«Ου δύνασθε δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Κρατιούνται δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη;». «Και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ». «Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο». Αυτά και άλλα παρόμοια –δικής μας έμπνευσης– γνωμικά στροφογύριζαν στο μυαλό μας καθώς παρακολουθούσαμε την εκτεταμένη και καλά συγκροτημένη αγόρευση του Αντώνη Λιόγα, τακτικού εισαγγελέα του τρομοδικείου που δικάζει την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα. Ο κ. Λιόγας προσπάθησε να προσδώσει δικαιοφάνεια στις προτάσεις του προς το δικαστήριο και σ’ αυτή του την προσπάθεια δεν παρέλειψε εισαγωγικά ν’ αναφερθεί και στην «Κόντρα», εκφράζοντας την ενόχλησή του από την αρθρογραφία μας. Γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε στο τέλος, γιατί εκείνο που έχει σημασία δεν είναι ο οιονεί διάλογος μεταξύ «Κ» και εισαγγελέα, αλλά η ουσία της πρότασής του, που θα μπορούσε ν’ αποδοθεί με την ιστορική φράση του Βίσμαρκ: «Σιδερένια γροθιά σε βελούδινο γάντι».
Εχουμε πολλές φορές σημειώσει (επιχειρηματολογώντας αναλυτικά επ’ αυτού), ότι από ποινική άποψη τα βασικά επίδικα αυτής της πολιτικής δίκης είναι τρία. Πρώτο, θα θεωρηθούν ως μέλη του ΕΑ οι Κορτέσης, Σταθόπουλος, Νικητόπουλος και Κάτσενος, χωρίς να υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο γι’ αυτό; Θα έχουμε, δηλαδή, μια απόφαση που απλώς θα δέχεται το σενάριο που κατασκεύασε η Αντιτρομοκρατική και το οποίο τόσο κακότεχνα παρουσίασε ο αρμόδιος τμηματάρχης (νυν υποδιοικητής) της Κ. Παπαθανασάκης; Δεύτερο, θα αποδοθεί «διευθυντικός» ρόλος στους Μαζιώτη, Ρούπα, Γουρνά, που ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής τους στον ΕΑ, όπως θέλει το κατηγορητήριο; Τρίτο, θα εφαρμοστεί και πάλι η ναζιστική λογική της συλλογικής ευθύνης, καταδικάζοντας τα μέλη του ΕΑ και για συμμετοχή στις ενέργειες της οργάνωσης, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο (ούτε καν υπόδειξη της Αντιτρομοκρατικής);
Η εμμονή μας σ’ αυτά τα τρία βασικά επίδικα είναι που ενόχλησε τον εισαγγελέα, γι’ αυτό και μας έκανε την τιμή να αναφερθεί σε μας εισαγωγικά. Ηθελε να σκορπίσει λίγο καπνό παραλλαγής, διότι –όπως θα δούμε στη συνέχεια– ο κ. Λιόγας στα δύο απ’ αυτά τα τρία επίδικα απάντησε σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ενώ απέρριψε μόνο το «διευθυντιλίκι», σε μια προσπάθεια να προσδώσει δικαιοφάνεια στην πρότασή του. Αυτό το επεδίωξε και με άλλες επιμέρους προτάσεις του, μέσω των οποίων προσπάθησε να «σουλουπώσει» τις πιο κραυγαλαίες (σε ορισμένα σημεία και γελοίες) πλευρές του παραπεμπτικού βουλεύματος. Ετσι, εμφανίστηκε σαν να κάνει μια ήπια πρόταση, με σεβασμό στους κανόνες του ισχύοντος δικαίου.
Μάλιστα, για να ενισχύσει τη δικαιοφάνεια, ακολούθησε μια επικοινωνιακά έξυπνη τακτική στην εισήγησή του. Αντί να μιλήσει κατευθείαν για τους κατηγορούμενους, μίλησε για τις ενέργειες του ΕΑ (χωρίς να τον απασχολεί ποιοι είναι οι δράστες) και έκανε κάποιες διορθώσεις στο κατηγορητήριο, που δημιουργούσαν μια a priori δικαιοφάνεια. Για παράδειγμα, υποστήριξε πως δεν υπήρχε ανθρωποκτόνος πρόθεση στην επίθεση στο ΑΤ Ν. Ιωνίας, επικαλούμενος και την κατάθεση του αστυνομικού-σκοπού, που είχε πει πως αν ήθελαν να τον σκοτώσουν μπορούσαν να το κάνουν. Υποστήριξε ότι δεν υπήρχε ανθρωποκτόνος πρόθεση στη διπλή βομβιστική επίθεση στα δικαστήρια της Ευελπίδων, διότι ο αστυνομικός που τραυματίστηκε βρέθηκε τυχαία εκεί. Το ίδιο υποστήριξε για την βόμβα ενάντια σε αστυνομική αυτοκινητοπομπή στην Πέτρου Ράλλη ή για την ματαιωθείσα απόπειρα κατά Βουλγαράκη, για την οποία ζήτησε απαλλαγή από την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Ακόμη και για το χτύπημα με Καλάζνικοφ κλούβας των ΜΑΤ στου Ζωγράφου, μολονότι ο ΕΑ έγραψε στην προκήρυξή του ότι οι μπάτσοι στάθηκαν τυχεροί, ο εισαγγελέας ζήτησε την απάλειψη των αποπειρών ανθρωποκτονίας, υποστηρίζοντας πως αν η οργάνωση ήθελε να σκοτώσει είχε μπροστά της έναν τεράστιο στόχο και μπορούσε να χτυπήσει στα τζάμια και όχι χαμηλά. Οσο γι’ αυτά που έγραφε η προκήρυξη, θεώρησε πως επρόκειτο για υπερβολές προκειμένου να τρομοκρατήσει η οργάνωση το αστυνομικό σώμα.
Σημειώνουμε, πως υπήρχαν ήδη τρεις «καραμπινάτες» απόπειρες ανθρωποκτονίας, στην επίθεση κατά των ΜΑΤ στο υπουργείο Πολιτισμού στα Εξάρχεια, οπότε ο εισαγγελέας είχε όλη την άνεση να αφαιρέσει εκείνες που δεν προέκυπταν με τίποτα. Από άποψη ποινικού βάρους δε θα προσέθεταν τίποτα, εκτός από μερικές δεκάδες χρόνια φυλακή, που θα αθροίζονταν στο ανώτατο όριο της συγχώνευσης.
Μ’ αυτές τις διορθώσεις και με την απαλλακτική πρόταση για το «διευθυντικό» ρόλο των τριών μελών του ΕΑ, την οποία μάλιστα φρόντισε να τονίσει ιδιαίτερα, λέγοντας πως ο «διευθυντικός» ρόλος οδηγεί στην ηθική αυτουργία και είναι γνωστό πως ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται όπως ο φυσικός αυτουργός (άρα: δείτε πόσο δίκαιος και ήπιος είμαι), ο εισαγγελέας προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση της απροκατάληπτης κρίσης, της έλλειψης κάθε φανατισμού εκ μέρους του και του σεβασμού στους κανόνες του ισχύοντος δικαίου. Αλλο σεβασμός στους κανόνες του ισχύοντος δικαίου, όμως, και άλλο δικαιοφάνεια. ‘Η, για να το πούμε διαφορετικά, δεν έχει και τόση σημασία να διορθώνεις κάποιες δευτερεύουσες πλευρές (και να το επιδεικνύεις, μάλιστα), όταν στις βασικές πλευρές αποδέχεσαι πλήρως μια κατηγορία παντελώς αστήρικτη, που βασίζεται σ’ ένα σενάριο των διωκτικών μηχανισμών. Σε τελευταία ανάλυση, από πρακτική άποψη το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Ισως αντιτείνει κάποιος, πως η εισαγγελική πρόταση θα μπορούσε να είναι πιο σκληρή. Δεν αντιλέγουμε, όμως αυτή η λογική παράγει συνειρμούς για «τακτική του Χότζα». Δημιουργώ την απειλή με τα πολλά, ώστε στο τέλος να είναι όλοι ικανοποιημένοι με τα λίγα. Οταν, όμως, πρόκειται για την ελευθερία κάποιων ανθρώπων, σημασία καταρχήν δεν έχουν τα πολλά ή τα λίγα, αλλά το δίκιο ή το άδικο.
Η δικαστική μου συνείδηση είναι το μοναδικό αφεντικό μου και ο μοναδικός οδηγός στην κρίση που θα εκφέρω, είπε εισαγωγικά ο εισαγγελέας, απαντώντας στις κατηγορίες που έχει δεχτεί από τα μέλη του ΕΑ. Εν προκειμένω, όμως, δεν ταιριάζει το πιραντελικό «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Οι αυτάρεσκοι ισχυρισμοί δεν αρκούν. Πρέπει να υποβάλλονται στη βάσανο της κριτικής κι εκεί να φανεί αν αντέχουν. Μπορεί ο κ. Λιόγας να θεωρεί ότι κατέβαλε προσπάθεια να είναι δίκαιος. Πολλές φορές κάποιος δεν εξομολογείται την αλήθεια ούτε στον ίδιο τον εαυτό του. Οταν, όμως, ο εισαγγελέας αποδέχεται άκριτα το κινηματογραφικού τύπου σενάριο της Αντιτρομοκρατικής για τους Κορτέση-Σταθόπουλο-Νικητόπουλο-Κάτσενο και όταν ζητά την καταδίκη των Μαζιώτη-Ρούπα-Γουρνά με βάση τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης, για ποια δικαιότητα ή ηπιότητα μπορεί να γίνει λόγος; Μπορεί «από πάνω» να ζητούσαν περισσότερα, όμως ο εισαγγελέας δε θα κριθεί από τη σχέση του με τους «από πάνω», που δεν γνωρίζουμε κιόλας πώς ακριβώς αναπτύσσεται, αλλά από τη σχέση του με την αλήθεια που εδώ και ενάμιση χρόνο έχει περάσει μπροστά από τα μάτια όλων όσων παρακολουθήσαμε ανελλιπώς αυτή τη δίκη.
Για τον εισαγγελέα, όμως, αλήθεια ήταν το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής, όπως το παρουσίασε ο Παπαθανασάκης! Ο ίδιος προσπάθησε να το σουλουπώσει κάπως, να το κάνει πιο αληθοφανές και με κάποιον ειρμό, πρώτον, γιατί είναι πιο έξυπνος, πιο μορφωμένος και καλύτερος χειριστής του λόγου από έναν «πεζοδρομιακό» ασφαλίτη και, δεύτερον, γιατί είχε την άνεση του μονολόγου, εν αντιθέσει προς τον Παπαθανασάκη, ο οποίος όφειλε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης (τότε ήταν που κατέρρευσε). Εστω και σουλουπωμένο, όμως, ένα σενάριο δεν παύει να είναι σενάριο. Και σε ορισμένα σημεία μπάζει, όπως μπάζουν κάτι χολιγουντιανές ταινίες γεμάτες απιθανότητες. Δε συναντήθηκαν σε καφετέρια, είπε ο εισαγγελέας, αλλά σε αλσύλιο. Γνωρίζει, ασφαλώς, γιατί ειπώθηκε κατά κόρον, ότι το αλσύλιο της Καισαριανής έχει μια καφετέρια μέσα κι εκεί συναντήθηκαν για καφέ κάποιοι από τους κατηγορούμενους, όμως αν το έλεγε αυτό θα αδυνάτιζε το σενάριο, γι’ αυτό και ο εισαγγελέας επιστράτευσε ένα… ψεματάκι. Το χαρτάκι που είχε ο Σταθόπουλος μ’ έναν αριθμό τηλεφώνου κι ένα ΧΡ ήταν οπωσδήποτε του Κορτέση (Χριστόφορος!) κι ας μη βρέθηκε ποτέ πάνω στον Κορτέση το κινητό αυτό. Η συνάντηση των… συνωμοτών στο σπίτι του Σταθόπουλου συνέβη, όπως την περιέγραψε ο Παπαθανασάκης. Το γεγονός ότι ο Κορτέσης φέρεται να βγαίνει δυο φορές από το σπίτι, αλλά να μπαίνει μία (!) ουδόλως απασχόλησε τον εισαγγελέα. Ακόμη και η μετάβαση του Σταθόπουλου στον Υμηττό για… σκοποβολή συνέβη. Το γεγονός ότι τον φέρουν να… ασκείται μια μέρα κατά την οποία ήταν ήδη κρατούμενος δεν έχει σημασία. Πρόκειται για λάθος του αστυνομικού συντάκτη της αναφοράς, ο οποίος αναρμοδίως έγραψε κάτι που δεν ήξερε, είπε ο εισαγγελέας και μας άφησε κάγκελο!
Είναι αυτό αναζήτηση της αλήθειας, κ. Λιόγα; Αλήθεια, γιατί δεν ζητήσατε να κληθεί ο ασφαλίτης που συνέταξε την αναφορά και να εξεταστεί ως μάρτυρας; Γιατί δέχεστε ως απόλυτη αλήθεια όσα κατέθεσε ο Παπαθανασάκης, ο οποίος αρνήθηκε να κατονομάσει έστω και έναν από τους δεκάδες υφισταμένους του, ώστε να κληθεί να καταθέσει αυτός που έκανε την παρακολούθηση και όχι ο Παπαθανασάκης που εκ των υστέρων έφτιαξε το σενάριο; Δεν αποτελεί, ειδικά αυτό, απόλυτο κουρέλιασμα στοιχειωδών κανόνων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας;
Ο εισαγγελέας αντιλήφθηκε ότι το σενάριο Παπαθανασάκη από μόνο του έμπαζε. Δεν ήταν πειστικό. Γι’ αυτό και αποφάσισε να γίνει συνσεναριογράφος, φτιάχνοντας ένα «ριμέικ», πιο ελκυστικό. Ατύχησε πολλαπλώς, όμως. Το μόνο που κατάφερε ήταν να εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Διαβάστε μερικά από τα πρόσθετα «επιχειρήματα» με τα οποία «θεμελίωσε» την ενοχή των Κορτέση-Σταθόπουλου-Νικητόπουλου-Κάτσενου:
Ο Κορτέσης είχε στο σπίτι του πολλά βιβλία (απ’ αυτά που κυκλοφορούν νόμιμα) που δείχνουν ότι τον ενδιαφέρει ο ένοπλος αγώνας! Ο Κορτέσης είχε εφημερίδες με προκηρύξεις του ΕΑ και με άρθρα σχετικά με τον ΕΑ και είναι γνωστό πως, ενώ τις εφημερίδες τις πετάμε μόλις τις διαβάσουμε, κρατάμε μόνον αυτές που μας ενδιαφέρουν προσωπικά! Είχε και συσκευή παραλλαγής φωνής, ανεξάρτητα αν αυτή ήταν παιδικό παιχνίδι που μιμούνταν φωνές καρτούν!
Ο Νικητόπουλος είχε πλήθος χειρογράφων, μεταξύ των οποίων αναγνωρίστηκε και ο γραφικός χαρακτήρας της Αγγελικής Σωτηροπούλου! Στον δε ηλεκτρονικό υπολογιστή του σπιτιού του υπήρχαν πρακτικά από τη δίκη της 17Ν! Το ότι όλ’ αυτά ήταν της μητέρας του δεν έχει σημασία. Αλλά και του Σαράντου να ήταν, τι μ’ αυτό; Οσο για την αποκριάτικη περούκα, δεν ήταν αθώα, γιατί τέτοια περούκα βρέθηκε και σε μια γιάφκα του ΕΑ!
Ο Κάτσενος είχε επίσης πολλά βιβλία που δείχνουν ότι τον ενδιαφέρει ο ένοπλος αγώνας. Ασε που είχε και ένα εγχειρίδιο με νομικές συμβουλές για περίπτωση σύλληψης! Το πιο σοβαρό είναι ότι εξαφανίστηκε, μολονότι γνώριζε ότι αυτό ισοδυναμούσε με έμμεση ομολογία. Εμφανίστηκε, δε, όταν είχε κλείσει η ανάκριση και θεώρησε ότι μπορεί να διεκδικήσει την απαλλαγή του! Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει…
Κύριε εισαγγελέα, αν έρθετε στο δικό μας σπίτι, θα βρείτε περισσότερα βιβλία και περισσότερες εφημερίδες με θέματα για τον ένοπλο αγώνα. Σχεδόν ό,τι έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία σαράντα χρόνια (μαζί με πολλά άλλα βιβλία, βέβαια, πολιτικά, λογοτεχνικά, θεατρικά, επιστημονικά). Θα βρείτε, επίσης, αποκριάτικες περούκες, γιατί τυχαίνει να έχουμε και παιδιά. Αν μάλιστα ψάξετε τον υπολογιστή μας και τους εξωτερικούς σκληρούς μας δίσκους, και πρακτικά από τη δίκη της 17Ν θα βρείτε και αποθηκευμένες προκηρύξεις ένοπλων οργανώσεων και πολλά άλλα «ύποπτα» (σύμφωνα με τη λογική σας). Επειδή, μάλιστα, με τη μητέρα του Νικητόπουλου συνυπήρξαμε για χρόνια στις Κινήσεις Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους, υπάρχει και δικό μας χειρόγραφο σημείωμα στα χαρτιά που κατέσχεσε η Αντιτρομοκρατική από το σπίτι της.
Επειδή δεν θέλουμε να αδικήσουμε τον κ. Λιόγα, σπεύδουμε να σημειώσουμε ότι ο ίδιος διευκρίνισε, πως από μόνα τους όλ’ αυτά δε θα μπορούσαν να σταθούν πέρα από το επίπεδο των ενδείξεων, όμως σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποκτούν την ισχύ αποδείξεων! Ποια είναι τα υπόλοιπα; Το σενάριο του Παπαθανασάκη, το οποίο ο εισαγγελέας «κατάπιε αμάσητο». Οχι μόνο δεν το αμφισβήτησε σε τίποτα, αλλά προσπάθησε να το βελτιώσει με εξίσου κακότεχνο τρόπο.
Ο εισαγγελέας έκανε αναφορά και στο τεκμήριο αθωότητας, το οποίο όμως, αμέσως μετά, φρόντισε να αντικαταστήσει με δύο τεκμήρια ενοχής. Το ένα έχει να κάνει με τις περιβόητες υποκλοπές. Η Αντιτρομοκρατική δεν τόλμησε να βάλει ονοματεπώνυμα στις απομαγνητοφωνήσεις, όμως ο εισαγγελέας έβαλε! Κι αφού διάβασε επιλεκτικά ό,τι βόλευε το σενάριο, έσπευσε να χαρακτηρίσει «παράλογη και αντιφατική συμπεριφορά» την άρνηση των κατηγορούμενων και των υπερασπιστών τους ν’ ακουστούν τα DVD. Αυτή υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης η μεγαλύτερη εμμονή του κ. Λιόγα. Κι ας απέρριψε το δικαστήριο την πρότασή του. Γιατί, όμως, η Αντιτρομοκρατική, που είχε στα χέρια της τους κατηγορούμενους και τους ανέκρινε, δεν κατέγραψε τη φωνή τους και δεν έκανε πραγματογνωμοσύνη σύγκρισης με τις υποκλοπές; Πώς θ’ αποδειχτεί, χωρίς πραγματογνωμοσύνη, ποιοι συνομιλούν; Δεν μετέτρεψε ο κ. Λιόγας το τεκμήριο αθωότητας σε τεκμήριο ενοχής, μόνο και μόνο επειδή το σενάριό του στηριζόταν στις υποκλοπές; Το ερώτημα, πλέον, είναι αν και το δικαστήριο θ’ ακολουθήσει την ίδια ρότα.
Το δεύτερο τεκμήριο ενοχής είναι η άρνηση των κατηγορούμενων να δώσουν DNA. Μολονότι ο κ. Λιόγας δήλωσε ότι διαφωνεί με τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παίρνεται δείγμα DNA με τη βία, υποστηρίζοντας μια κατά κάποιον τρόπο φιλελεύθερη άποψη, έσβησε κάθε θετική εντύπωση, όταν αμέσως μετά υποστήριξε ότι η άρνηση (να δώσει δείγμα DNA) αποτελεί τεκμήριο σε βάρος του αρνούμενου, διότι οι αρχές και οι αξίες του καθενός δεν μπορούν να οδηγούν ένα ολόκληρο δικονομικό σύστημα σε παράλυση!!!
Στην προσπάθειά του να υποστηρίξει μια πρόταση ενοχής, που ήξερε πολύ καλά ότι δεν στέκει με τίποτα, ο εισαγγελέας διέπραξε και μια απρέπεια. Αναφέρθηκε στον σχολιασμό της κατάθεσης Παπαθανασάκη από την Π. Ρούπα, κατά τον οποίο η τελευταία είπε πως αν υπήρχαν στοιχεία η Μαρί Μπεραχά δε θα ήταν εδώ. Το θεώρησε αυτό ο εισαγγελέας ως ενισχυτικό υπέρ της αθωότητας Μπεραχά, την οποία πρότεινε. Και σωστά το θεώρησε. Μολονότι, όμως, επεσήμανε, ότι στη συνέχεια τα τρία μέλη του ΕΑ αναφέρθηκαν στην αθωότητα και των άλλων κατηγορούμενων, το προσπέρασε σαν να μην υπήρχε. Γιατί κ. Λιόγα; Γιατί προσπεράσατε τις τοποθετήσεις των μελών του ΕΑ υπέρ της αθωότητας των υπόλοιπων κατηγορούμενων; Γιατί προσπεράσατε το «παράπλευρες απώλειες» του Κ. Γουρνά; Γιατί δεν τον ρωτήσατε κάτι σχετικό, όταν «απολογούνταν» ενώπιόν σας; Προς τι αυτή η τόσο εξόφθαλμη επιλεκτικότητα; Γιατί παίρνετε ό,τι βολεύει κάποιο συλλογισμό σας και αφήνετε ό,τι δεν βολεύει άλλους συλλογισμούς σας;
Νομίζουμε, όμως, πως τη μεγαλύτερη απόδειξη του ότι ο εισαγγελέας υπάκουσε σε πολιτικές σκοπιμότητες προτείνοντας την ενοχή των Κορτέση-Σταθόπουλου-Νικητόπουλου-Κάτσενου αποτελεί το γεγονός ότι πρότεινε την ενοχή τους μόνο για «ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση». Το γεγονός ότι τους διαχώρισε από τα τρία μέλη του ΕΑ. Ηταν σαν να έλεγε: Δεν μπορώ να διαψεύσω το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής, αυτό με ξεπερνά, με φέρνει σε σύγκρουση με τους «από πάνω». Πάρτε την ενοχή μόνο για «ένταξη» και να είστε ευχαριστημένοι (και εγώ με τη συνείδησή μου). Οταν, όμως, η αλήθεια συνθλίβεται στις μυλόπετρες της πολιτικής σκοπιμότητας, για ποια τήρηση των κανόνων του ισχύοντος δικαίου μπορεί να γίνεται λόγος;
Για τη Μαρί Μπεραχά, όπως ήδη αναφέραμε, ο εισαγγελέας πρότεινε αθώωση. Θα περιμέναμε, όμως, μεγαλύτερη γενναιότητα, έστω σ’ αυτό. Γιατί «λόγω αμφιβολιών» και όχι μια καθαρά αθωωτική απόφαση «διότι δεν απεδείχθη»; Την απάντηση μας την έδωσε, εμμέσως πλην σαφώς, ο ίδιος ο εισαγγελέας. Επρεπε να υπερασπιστεί και πάλι τον αστυνομικό μηχανισμό και ιδιαίτερα εκείνο το τμήμα του που παράγει ενοχοποιητικά στοιχεία με το DNA. Καρφώθηκε ο κ. Λιόγας, αναπέμποντας ύμνους προς τους «έμπειρους επιστήμονες» της ΓΑΔΑ, οι οποίοι δεν μπορεί να μην είναι σωστοί, όταν ξέρουν πως από τη δουλειά τους εξαρτάται η ελευθερία ενός ανθρώπου! Τα πνιχτά γέλια του ακροατήριου ήταν η καλύτερη απάντηση στον εισαγγελικό ύμνο. Οσο για τους πραγματικά σοβαρούς επιστήμονες, αυτούς που κατέθεσαν ως μάρτυρες στη δίκη, ο εισαγγελέας φρόντισε να υποβαθμίσει τις εμπεριστατωμένες τοποθετήσεις τους, λέγοντας ότι ανέδειξαν δευτερεύοντα σημεία. Εν προκειμένω, θα του θυμίσουμε ότι ήταν ο ίδιος που έμεινε άφωνος από την κατάθεση της πρώτης επιστήμονος που κατέθεσε και έκανε πρόταση να κληθεί ο «βιολόγος» της Ασφάλειας για να εξεταστούν κατ’ αντιπαράσταση (την απέρριψε ο πρόεδρος που κατάλαβε –όπως σημειώναμε τότε– ότι η συγκεκριμένη επιστήμων θα έκανε σκόνη τον «βιολόγο» της ΓΑΔΑ).
Και φτάνουμε στα τρία μέλη του ΕΑ. Για να δείξει εικόνα δικαιότητας και ηπιότητας (αυτό που ονομάσαμε δικαιοφάνεια), ο εισαγγελέας ακολούθησε μια μέθοδο παρουσίασης που προσιδίαζε με την εις άτοπον επαγωγή των Μαθηματικών. Δέχτηκε ότι φυσική παρουσία σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες του ΕΑ δεν προέκυψε για κανέναν από τους εφτά κατηγορούμενους. Αρα, δεν υπάρχει άμεση συνέργεια ή συναυτουργία. Απομένουν η ηθική αυτουργία και η απλή συνέργεια. Αφού δεν προέκυψε «διευθυντικός» ρόλος, δεν υπάρχει ηθική αυτουργία. Δεν είναι προαπαιτούμενο, βέβαια, η «διεύθυνση», αλλά εδώ δεν ξέρουμε τους φυσικούς αυτουργούς και δεν ξέρουμε τη βούλησή τους, οπότε πώς να μιλήσουμε για ηθικούς αυτουργούς. Τι μένει; Μένει η απλή συνέργεια σε όλες τις πράξεις, με την οποία πρέπει να φορτώσουμε τους Μαζιώτη-Ρούπα-Γουρνά! Τόσο απλά. Οπερ έδει δείξαι…
Και πώς προκύπτει η απλή συνέργεια σε όλες τις ενέργειες του ΕΑ; Αντί να πει ευθέως, με την ευθύνη αυτού που δικάζει πολιτικούς αντιπάλους, ότι «δεν μπορώ να τους αφήσω να φύγουν με μια ποινή το πολύ δέκα ετών», ο εισαγγελέας κατέφυγε σε επιχειρήματα του τύπου: Δεν μπορώ να διανοηθώ τον ΕΑ σε δράση και τον Μαζιώτη σπίτι του! Δεν μπορώ να ξεχάσω τις πολύωρες παρεμβάσεις των κατηγορούμενων μελών του ΕΑ υπέρ των ενεργειών της οργάνωσης και την υπερηφάνεια με την οποία τις υπερασπίζονταν! Ουδέποτε αρνήθηκαν ρητά τη συμμετοχή τους, μόνο έλεγαν «αποδείξτε το»! Αυτά αποτελούν έμμεση παραδοχή της συμμετοχής στις ενέργειες, αόριστη μεν, αλλά παραδοχή.
Εμπειρος εισαγγελέας είναι ο κ. Λιόγας, γι’ αυτό και ήξερε ότι αυτά δεν μπορούν να σταθούν ως «αποδείξεις», ακόμα κι αν η «αρχή της ηθικής απόδειξης» τραβηχτεί στα άκρα και μετατραπεί σε αρχή της απόλυτης αυθαιρεσίας. Επρεπε να βάλει και μερικά ακόμη «επιχειρήματα» στο πακέτο. Να περιλαμβάνει και μερικά νομικά, βρε αδερφέ. Δεν δυσκολεύτηκε να τα επινοήσει. Ο ΕΑ ήταν αντιιεραρχική οργάνωση, άρα οι τρεις συμμετείχαν στη λήψη των αποφάσεων, όπως προκύπτει από το πάθος με το οποίο υπερασπίστηκαν τις ενέργειες της οργάνωσης. Δεν ήταν τυχαίοι, ήταν πρότυπα για τους νεότερους.
Η συναπόφαση δεν είναι ποινικά αδιάφορη, αλλά ενίσχυσε τη βούληση όσων έδρασαν στις ενέργειες! Επίσης, είχαν κλειδιά από όλες τις γιάφκες, ήταν κάτοχοι των χώρων, των όπλων και των πυρομαχικών που έπαιρναν οι φυσικοί αυτουργοί, άρα συνέδραμαν υλικά. Ηταν σημαντικό για τους φυσικούς αυτουργούς να ξέρουν ότι πίσω υπήρχαν άτομα ικανά να γράψουν την προκήρυξη. Ηταν επίσης σημαντικό να γνωρίζουν οι φυσικοί αυτουργοί πως αν κάτι πήγαινε στραβά, θα είχαν καταφύγια για να κρυφτούν. Αρα, υπήρχε και ψυχική συνδρομή. Ετσι, μ’ αυτούς τους απίθανους λογικούς ακροβατισμούς, που πήραν τη θέση των ανύπαρκτων αποδείξεων, τακτοποιήθηκε η πρόταση ενοχής.
Η συναπόφαση δεν είναι ποινικά αδιάφορη, αλλά ενίσχυσε τη βούληση όσων έδρασαν στις ενέργειες! Επίσης, είχαν κλειδιά από όλες τις γιάφκες, ήταν κάτοχοι των χώρων, των όπλων και των πυρομαχικών που έπαιρναν οι φυσικοί αυτουργοί, άρα συνέδραμαν υλικά. Ηταν σημαντικό για τους φυσικούς αυτουργούς να ξέρουν ότι πίσω υπήρχαν άτομα ικανά να γράψουν την προκήρυξη. Ηταν επίσης σημαντικό να γνωρίζουν οι φυσικοί αυτουργοί πως αν κάτι πήγαινε στραβά, θα είχαν καταφύγια για να κρυφτούν. Αρα, υπήρχε και ψυχική συνδρομή. Ετσι, μ’ αυτούς τους απίθανους λογικούς ακροβατισμούς, που πήραν τη θέση των ανύπαρκτων αποδείξεων, τακτοποιήθηκε η πρόταση ενοχής.
Κύριε Λιόγα, άδικα κουραστήκατε. Δεν κάνατε τίποτ’ άλλο από το να επαναλάβετε την απόφαση της πρώτης δίκης του ΕΛΑ, που εφάρμοσε τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης (ένοχοι όλοι για όλα ως απλοί συνεργοί). Υπάρχουν, όμως, και δυο άλλες αποφάσεις, μια πρωτόδικη και μια δευτέρου βαθμού και τελεσίδικη, που αρνήθηκαν να εφαρμόσουν αυτή τη λογική και αποφάνθηκαν ότι ο Χρ. Τσιγαρίδας, μέλος του ΕΛΑ, δεν μπορεί να καταδικαστεί για τις ενέργειες της οργάνωσης, γιατί δεν υπάρχει καμιά απόδειξη για το αν και πώς συμμετείχε σ’ αυτές και σε ποιες συμμετείχε. Είμαστε σίγουροι ότι οι πολύ καλοί νομικοί παραστάτες των κατηγορούμενων θα τ’ αναλύσουν εκτενώς όλ’ αυτά. Εμείς απλά σημειώνουμε την ταύτιση της σημερινής εισαγγελικής πρότασης για τα τρία μέλη του ΕΑ με τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης, η οποία έχει μεν απορριφθεί τελεσίδικα στη δίκη του ΕΛΑ, όμως βρυκολακιάζει στις σημερινές τρομοδίκες.
Ιδεολογική αντιπαράθεση
Εισαγωγικά ο εισαγγελέας, αφήνοντας αιχμές για τις καταδικαστικές αποφάσεις για 17Ν και ΕΛΑ, που αφιέρωσαν εκατοντάδες σελίδες στην ανάλυση του φαινομένου της «τρομοκρατίας», το οποίο χαρακτήρισε πολιτικό φαινόμενο, δήλωσε ότι ο ίδιος δεν θα κάνει πολιτικό και ιδεολογικό σχολιασμό, γιατί δεν θέλει να επηρεαστεί στην κρίση του από τις απόψεις που έχει ο ίδιος ως πολίτης. Αφησε μεν τις κρίσεις στον ιστορικό του μέλλοντος, όπως είπε, δεν παρέλειψε όμως να βγάλει ένα λογύδριο υπέρ της αστικής δημοκρατίας, αναγορεύοντας τον δικαστικό μηχανισμό σε όργανο της λαϊκής βούλησης, αφού δικάζει με βάση τους νόμους που ψηφίζει η εκλεγμένη Βουλή (κ. Λιόγα, υπήρξαν και εποχές που συνάδελφοί σας δίκαζαν με βάση νόμους της χούντας ή στελέχωναν έκτακτα στρατοδικεία που έστελναν στο απόσπασμα τον ανθό του ελληνικού λαού – και δεν είχε κανένα πρόβλημα το σώμα σας μ’ αυτό). Ρώτησε, λοιπόν, με ρητορικό τρόπο, αν οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα να παραβιάζουν τους νόμους επειδή διαφωνούν, να γίνονται αυτόκλητοι προστάτες και να επιδιώκουν τη βίαιη επιβολή των απόψεών τους, ακόμη κι αν τα κίνητρά τους είναι ευγενέστατα.
Δε θα σχολιάσουμε αυτές τις απόψεις, γιατί ο χώρος δεν το επιτρέπει. Είναι γνωστή, άλλωστε, η άποψή μας για την αστική δημοκρατία, για το δικαίωμα της αντίστασης και για την πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση (και) της ένοπλης επαναστατικής αντιβίας. Σημειώνουμε, απλώς, ότι αυτό ακριβώς είναι που θα κρίνει η Ιστορία. Πάνω απ’ όλα θα κρίνει (και κρίνει) ο ελληνικός λαός, γι’ αυτό και το μιντιακό σύστημα έριξε κουρτίνα πάνω απ’ αυτή τη δίκη.
Και εκεί που φαινόταν ότι ο εισαγγελέας τελείωσε την πολιτικοϊδεολογική εισαγωγή του, χωρίς να επιδιώκει ιδιαίτερη σύγκρουση (μολονότι σε όλη την αγόρευσή του μιλούσε για «τρομοκρατία», «τρομοκρατικές πράξεις» και «τρομοκράτες), ασχολήθηκε και με την «Κόντρα», έχοντας προηγουμένως υπαινιχτεί ότι και εμείς (πέρα από τα μέλη του ΕΑ) τον αποκαλέσαμε ενεργούμενο του κρατούντος πολιτικό συστήματος. Ιδού ο σχετικός διάλογος:
Α. Λιόγας (εισαγγελέας): Θα κλείσω τη μικρή αυτή εισαγωγή με μία επισήμανση, με μία συμπλήρωση, την οποία θεωρώ αναγκαία. Ξέχασα να συμπληρώσω, ότι ο δικαστικός λειτουργός πρέπει κατά τη γνώμη μου να λέει την αλήθεια, ανεξάρτητα αν αυτό οφελεί ή βλάπτει τον κατηγορούμενο. Ανεξάρτητα αν αυτό βλέπτει ή οφελεί και τον ίδιο το δικαστικό λειτουργό. Και σε κάτι δίκες τρομοκρατίας, όπως είναι η σημερινή, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ωφελιμότερο θα ήταν για το δικαστικό λειτουργό να λέει κάτι που θα χαϊδεύει τ’ αυτιά των κατηγορουμένων. Να λέει πράγματα που ν’ αποσπούν ευμενή σχόλια ή τουλάχιστον λιγότερο δυσμενή σχόλια από ορισμένες ιστοσελίδες και έντυπα όπως είναι αυτό που εργάζεται ο κ. Γιώτης…
Π. Γιώτης (από τις θέσεις των δημοσιογράφων): Ο οποίος δεν μπορεί να σας απαντήσει…
Α. Λιόγας: Οποτε θέλετε. Από αγάπη, όποτε θέλετε, από τον Τύπο.
Αφήσαμε σκόπιμα αυτό το θέμα τελευταίο, γιατί όσα αναλύσαμε πριν για την ουσία της εισαγγελικής αγόρευσης εξηγούν τη σκοπιμότητα της αναφοράς του κ. Λιόγα στην «Κόντρα». Περιττεύει να πούμε ότι πρόκειται για μια ολωσδιόλου δημαγωγική αναφορά, έτσι όπως τέθηκε. Αν θέλει ο κ. Λιόγας ας μπει στην ουσία της κριτικής μας, αφήνοντας στην άκρη τις γενικολογίες και τους δήθεν ηρωισμούς (ο εισαγγελέας που δεν κωλώνει παρά τα δυσμενή σχόλια που δέχεται). Απλά, τον έχει ενοχλήσει η εμπεριστατωμένη κριτική μας, η οποία δεν αναδεικνύει μόνο πολιτικά αλλά και νομικά ζητήματα. Με την αναφορά του αυτή επιβεβαίωσε στο ακέραιο αυτή την κριτική. Προσπάθησε να εμφανιστεί κατά κάποιο τρόπο ως θύμα των δυσμενών σχολίων μας, όμως η πραγματικότητα «λέει» πως αυτός έχει ένα ολόκληρο κράτος πίσω του, ενώ εμείς έχουμε μόνο τη δύναμη της αλήθειας, την οποία εκφράζουμε με την πένα μας (ή το πληκτρολόγιό μας). Στον αδιάκοπο ταξικό πόλεμο, ο εισαγγελέας είναι θεσμικός εκπρόσωπος της αστικής εξουσίας, ενώ εμείς με τις μικρές μας δυνάμεις υπερασπιζόμαστε την εργατική τάξη και το λαό.
Η δίκη θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 4 Μάρτη, με αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης.