελέας: Από εδώ και πέρα, κα πρόεδρε, κάνω παράθεση των περιστατικών, χωρίς κρίσεις, προσωπικών κρίσεων, απόψεων, σχολίων που δεν συνάπτονται άμεσα με την υπόθεση και τις συγκεκριμένες κατηγορίες, σχολίων(δεν ακούγεται μια λέξη) φιλοσοφικών ή άλλων σχολίων. Εχω την γνώμη, ότι η δίκη η συγκεκριμένη σ’ αυτό το στάδιο θα πρέπει να περιοριστεί κατά βάση. Μπορεί να υπάρχουν ασφαλώς αναφορές από τους παράγοντες της δίκης και από το ίδιο το δικαστήριο, κατά βάση στο τι προκύπτει και τι στοιχεία υπάρχουν.
Ξεκίνησε με αναφορά στο τι προκύπτει από τη συνεκτίμηση, στη συνέχεια όμως ξέχασε σκόπιμα να αναφέρει τι προκύπτει απ’ αυτή τη συνεκτίμηση και κατέληξε ότι θα αναφέρει γεγονότα χωρίς κρίσεις, γιατί απλούστατα προσπάθησε να κρύψει το γεγονός ότι βασίστηκε στο σαθρό κατηγορητήριο και στον κατασκευαστή σεναρίων Ε. Χαρδαλιά. Τι να έλεγε; Οτι παίρνει ως δεδομένα τα γραφόμενα στα παραπεμπτικά βουλεύματα, στις κατασκευές του Χαρδαλιά και στις δύο παλαιότερες καταδικαστικές αποφάσεις;
Το αποκορύφωμα ήταν αυτά που είπε στη συνέχεια: Θα ακολουθήσει αυτή η περιγραφή και αναφορά στοιχείων, θα περιγραφούν τα συμπεράσματα. Δεν σημαίνει ότι είναι και το πιο σωστό και πιο αληθές αυτό που θα ακουστεί. Θα ήταν παράλογο και αλαζονικό να το ισχυριστώ.
Εύλογα θα ρωτούσε κάποιος: καλά, «ρε μάστορα», είναι δυνατόν να μας λες ότι έχεις κάνει συνεκτίμηση πάντων και ότι κατέληξες σε μερικά συμπεράσματα και ταυτόχρονα να αμφιβάλεις για την αλήθειά τους και να λες ότι μπορεί να μην είναι τα πιο σωστά και αληθινά και ότι θα ήταν αλαζονικό να ισχυριστείς κάτι τέτοιο; Εξίσου εύλογα, μπορεί ο καθένας να ισχυριστεί ότι ο εισαγγελέας Σ. Μπάγιας, εμμέσως πλην σαφώς, ομολογεί, ότι αυτά που θα αναφέρει δεν είναι πραγματικά γεγονότα, αλλά προσωπικές του εκτιμήσεις, τις οποίες αντέγραψε από τις κατασκευές του Χαρδαλιά και το σαθρό κατηγορητήριο.
Ολα τα παραπάνω λειτούργησαν και ως αιχμή προς τους κατηγορούμενους, η οποία διατυπώθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο: Αυτοί ξέρουν τι ακριβώς έγινε, τι έχει γίνει και εάν αυτά που θα λεχθούν από εδώ και πέρα είναι βάσιμα, αβάσιμα, ανόητα, ενδεχομένως είναι αυθαίρετα, είναι αλήθεια σε όλες τις περιπτώσεις. Είναι οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι που γνωρίζουν! Ο εισαγγελέας χρέωσε με ευθύνη τους κατηγορούμενους που αρνούνται να μιλήσουν επί των κατηγοριών, ενώ γνωρίζουν τι έγινε, ποινικοποίησε το δικαίωμα της σιωπής και απευθυνόμενος στους κατηγορούμενους τους είπε εμμέσως ότι αυτοί θα φταίνε για όποια απόφαση πάρει το δικαστήριο! Φυσικά, θεωρεί δεδομένο ότι το τρομοδικείο θα υιοθετήσει την καταδικαστική του πρόταση.
Είναι, πραγματικά, εκπληκτικός ο τρόπος προσέγγισης του εισαγγελέα. Προσέξτε: μόνο οι κατηγορούμενοι ξέρουν την αλήθεια, μπορεί αυτά που λέω εγώ να είναι αναληθή. Πού έπρεπε να οδηγήσει αυτός ο συλλογισμός; Σε απαλλακτική πρόταση, λόγω αμφιβολιών (in dubio pro reo, λέει μια βασική αρχή του δικαίου, την οποία γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Μπάγιας). Αντί, όμως, γι’ αυτή την αρχή, ο εισαγγελέας επιλέγει την απόλυτη αντιστροφή της: αφού δεν μας λέτε την αλήθεια, που μόνο εσείς γνωρίζετε, εγώ θα φτιάξω μια σεναριακή αφήγηση, η οποία μπορεί να είναι εξ ολοκλήρου λάθος, και θα προτείνω την καταδίκη σας! Κατά τα άλλα, ο εισαγγελέας είναι… εντελώς απροκατάληπτος!
Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας έκανε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην (κατά τη γνώμη του) συγκρότηση και δράση της οργάνωσης, χωρίζοντάς την σε δύο περιόδους: Από τις αρχές του 2009 μέχρι την 1η Νοέμβρη του 2010, που στάλθηκαν τα βομβοδέματα, και από την 1η Νοέμβρη του 2010 και μετά. Τοποθέτησε τη συγκρότηση της ΣΠΦ στις αρχές Γενάρη του 2009, χωρίς αυτή η ημερομηνία να έχει προκύψει από κανένα στοιχείο, ακόμα και αυτών των τριών σαθρών βουλευμάτων. Στο βούλευμα 208, που αφορά τη αποστολή 14 βομβοδεμάτων, ο χρόνος συγκρότησης της οργάνωσης τοποθετείται από την 1η Γενάρη του 2008 έως τις 23 Σεπτέμβρη του 2009, που έγινε η έφοδος στο σπίτι του Χαλανδρίου, που η Αντιτρομοκρατική χαρακτήρισε «γιάφκα της ΣΠΦ», και έγιναν οι πρώτες συλλήψεις. Στο Βούλευμα 209, που αφορά τα όπλα στην Ν. Σμύρνη, ως χρόνος συγκρότησης της ΣΠΦ μπαίνει το ίδιο χρονικό διάστημα. Στο Βούλευμα 207, που αφορά τα όπλα που βρέθηκαν στο διαμέρισμα της οδού Ελλησπόντου, τίθενται ως χρόνος συγκρότησης της ΣΠΦ οι αρχές Γενάρη του 2008. Ο ισχυρισμός του εισαγγελέα ότι η ΣΠΦ συγκροτήθηκε το Γενάρη του 2009 δεν στηρίζεται ούτε στα βουλεύματα ούτε σε κανένα άλλο πραγματικό στοιχείο που να προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία. Αρκεί και μόνο αυτό για ν’ αποδείξει ότι ο εισαγγελέας δεν έκανε καμιά συνεκτίμηση, βουλευμάτων, μαρτυρικών καταθέσεων κτλ., όπως ισχυρίστηκε. Απλά έκανε μια δική του κατασκευούλα, επηρεασμένος προφανώς από τον Χαρδαλιά.
Πάμε παρακάτω. Η Αντιτρομοκρατική βάφτισε ένα κοινό σπίτι στο Χαλάνδρι, στο οποίο σύχναζαν φίλοι, συμμαθητές από το Κολλέγιο, συμφοιτητές, αναρχικοί αγωνιστές και παιδιά από τα βόρεια προάστια, όπου γίνονταν πάρτι στα οποία έπαιρναν μέρος πολλοί, σαν γιάφκα της ΣΠΦ. Εκεί βρέθηκαν αποτυπώματα σε κινητά αντικείμενα, όχι μόνο αναρχικών αγωνιστών, αλλά και νεαρών γόνων καλοστεκούμενων και γνωστών οικογενειών από τα βόρεια προάστια. Οι τελευταίοι δεν ενοχλήθηκαν ποτέ από την Αντιτρομοκρατική. Αυτό προέκυψε από τις μαρτυρικές καταθέσεις κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Αντίθετα τα αποτυπώματα αναρχικών αγωνιστών σε κινητά αντικείμενα θεωρήθηκαν σοβαρές ενδείξεις και σχηματίστηκαν δικογραφίες. Ο εισαγγελέας κλείνει τα μάτια του στα στοιχεία αυτά και υιοθετεί τις θέσεις της Αντιτρομοκρατικής και των σαθρών κατηγορητηρίων, χαρακτηρίζοντας και αυτός γιάφκα το κοινό σπίτι του Χαλανδρίου. Η Αντιτρομοκρατική εκείνη την περίοδο δεν είχε εντοπίσει τα πραγματικά κρησφύγετα της ΣΠΦ και είχε έναν παραπάνω λόγο να βαφτίσει γιάφκα το σπίτι στο Χαλάνδρι.
Ο εισαγγελέας από το 2009 πέρασε στο φθινόπωρο του 2010. Ισχυρίστηκε ότι η ΣΠΦ όχι μόνο υφίστατο αλλά και αναβάθμιζε τη δράση της, δημιουργούσε καλύτερη υλικοτεχνική υποδομή, πληροφοριακό δίκτυο (αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν έστελνε τα βομβοδέματα γνώριζε τις σχέσεις των αποστολέων με τους παραλήπτες) και απέκτησε βαρύ οπλισμό. Το σενάριο προβλέπει στη συνέχεια ότι από την πρώτη περίοδο, που η δράσης της οργάνωσης ήταν χαμηλής έντασης, πέρασε στη δεύτερη περίοδο, που έκρινε ότι μπορεί να περάσει σε θεαματικές ενέργειες και να πετύχει θεαματικά αποτελέσματα. Θεαματικές ενέργειες σε βάρος πρωθυπουργών, όπως ο Μπερλουσκόνι και η Μέρκελ και προέδρων όπως ο Σαρκοζί. Αυτή η ενέργεια, συνέχισε ο εισαγγελέας, απέτυχε. Εγιναν συλλήψεις μελών και απετέλεσε την αιτία διαφωνιών στην οργάνωση. Τα περί διαφωνιών είναι μια ακόμη αυθαίρετη σεναριακή κατασκευή του εισαγγελέα, που δεν στηρίζεται πουθενά. Μέσω αυτής προσπαθεί να στηρίξει την άποψη, ότι οι Στ. Αντωνίου, Γ. Καραγιαννίδης, Α. Μητρούσιας και Κ. Σακκάς υπήρξαν μέλη της ΣΠΦ μέχρι την έναρξη της δεύτερης περιόδου δράσης της οργάνωσης. Το ότι υπήρξαν μέλη της ΣΠΦ από το Γενάρη του 2008 είναι μια ακόμη κατασκευή της Αντιτρομοκρατικής, που δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Μετά, ο εισαγγελέας άρχισε να εξετάζει μία προς μία τις υποθέσεις των βουλευμάτων, αρχίζοντας από το 208, που αφορά την αποστολή βομβοδεμάτων σε σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα του εξωτερικού. Σ’ αυτή την υπόθεση κατηγορούμενοι είναι όλα τα φυλακισμένα μέλη της ΣΠΦ, πλην του Θ. Μαυρόπουλου (θυμίζουμε ότι ο Θ. Μαυρόπουλος εντάχθηκε στη ΣΠΦ όντας φυλακισμένος), και οι Γ. Καραγιαννίδης και Αλ. Μητρούσιας. Απ’ όλους τους κατηγορούμενους πρότεινε την ενοχή του Γερ. Τσάκαλου, ως αυτουργού για μια έκρηξη και μια απόπειρα, του Παν. Αργυρού, ως απλού συνεργού για μια έκρηξη και για μια απόπειρα, και του Χρ. Τσάκαλου για μια απόπειρα.
Η πρόταση ενοχής του Χρ. Τσάκαλου αφορά το δέμα που στάλθηκε στο Βερολίνο, επειδή σε αυτό (άκουσον, άκουσον!) βρέθηκε ίχνος DNA. Αυτή η προσέγγιση του εισαγγελέα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, γιατί πάει να δημιουργήσει νομολογία, που θ’ ανοίξει το δρόμο στην Αντιτρομοκρατική να κατασκευάζει ενόχους. Η περίπτωση του Χρ. Τσάκαλου δεν είναι η μοναδική που ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή κατηγορούμενων με το επιχείρημα ότι βρέθηκαν ίχνη DNA (θα αναφερθούμε παρακάτω). Πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι αυτή η κατασκευή γίνεται πιο προκλητική, γιατί γίνεται μετά τη διάλεξη της επιστήμονα Ε.Κ., η οποία κυριολεκτικά παρέδωσε μάθημα στον εισαγγελέα και στην πρόεδρο, κατά την διάρκεια της εξέτασής της στις 11 Ιούνη του 2014, ως μάρτυρα υπεράσπισης της Στ. Αντωνίου. Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τι είπε η Ε.Κ. (δείτε εδώ), για να γίνει φανερή η απόλυτη προκατάληψη του εισαγγελέα έναντι των κατηγορούμενων για ένοπλη δράση, τους οποίους αντιμετωπίζει ως πολιτικούς αντιπάλους του καπιταλισμού και της αστικής κοινοβουλευτικής δικτατορίας.
Για να δημιουργήσει άλλοθι αμεροληψίας, ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή των άλλων κατηγορούμενων μόνο για την αποστολή των βομβοδεμάτων και όχι για την κατοχή και κατασκευή. Πρότεινε ακόμη, την απαλλαγή του Χ. Χατζημιχελάκη από τις κατηγορίες της «διεύθυνσης τρομοκρατικής οργάνωσης» και της ηθικής αυτουργίας σε όλες τις ενέργειες. Φρόντισε, όμως, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να επιβληθούν μεγάλες ποινές στους Γερ. Τσάκαλο, Π. Αργυρού και Χρ.Τσάκαλο για τις εκρήξεις και την απόπειρα, γνωματεύοντας ότι οι εκρηκτικοί μηχανισμοί είχαν περίτεχνη κατασκευή και έτσι μεγιστοποιήθηκε ο κίνδυνος κατά ζωής.
Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας πέρασε στο βούλευμα 209, που αφορά βασικά τους Στ. Αντωνίου, Γ. Καραγιανννίδη, Αλ. Μητρούσια και Κ. Σακκά και τα όπλα της Ν. Σμύρνης. Ξεκίνησε λέγοντας ότι πρωταρχικό ζήτημα είναι εάν οι τέσσερις αυτοί κατηγορούμενοι συνδέονται με την οργάνωση ΣΠΦ. Απάντησε, ότι κατά τη γνώμη του υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν αυτή τη σχέση. Σ’ αυτό το θέμα οργίασε με τις κατασκευές και τις εκτιμήσεις του, που δε βασίστηκαν σε πραγματικά στοιχεία, τα οποία να προέκυψαν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.
Κατά τον εισαγγελέα,οι αποφάσεις 4199/2011 και 5461/2012 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων (θυμίζουμε ότι είναι πρωτόδικες και όχι τελεσίδικες αποφάσεις) αναφέρονται σε αποτυπώματα και άλλα επιβαρυντικά στοιχεία, που καταδεικνύουν τη σύνδεση των τεσσάρων με τη ΣΠΦ. Για να διασκεδάσει τις άσχημες εντυπώσεις που δημιουργούνται από το γεγονός ότι επικαλείται στοιχεία από άλλες, μη τελεσίδικες υποθέσεις (τις χαρακτήρισε συναφείς) ο εισαγγελέας είπε: Δεν μπορεί να θεωρηθεί πως όσα λένε αυτές οι αποφάσεις είναι αληθή, ότι δηλαδή είναι ένοχοι, και ασφαλώς η σύνδεση των συγκεκριμένων κατηγορουμένων με την οργάνωση δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σ’ αυτές τις προϋπάρχουσες αποφάσεις. Αν ήταν έτσι, δε θα χρειάζονταν η παρούσα δίκη.Είναι όμως ένα στοιχείο και το αναφέρω.
Ετσι χτίζεται το καταδικαστικό σενάριο. Τον εισαγγελέα δεν τον ενδιαφέρει να αποδεχτεί αυτές τις αποφάσεις, ούτε θα μπορούσε να το κάνει, γιατί είναι πρωτόδικες. Τον ενδιαφέρει να τις παρουσιάσει σαν ένα σημαντικό στοιχείο και να το προσθέσει στ’ άλλα που επινόησε, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Θέτουμε το… αφελές ερώτημα: εάν δεν διαβάζονταν οι δύο αποφάσεις, θα μπορούσε να τις παρουσιάσει σαν επιβαρυντικό στοιχείο και πάνω σ’ αυτό να χτίσει το καταδικαστικό του σενάριος Δε θα μπορούσε, φυσικά. Γιατί και πώς διαβάστηκαν αυτές οι αποφάσεις είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο» και δεν αποτελεί αντικείμενο του ρεπορτάζ.
Ζηλεύοντας τον Χαρδαλιά, ο εισαγγελέας ξεδίπλωσε το δικό του σενάριο επιστημονικής φαντασίας, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό ίχνος σύνδεσης των τεσσάρων κατηγορούμενων με τη ΣΠΦ. Ανέφερε τα ονόματα των κατηγορούμενων εναντίον των οποίων είχαν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης. Συνέχισε λέγοντας ότι όλοι αυτοί, μετά τις 23 Σεπτέμβρη, εξαφανίστηκαν και προσπαθούσαν να καλυφθούν. Στο καπάκι, συνέδεσε αυτή την «εξαφάνιση» με το νοίκιασμα του σπιτιού στην οδό Πλάτωνος στην Καλλιθέα από τη μητέρα της Στ. Αντωνίου, στις 4 Οκτώβρη του 2009!
Από ποιo στοιχείο της ακροαματικής διαδικασίας προέκυψε ότι εξαφανίστηκαν αμέσως μετά τις 23 Σεπτέμβρη του 2009 και πότε ακριβώς; Από κανένα. Tα αποτυπώματα των κατηγορούμενων (όσων απ’ αυτούς) που βρέθηκαν στο σπίτι του Χαλανδρίου, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να γίνει καμιά ποινική αξιοποίησή τους, δεν ταυτοποιήθηκαν την επομένη της 23ης Σεπτέμβρη. Το ένταλμα σύλληψης του Αλ. Μητρούσια εκδόθηκε μετά τις 4 Οκτώβρη του 2009 που η μητέρα της Στ. Αντωνίου νοίκιασε το σπίτι στην Πλάτωνος 131 στην Καλλιθέα. Ακόμη, σύμφωνα με τα λεχθέντα από τον κατασκευαστή σεναρίων Χαρδαλιά στην ακροαματική διαδικασία, αργότερα εντόπισαν ότι ο Αλ. Μητρούσιας είχε μεταβιβάσει μια μηχανή στον Κ. Σακκά. Κατόπιν όλων αυτών, η σύνδεση της «εξαφάνισης» κάποιων από τους κατηγορούμενους με το νοίκιασμα του διαμερίσματος στην Πλάτωνος 131, που έκανε ο εισαγγελέας, είναι καθαρή κατασκευή. Δεν υπάρχει ίχνος σύνδεσης ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο.
Ο εισαγγελέας έχει αποδεχτεί το σαθρό κατηγορητήριο και κατά συνέπεια και την άποψη ότι οι τέσσερις αγωνιστές υπήρξαν μέλη της ΣΠΦ από την ίδρυσή της. Προκειμένου να στηρίξει αυτή την αυθαιρεσία και να την παρουσιάσει σαν δική του έρευνα, κατασκευάζει και στοιχεία. Ισχυρίστηκε ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα σε στοιχεία που περιλαμβάνονται στις δύο πρωτόδικες αποφάσεις και στο νοίκιασμα ενός συνηθισμένου απλού σπιτιού από τη μητέρα της Στ. Αντωνίου. Αντιλήφθηκε, όμως, ότι μόνο μ’ αυτά τα δήθεν στοιχεία δεν μπορεί να δέσει την κατηγορία της σύνδεσης των τεσσάρων κατηγορούμενων με τη ΣΠΦ και παραπέρα την ένταξή τους σ’ αυτή. Επρεπε ν’ ανακαλύψει και άλλα στοιχεία.
Αναφέρεται σε ίχνη DNA των κρατούμενων Γ. Νικολόπουλου, Μ. Νικολόπουλου και Δ. Μπολάνο, που εντοπίστηκαν σε κινητά αντικείμενα, όπως γάντια, κουκούλα φουλ φέις, ξανθό περουκίνι, που βρέθηκαν στο διαμέρισμα της Πλάτωνος 131. Τα λεγόμενα ίχνη DNA είναι μια νέα κατασκευή, την οποία ο εισαγγελέας εφαρμόζει σε πολλές περιπτώσεις, κι αυτό το παρουσιάζει ως νέο στοιχείο. Απέδειξε έτσι ότι είναι κακός μαθητής. Αδικα κουράστηκε η χημικός Ε,Κ, να τον βάλει στοιχειωδώς στον κόσμο του DNA. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής της ο εισαγγελέας υπέβαλε πολλές ερωτήσεις, μπορούμε να πούμε παιδαριώδεις, όχι γιατί είναι μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας, αλλά γιατί έπρεπε να στηρίξει τις εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών. Ομως ερωτήσεις για ίχνη DNA δεν υπέβαλε στην επιστήμονα. Σε ποια χρονική στιγμή, άραγε, έκανε ο εισαγγελέας την επιστημονική ανακάλυψη για ύπαρξη ιχνών DNA; Αυτή η «ανακάλυψη» είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, γιατί ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αλίμονο αν βγουν αποφάσεις Τριμελών ή Πενταμελών Εφετείων Κακουργημάτων, οι οποίες θα παραπέμπουν σε ευρεθέντα ίχνη DNA.
Ο εισαγγελέας είπε ότι ίχνη DNA της Αντωνίου βρέθηκαν δήθεν και στο διαμέρισμα της Πραξιτέλους. Μίλησε ακόμη για ύπαρξη αποτυπωμάτων σε κινητά αντικείμενα αναρχικών αγωνιστών που δήλωσαν ότι είναι μέλη της ΣΠΦ (τους κατονόμασε). Υστερα από την παράθεση όλων αυτών των υποτιθέμενων στοιχείων, κατέληξε, ότι οι Στ. Αντωνίου, Γ. Καραγιαννίδης, Αλ. Μητρούσιας και Κ. Σακκάς ήταν μέλη της οργάνωσης, ότι ξεκίνησαν μαζί και ο ένας επισκεπτόταν τον άλλον, κατασκευάζοντας έτσι ένα κακοφτιαγμένο σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Μέχρι πότε υπήρξαν μέλη οι τέσσερις, ήταν το ερώτημα που έθεσε στη συνέχεια στον εαυτό του. Ηταν μέχρι την 1η Νοέμβρη, που η ΣΠΦ αναβάθμισε τη δράση της, ή παρέμειναν και μετά; Προκειμένου απαντήσει επικαλέστηκε δύο πράγματα: Πρώτον, την ύπαρξη τριών επιστολών που βρέθηκαν στον Αλ. Μητούσια κατά την ημέρα της σύλληψής του, με αποδέκτες τον Χάρη, την Νίνα και τον Τάκη. Δεύτερον, τον ισχυρισμό του Χαρδαλιά ότι η παρακολούθηση των τεσσάρων αγωνιστών ξεκίνησε στις 15 Νοέμβρη του 2010. Διάβασε αποσπάσματα των επιστολών, σύνδεσε τους αποδέκτες με συγκεκριμένους κατηγορούμενους, εμφάνισε τον Αλ. Μητρούσια ως συμφωνούντα με το περιεχόμενο των επιστολών και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αλ. Μητρούσιας διαφώνησε με την αναβάθμιση της δράσης της ΣΠΦ και κάποια στιγμή αποχώρησε. Για την ποιότητα αυτών των συλλογισμών του εισαγγελέα θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Είναι συλλογισμοί «τραβηγμένοι από τα μαλλιά», στερούμενοι τεκμηρίωσης με πραγματικά γεγονότα.
Ο εισαγγελέας αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του Χαρδαλιά ότι οι παρακολουθήσεις των τεσσάρων αγωνιστών άρχισαν δήθεν στις 15 Νοέμβρη. Από κανένα στοιχείο της ακροαματικής διαδικασίας, όμως, δεν προέκυψε ότι από τότε άρχισε πράγματι η παρακολούθησή τους από τους αντιτρομοκρατικάριους. Αυτό έμεινε ανοιχτό. Ο εισαγγελέας πάτησε σ’ αυτή την κατασκευή του Χαρδαλιά και την προχώρησε παραπέρα ισχυριζόμενος ότι, αφού δεν προέκυψε καμία επαφή μεταξύ μελών της ΣΠΦ και των τεσσάρων, από τις 15 Νοέμβρη μέχρι τις 4 Δεκέμβρη του 2010 που συνελήφθησαν οι τέσσερις, σημαίνει ότι αυτοί αποχώρησαν από τη ΣΠΦ! Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει…
Δεν μπήκε στον κόπο να αναφέρει σε ποια ενέργεια της ΣΠΦ πήραν μέρος οι τέσσερις αγωνιστές από τις αρχές Γενάρη του 2009, που σύμφωνα μ’ αυτόν συγκροτήθηκε η ΣΠΦ, μέχρι την 1η Νοέμβρη του 2010, που την παρουσίασε ως χρονική στιγμή που αναβαθμίστηκε η δράση της οργάνωσης και προκάλεσε τη διαφωνία και την αποχώρηση των τεσσάρων.
Ο εισαγγελέας κατέληξε, ότι οι Στ. Αντωνίου, Γ. Καραγιαννίδης, Αλ. Μητρούσιας και Κ. Σακκάς υπήρξαν σίγουρα μέλη της ΣΠΦ μέχρι την1η Νοέμβρη του 2010. Προσέθεσε ότι έχει αμφιβολίες για το αν αποχώρησαν πριν ή λίγο μετά την 1η Νοέμβρη του 2010, δηλαδή για το αν πήραν μέρος στην αποστολή των βομβοδεμάτων. Οι αμφιβολίες είναι υπέρ των κατηγορούμενων, είπε. Ετσι, πέταξε το μπαλάκι στο τρομοδικείο να αποφασίσει αν θα τους καταδικάσει και για κατοχή και κατασκευή των 14 βομβοδεμάτων κατά συρροή, σε συνδυασμό με την επιβαρυντική περίσταση του 187Α.
Για τον κατηγορούμενο Θ. Μαυρόπουλο υιοθέτησε πλήρως το κατηγορητήριο και στάθηκε με έμφαση σε κάποιες δηλώσεις του, προμηνύοντας ότι θα είναι πολύ σκληρός όταν ανοίξει στο τρομοδκείο η συζήτηση για το ύψος των ποινών.
Πρότεινε, τέλος, την απαλλαγή του Κ. Παπαδόπουλου από την κατηγορία της συμμετοχής στην οργάνωση. Κατά τη γνώμη μας, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αλλωστε, είναι πάγια τακτική των τρομοδικείων να αθωώνουν και κανέναν, αναζητώντας σ’ αυτό άλλοθι δικαιότητας.
Ο εισαγγελέας Σ. Μπάγιας υπήρξε βαριά καταδικαστικός, ρετουσάροντας ταυτόχρονα το κατηγορητήριο. Επεδίωξε, εκτός των άλλων, να ακυρώσει την έως τώρα νομολογία για το χαρακτηρισμό των εκρήξεων (π.χ. απόφαση του τρομοδικέιου για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα). Με τον χαρακτηρισμό της κατοχής και κατασκευής των βομβοδεμάτων, όπως και των εκρήξεων, ως αδικήματα κατά συρροή και όχι κατ’ εξακολούθηση, με την αποδοχή του χαρακτηρισμού της οπλοκατοχής ως διακεκριμένης (όπως είναι στο σαθρό κατηγορητήριο) και με την ενοχοποίηση όλων των κατηγορούμενων με την κατηγορία της διακεκριμένης οπλοκατοχής και όχι μόνο αυτών που είχαν κλειδιά από τις γιάφκες, επέδειξε ένα σκληρό τιμωρητικό πρόσωπο, το οποίο δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το δευτερεύουσας σημασίας (ασήμαντο στην πράξη, όπως είδαμε) ρετουσάρισμα του κατηγορητήριου.
Εντύπωση προκάλεσε η απουσία του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Π. Μαντούβαλου και στις δύο συνεδριάσεις που αγόρευσε ο εισαγγελέας, όπως και το ότι η δεν γνώριζε εάν θα αγορεύσει τελικά η πολιτική αγωγή. Η επόμενη συνεδρίαση ορίστηκε για την Πέμπτη 25 Σεπτέμβρη, ως συνεδρίαση που θα αγορεύσει η πολιτική αγωγή.