Το θέμα των μηχανημάτων ελέγχου εκρηκτικών, από τα οποία οι πάντες πλην δικαστών, εισαγγελέων και αστυνομικών, περνούν καθημερινά κάμποσες φορές, δεχόμενοι ποσότητες ιοντίζουσας ακτινοβολίας, επανήλθε στο δικαστήριο, ύστερα από άρνηση του Α. Κανά να υποστεί αυτόν τον έλεγχο στην είσοδο. Η πρόεδρος ανέγνωσε απλώς ένα παλιό έγγραφο του «Δημόκριτου» που λέει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος (δεν αναφέρεται όμως στη σωρευτική επίδραση αυτής της ακτινοβολίας) και προσπάθησε να αποφύγει το σκόπελο με μια σολομώντεια λύση. Εξέδωσε διάταξη σύμφωνα με την οποία οι δικηγόροι δε θα περνούν απ’ αυτά τα μηχανήματα, για λόγους ισοτιμίας με τους δικαστές, αφού είναι και αυτοί παράγοντες της δίκης. Ολοι οι άλλοι θα περνούν.
Οι συνήγοροι προσέφυγαν στο δικαστήριο κατά της διάταξης της προέδρου και ανέπτυξαν τα επιχειρήματά τους. Επιχειρήματα λογικότατα. Επιχειρήματα που δεν θα υπήρχε ανάγκη να εκτεθούν, αν η δίκη διεξαγόταν στο Εφετείο και όχι στη φυλακή. Ο αναπληρωτής εισαγγελέας, πάντως, δεν παρέλειψε να παρουσιάσει και πάλι τις υπερσυντηρητικές του απόψεις, επικαλούμενος τα «αντιτρομοκρατικά» μέτρα που ισχύουν στα αεροδρόμια, τα οποία αυτός με ευχαρίστηση περνά, προκειμένου να αισθάνεται ασφαλής! Δεν αξίζει κανένα σχόλιο σε τέτοιες απόψεις, εκτός από μια επισήμανση. Στα αεροδρόμια υπάρχει μόνο το σκάνερ για μεταλλικά αντικείμενα και όχι ο ανιχνευτής εκρηκτικών που «ψεκάζει». Υπάρχει, βέβαια, και ο εξευτελιστικός σωματικός έλεγχος, με τον οποίο κάθε αξιοπρεπής άνθρωπος έχει πρόβλημα.
Ας μη κάνουμε το χαζό, λοιπόν. Τα μέτρα που υπάρχουν σ’ αυτή τη δίκη δεν έχουν να κάνουν με ασφάλεια, αφού οι χώροι δεν επικοινωνούν άμεσα με τη φυλακή, ενώ ελέγχονται ασφυκτικά από δεκάδες ένστολους και ασφαλίτες (μέχρι και κομμάντο των ΕΚΑΜ υπάρχει). Ούτε έμμεση επικοινωνία με τη φυλακή υπάρχει, αφού κανένας κατηγορούμενος δεν κρατείται, για να επικαλούνται τον κίνδυνο κάτι να του περάσουν απέξω. Οσοι έρχονται απ’ έξω τόσοι φεύγουν με το τέλος της συνεδρίασης. Τα δρακόντεια μέτρα ασφάλειας έχουν να κάνουν μόνο με την πολιτική σηματοδότηση αυτής της δίκης ως «δίκης τρομοκρατίας», όπως έχει επίσημα αποκληθεί από την εισαγγελική έδρα.
Το δικαστήριο, μετά από διάσκεψη, δέχτηκε τυπικά την προσφυγή, αλλά την απέρριψε στην ουσία, κρίνοντας ότι από τα προσκομισθέντα έγγραφα προκύπτει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος υγείας. Ετσι, πέρασε στη συζήτηση για το παραδεκτό των εφέσεων, με τον Κανά να εκπροσωπείται από το συνήγορό του. Στην αρχή της συνεδρίασης, η πρόεδρος είχε ανακοινώσει –όπως αναμενόταν- την απόρριψη και της ένστασης για αναρμοδιότητα του δικαστήριου, παραπέμποντας στο σκεπτικό με το οποίο τα πρωτοβάθμια δικαστήρια απέρριψαν τις ίδιες ενστάσεις.
Ο εισαγγελέας πρότεινε να γίνουν παραδεκτές οι εφέσεις των κατηγορούμενων για την απόφαση της πρώτης δίκης και του εισαγγελέα για την απόφαση της δεύτερης δίκης και για το αθωωτικό σκέλος της πρώτης δίκης (το δικαστήριο είχε κρίνει ότι ο ΕΛΑ σταμάτησε τη δράση του το 1995 και απάλλαξε τους κατηγορούμενους από την κατηγορία της «συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωσε»). Ως προς την επιχειρηματολογία, ο εισαγγελέας δήλωσε πως θ’ ακούσει τους υπερασπιστές και θα απαντήσει δευτερολογώντας!
Η Μ. Δαλιάνη (Τσιγαρίδας) εξέφρασε αρχικά την έκπληξή της για την απουσία επιχειρηματολογίας του εισαγγελέα της έδρας ως προς την έφεση του εισαγγελέα Πατσή για το αθωωτικό σκέλος της πρώτης δίκης, διότι η ίδια η έφεση δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος (ειδική και εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία και παράθεση των αποδεικτικών στοιχείων). Και μόνο η απουσία αυτών των προϋποθέσεων θα έπρεπε να οδηγήσει στο μη παραδεκτό αυτής της έφεσης ή, τουλάχιστον, σε επιχειρηματολογία της εισαγγελικής έδρας για το παραδεκτό ειδικά αυτής της έφεσης. Το μόνο που περιλαμβάνει αυτή η έφεση είναι μια σειρά συλλογισμών, οι οποίοι είναι ανεπίδεκτοι δικανικής κρίσης, σημείωσε η συνήγορος, για να περάσει στη συνέχεια σε αντίκρουση ενός προς έναν αυτών των συλλογισμών (παραλογισμών, θα λέγαμε εμείς, που δεν διαθέτουμε τη δικηγορική κομψότητα στο λόγο). Ενα μόνο θα αναφέρουμε: ο εισαγγελέας Πατσής που έκανε την έφεση, αναφέρεται σε ενοχοποιητικά στοιχεία που δεν έχουν αποκαλυφθεί, αλλά θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν στο μέλλον! Ουσιαστικά, ο εισαγγελέας καταργεί κάθε έννοια δικαίου και μας γυρίζει στην εποχή της Ιεράς Εξέτασης, υποστηρίζοντας ότι οι κατηγορούμενοι κακώς αθωώθηκαν, διότι οι ίδιοι δεν απέδειξαν ότι δεν ήταν μέλη του ΕΛΑ! Το κορυφαίο «στοιχείο» που επικαλείται είναι ένα δημοσίευμα του… «Play Boy»! Κι ένα τελευταίο: ο Πατσής, επικαλούμενος τους τόμους της «Αντιπληροφόρησης» που κυκλοφόρησαν από εκδοτικό οίκο, θεωρεί ότι η έκδοση έγινε από τον ΕΛΑ που συνεχίζει να υπάρχει! Δικαίως η Μ. Δαλιάνη σημείωσε πως αυτή η έφεση είναι ένα εμπαθές κείμενο, που μας γυρίζει στο Μεσαίωνα, με τους προσωρινά αθώους, οι οποίοι στο μέλλον μπορεί να αποδειχτούν ένοχοι. Είναι ένα κείμενο που προκαλεί μειδίαμα, όμως σε τέτοιους συλλογισμούς στηρίχτηκε και η καταδικαστική απόφαση του πρώτου δικαστήριου. Καταλήγοντας, κάλεσε το δικαστήριο κυριολεκτικά να το πετάξει, ξεκινώντας τη δίκη από μια ποινικά λογική βάση.
Νομικά απαράδεκτο και ηθικά διάτρητο χαρακτήρισε το εφετήριο Πατσή ο Ν. Δαμασκόπουλος (Αγαπίου), διότι στηρίζεται σ’ ένα αισχρό τεκμήριο ενοχής. Ο εισαγγελέας δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν πείστηκα, αλλά θα πειστώ με κάτι που θα αποδειχτεί στο μέλλον, σημείωσε ο συνήγορος. Αυτή είναι θρασύτατη παραδοχή που δεν έχει ξαναϋπάρξει σε νομικό κείμενο, είπε με δικαιολογημένη ένταση, για ν’ ανακαλέσει το χαρακτηρισμό «θρασύτατο» και να τον αντικαταστήσει με το «ευθαρσώς», ύστερα από παρατήρηση της προέδρου για ανάγκη τήρησης του μέτρου στις εκφράσεις. Οταν εισαγγελέας ομολογεί ότι το τεκμήριο της αθωότητας δεν τον απασχολεί, πώς μπορεί να γίνει δεκτή μια τέτοια έφεση, αναρωτήθηκε ο συνήγορος.
Ο Ι. Μυλωνάς (Κανάς) χαρακτήρισε την έφεση Πατσή νόμω αβάσιμη. Εκ του νόμου ο Πατσής δεν μπορούσε να ασκήσει έφεση στην αθωωτική απόφαση, διότι το δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, δεν εξέδωσε απαλλακτική απόφαση. Μόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα μπορούσε να ασκήσει αναίρεση. Κατά τον συνήγορο, η απουσία επιχειρηματολογίας από την εισαγγελική έδρα αποτελεί ένδειξη αμηχανίας και σώφρονος στάσης, για να μην εκτεθεί ο εισαγγελέας με την υποστήριξη μιας έφεσης που δεν έχει νόμιμη βάση. Χαρακτήρισε και αυτός τους ισχυρισμούς Πατσή αξιολογικές κρίσεις που δεν έχουν καμία ποινική σημασία, αφού στηρίζονται σε πιθανά μελλοντικά νέα δεδομένα και προχώρησε σε αναλυτική αντίκρουσή τους διαβάζοντάς τους έναν προς ένα.
Αυτή η έφεση σας καλεί να νομολογήσετε υπέρ των μη ειδικά αιτιολογημένων και εμπεριστατωμένων εφέσεων, ανοίγοντας έναν επικίνδυνο για το μέλλον δρόμο, είπε απευθυνόμενος στο δικαστήριο ο Μ. Καλογήρου (Κανάς). Σας ζητά να γράψετε –συνέχισε- ότι ο κ. Κανάς ήταν μέλος του ΕΛΑ από το 1995 μέχρι το 2002, λόγω υπαρχόντων αλλά μη αποκαλυφθέντων στοιχείων, δηλαδή να δεχτείτε ότι υπάρχει τεκμήριο ενοχής και όχι τεκμήριο αθωότητας. Στο ίδιο πνεύμα αγόρευσε και η Ε. Κουβέλη (Κανάς).
Υπάρχει δεδικασμένο ότι η οργάνωση έκλεισε το 1995, άρα κακώς ασκήθηκε έφεση, σημείωσε ο Α. Κωνσταντάκης (Αθανασάκη). Αλλά και να μην υπήρχε δεδικασμένο, αφού το ‘παν οι Αμερικάνοι, πάει τελείωσε. Ο κ. Πατσής –σημείωσε ο συνήγορος- δεν άσκησε έφεση, έγραψε μια πραγματεία για το πως πρέπει να είναι το δικαστικό σύστημα που ο ίδιος θέλει. Ενα δικαστικό σύστημα που υπήρξε κάποιες άλλες εποχές, στο πλαίσιο του οποίου οι αμφιβολίες ερμηνεύονται κατά του κατηγορούμενου, ο κατηγορούμενος άπαξ και κατηγορηθεί έχει το τεκμήριο ενοχής, ενώ υπάρχει και υφ’ όρων αθώωση. Αν αυτή η έφεση γίνει παραδεκτή –κατέληξε ο Α. Κωνσταντάκης- εμείς ως υπερασπιστές της κ. Αθανασάκη δεν έχουμε καμιά θέση σ’ αυτή τη δίκη, το λέμε καθαρά από τώρα. (Μην τα λέτε αυτά –παρατήρησε ήρεμα η πρόεδρος- γιατί ξέρετε ότι τα Νομικά δεν είναι Μαθηματικά).
Σχολή της σκοπιμότητας, η οποία αντιπαρατίθεται στη σχολή της νομιμότητας χαρακτήρισε η Τ. Χριστοδουλοπούλου (Αθανασάκη) την αντίληψη Πατσή, για τον οποίο είπε ότι, στο πλαίσιο των αντιλήψεων αυτής της σχολής, έπρεπε να ασκήσει και αυτή την έφεση. Αυτή η έφεση –είπε- πρέπει να διδάσκεται στις Νομικές Σχολές, για να μαθαίνουν οι φοιτητές τι σημαίνει σκοπιμότητα και τι σημαίνει νομιμότητα. Οταν το δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι παραγράφεται το σύμπαν μέχρι το 1995, δεν δικαιολογείται να έρχεται εκ των υστέρων ο εισαγγελέας και να λέει, όχι, δεν ισχύει τι δεδικασμένο, η δράση του ΕΛΑ συνεχίστηκε και μετά το 1995. Οταν ο κατηγορούμενος από υποκείμενο της δίκης μετατρέπεται σε μέσο απόδειξης, όπως πρεσβεύει ο κ. Πατσής, μπορούμε να φτάσουμε ακόμη και στη νομιμοποίηση των βασανιστηρίων -κατέληξε- ζητώντας την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, για να συμμετάσχει το δικαστήριο σ’ αυτή τη νέα φάση της διαδικασίας στην οποία δεν θα κυριαρχούν οι σκοπιμότητες.
Το βασικό επιχείρημα του τακτικού εισαγγελέα ήταν ότι η έφεση που άσκησε ο συνάδελφός του Πατσής δεν θα μπορούσε να έχει αναλυτική αιτιολογία, διότι όταν ασκήθηκε δεν είχε ακόμη καθαρογραφεί η απόφαση! Πρόκειται κυριολεκτικά για σόφισμα, διότι ο Πατσής ήξερε πολύ καλά την απόφαση, η οποία έλεγε σαφέστατα: μετά το 1995 δεν υπάρχει ΕΛΑ. Γι’ αυτό και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για το αδίκημα της «συμμετοχής». Απέφυγε, πάντως, ο κ. Βαβέτσης να υπερασπιστεί το ανεκδιήγητο περιεχόμενο της έφεσης Πατσή, δηλώνοντας ότι σ’ αυτή τη φάση δεν χρειάζεται αναφορά στην ουσία, αφού κρίνεται μόνο το τυπικά παραδεκτό της έφεσης. Αν όμως ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, όμως, κάθε εισαγγελέας μπορεί να ασκεί μια έφεση, να γράφει σ’ αυτή ό,τι του κατέβει (αυτό έκανε ο Πατσής) και αυτή να είναι παραδεκτή και να αποτελεί βάση για μια δίκη. Δεν απέφυγε, όμως, τον πειρασμό (αλίμονο!) να μπει στην ουσία, με το εξής εκπληκτικό σόφισμα: οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για εκρήξεις μέχρι το 1995. Αν ίσχυε ο νέος νόμος (τρομονόμος), θα είχαν καταδικαστεί και για «συμμετοχή». Επειδή το δικαστήριο προσέκρουσε στην παραγραφή, γι’ αυτό έπαυσε την ποινική δίωξη. Αρα, δεν υπάρχει δεδικασμένο, αφού δεν έκρινε ότι δεν είχαν συμμετοχή! Ολες οι αιτιάσεις επί της έφεσης –κατέληξε ο εισαγγελέας- αποτελούν θέμα διερεύνησης επί της ουσίας, ενώ η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά παραδεκτή σ’ αυτό το στάδιο, γιατί περιέχει αιτιολογία, είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί μαζί της. Γιατί μια οργάνωση μπορεί να υπάρχει έτσι, ακόμα και χωρίς να έχει δράση! Αυτή είναι η γνώμη του ασκήσαντος την έφεση, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να έχει άλλη άποψη! Αυτή ειδικά η τοποθέτηση του εισαγγελέα προκάλεσε την έκρηξη του Κ. Αγαπίου, ο οποίος θεώρησε ότι ο εισαγγελέας ουσιαστικά υιοθετεί το περιεχόμενο της έφεσης.
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας συμφώνησε καταρχάς ότι στους εισαγγελείς έχει διά νόμου επιβληθεί η υποχρέωση να αιτιολογούν τις εφέσεις που υποβάλλουν, εκφράζοντας την άποψη ότι θεσπίστηκε ανισότητα, διότι ο κατηγορούμενος δεν έχει την ίδια υποχρέωση όταν ασκεί έφεση!!! Τι να σχολιάσεις τώρα; Αν οι εισαγγελείς θέλουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους κατηγορούμενους και τους υπερασπιστές τους, τότε δεν θα έπρεπε να είναι στην έδρα, αλλά να κατέβουν κάτω, όπως ισχύει στο αγγλοσαξωνικό ποινικό σύστημα. Και τι να σχολιάσεις, όταν εισαγγελέας εφετών ξεχνά μια στοιχειώδη αρχή του Δικαίου: ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος και δεν έχει καμιά υποχρέωση να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ ο εισαγγελέας είναι εκείνος που έχει την υποχρέωση να τεκμηριώσει την ενοχή, αναζητώντας την αλήθεια, όμως. Στοιχειώδη πράγματα, που όμως σ’ αυτές τις πολιτικές δίκες πετιούνται στα σκουπίδια, για να παραχωρήσουν τη θέση τους στην πιο χοντροκομμένη εκδοχή του «αντιτρομοκρατικού» μένους. Κατά τα άλλα, και ο αναπληρωτής κατέληξε ότι «αν καιρώ» θα πουν και οι εισαγγελείς την άποψή τους για το αν είναι βάσιμοι ή όχι οι λόγοι που επικαλείται ο Πατσής.
Η Μ. Δαλιάνη βρέθηκε στην –ασφαλώς δυσάρεστη- θέση να παραδώσει απλά μαθήματα Νομικών σε δικαστικούς που ηλικιακά είναι γονείς της. Χρειάστηκε να εξηγήσει τι σημαίνει παραγραφή στο ισχύον Δίκαιο, που βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με αυτά που ισχυρίστηκαν οι εισαγγελείς, οι οποίοι μετέτρεψαν την παραγραφή σ’ ένα τυπικό ζήτημα, ενώ είναι ουσιαστικός κανόνας: από τη στιγμή που διαπιστώνεται παραγραφή, δεν χωρεί καμιά εξέταση περί ενοχής ή μη ενός κατηγορούμενου. Αφού αναφέρθηκε ξανά στα σημαντικά νομικά ζητήματα που τίθενται, η συνήγορος εξέφρασε τον βαθύ προβληματισμό της για το γεγονός ότι η πρόεδρος αντέδρασε καταφατικά στα όσα υποστήριξαν οι εισαγγελείς για το δεδικασμένο, καταλήγοντας ότι οι δικαστές πρέπει να σταθμίσουν σοβαρά αυτό το ζήτημα, για να μην αναγκαστούν κατηγορούμενοι και υπερασπιστές να σταθμίσουν το νόημα της παρουσίας τους σ’ αυτή τη δίκη. Αμήχανη υπήρξε η αντίδραση της προέδρου, η οποία προσπάθησε να πιαστεί από μια ανθυπολεπτομέρεια επί πραγματικών περιστατικών, μολονότι η συνήγορος εξήγησε ότι δεν έχει καμιά σημασία στο συλλογισμό της (η Μ. Δαλιάνη είχε αναφερθεί στο 1995 και η πρόεδρος ζήτησε διευκρίνιση για το αν εννοεί όλο το 1995 ή το μισό, δηλαδή μετά από τη δημοσίευση της τελευταίας προκήρυξης του ΕΛΑ!!!).
Ο Ν. Δαμασκόπουλος κωδικοποίησε εκ νέου όλα τα επιχειρήματα, αποδεικνύοντας ότι η έφεση κινείται στο βασίλειο της αυθαιρεσίας και είναι νόμω απαράδεκτη, χωρίς να παραλείψει να σχολιάσει και την πρωτοφανή εισαγγελική άποψη ότι έχουν ανισότιμη μεταχείριση σε σχέση με τους κατηγορούμενους!
Και ο Ι. Μυλωνάς αναφέρθηκε στο θεσμό της παραγραφής, σημειώνοντας ότι η άποψη «ναι, κ. κατηγορούμενε, την έκανες την πράξη, αλλά έχει παραγραφεί» συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), διότι με την επέλευση της παραγραφής δεν εξετάζεται η ουσία και ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος. Ως προς την ανισοτιμία που επικαλέστηκαν οι εισαγγελείς, ο συνήγορος παρέπεμψε στο νομοθέτη, ο οποίος θέσπισε αυτή την ανισότητα αμφισβητώντας ευθέως την κατάχρηση των εφέσεων που γινόταν από τη μεριά των εισαγγελέων. Πέρασαν κάποια χρόνια από τότε και αν ο νομοθέτης διαπίστωνε ότι κακώς έθεσε αυτούς τους αυστηρούς περιορισμούς στους εισαγγελείς, θα τους είχε καταργήσει. Δεν το έκανε, όμως. Αν στο όνομα της φύσης της υπόθεσης –κατέληξε ο συνήγορος- εγκαταλείψουμε το νομικό μας πολιτισμό, το ξεκάθαρο νομικό καθεστώς, θα μπούμε σε έναν πολύ ολισθηρό δρόμο. Ελπίζω να τολμήσετε να εφαρμόσετε τα αυτονόητα.
Ο Μ. Καλογήρου θύμισε ότι η απόφαση αναφέρει ρητά πως δεν αποδείχτηκε ότι συνέχισε να υπάρχει η οργάνωση. Αρα, το δεδικασμένο είναι σαφέστατο. Εμείς να συμπληρώσουμε ότι ακριβώς αυτό το είχε εκφωνήσει η πρόεδρος Μπρίλλη, το θυμόμαστε όλοι καλά, το είχαμε καταγράψει στα ρεπορτάζ μας, επομένως ο εισαγγελέας Πατσής το γνώριζε όταν ασκούσε έφεση και δεν έχει τη δικαιολογία που εκ των υστέρων του δίνουν οι συνάδελφοί του, ότι δεν είχε καθαρογραφεί η απόφαση.
Στα παλιότερα συστήματα η ποινική δικαιοσύνη ήταν η σιδηρά χειρ της εξουσίας, σημείωσε ο Α. Κωνσταντάκης. Ηρθαν τα φιλελεύθερα συστήματα και έβαλαν κάποιους περιορισμούς, ύστερα από αγώνες, πολέμους και αίμα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα αγγλοσαξονικά συστήματα ο κατηγορούμενος λέγεται αμυνόμενος. Πήγαμε σε πιο ορθολογικά συστήματα και δε μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Η παραγραφή –είπε ο συνήγορος- είναι σαφής: δεν το εξετάζω. Παραγραφή δε σημαίνει ότι εξετάζω αν το έκανε ή δεν το έκανε ο κατηγορούμενος, αλλά τον απαλλάσσω διότι δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Παραγραφή σημαίνει δεν το εξετάζω. Το συγκεκριμένο σκέλος της απόφασης μόνο με άσκηση αναίρεσης θα μπορούσε να εφεσιβληθεί. Ο συνήγορος εξήγησε και πάλι τους λόγους για τους οποίους η έφεση Πατσή είναι νομικά αβάσιμη και δεν πρέπει να γίνει παραδεκτή.
Η έφεση, εκτός του ότι είναι παράνομη, διότι αμφισβητεί το δεδικασμένο, δεν έχει και λογική συνοχή, παρατήρησε η Τ. Χριστοδουλοπούλου. Οι εισαγγελείς μου θύμισαν βουλευτές στη Βουλή του 1996, που ψήφισε τη συγκεκριμένη διάταξη, οι οποίοι αγορεύουν εναντίον τους, συνέχισε η συνήγορος. Εδώ όμως δεν είμαστε Βουλή, είμαστε δικαστήριο και τα δικαστήρια έχουν κρίνει αυτή τη διάταξη. Επομένως, οι εισαγγελείς έπρεπε να μιλήσουν επί τη βάσει αυτής της διάταξης και όχι να εκφράζουν το παράπονό τους για την κατ’ αυτούς ανισότητα. Ξεχνούν οι εισαγγελείς ότι πρόκειται για έφεση κατά αθωωτικής απόφασης και πρέπει να καταλάβουν ότι αυτό που έκανε ο νομοθέτης ήταν να θεσπίσει κάποιους περιορισμούς στην εγγενή αυθαιρεσία που έχει η κρατική εξουσία και ως κομμάτι της και η δικαστική. Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την έφεση –κατέληξε- προκειμένου να ξεκινήσει η δίκη μέσα σε ένα στοιχειώδες κλίμα εμπιστοσύνης. Η τελευταία παρατήρηση προκάλεσε την αντίδραση της προέδρου, που διαμαρτυρήθηκε ότι ασκείται έμμεσος εκβιασμός προς το δικαστήριο. Η αντίδραση της προέδρου προκάλεσε τη διαμαρτυρία του Α. Κωνσταντάκη, που παρατήρησε ότι οι συνήγοροι δεν έχουν τη δυνατότητα να εκβιάσουν το δικαστήριο, έχουν όμως το δικαίωμα και την υποχρέωση να εκφράζουν ανοιχτά τις σκέψεις τους.
Αν γίνει τυπικά δεκτή η έφεση του εισαγγελέα –σημείωσε ο Κ. Αγαπίου- σημαίνει ότι θα μπούμε στην ουσία. Μετά από τόσα χρόνια δε μπορούμε να λειτουργούμε σαν όλα μέσα σ’ αυτή την αίθουσα να είναι πρωτογενή. Συνυπολογίζουμε όλα τα συμβάντα που έγιναν μέσα σ’ αυτά τα έξι χρόνια. Ακολουθώντας το συλλογισμό των εισαγγελέων, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση για να την ερευνήσουμε στην ουσία, θεωρώ ότι αυτό είναι απαράδεκτο. Ο κ. Πατσής από τις πρώτες μέρες της δίκης είχε ξεκαθαρίσει ότι έργο του δεν είναι η ανεύρεση της αλήθειας, αλλά η πάση θυσία υπεράσπιση του κατηγορητηρίου. Σ’ αυτή τη λογική κινήθηκε και το δικαστήριο. Το ίδιο πήγε να γίνει και στη δεύτερη δίκη, αλλά λόγω εντιμότητας το δικαστήριο δεν ελκύστηκε σ’ αυτή την κατεύθυνση και οδηγήθηκε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι οι τρεις κατηγορούμενοι δεν απεδείχθη ότι υπήρξαν μέλη του ΕΛΑ, ο δε τέταρτος, ακόμη και αν υπήρξε μέλος του ΕΛΑ, όπως ο ίδιος διεκήρυξε, δεν απεδείχθη ότι ετέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε. Δηλώνω –κατέληξε- ότι δεν πρόκειται με τις πράξεις μου να συμπράξω στη διάπραξη νέων παρανομιών. Θα είμαι παρών, όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, προκειμένου να καταδεικνύω αυτές τις παρανομίες.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας σημείωσε πως η εμπειρία του δείχνει ότι πάντοτε οι εισαγγελείς κινούνται σε μια προσπάθεια να συγκεντρώσουν στοιχεία ενοχής και όχι να βρουν την αλήθεια. Απαντώντας στο επιχείρημα ότι ο εισαγγελέας δεν γνώριζε την απόφαση, είπε το απλούστατο: αν εγώ ήμουνα στην έδρα, επί οχτώ μήνες θα συγκέντρωνα όλα τα κατά τη γνώμη μου ενοχοποιητικά στοιχεία, για να τα παραθέσω στην έφεσή μου. Επομένως –κατέληξε- είναι προσχηματικό το επιχείρημα των εισαγγελέων, ότι δεν έφτανε στο συνάδελφό τους το δεκαήμερο για να συντάξει μια σωστή έφεση.
Η πρόεδρος ανακοίνωσε ότι το δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφασίσει αφού συζητηθεί και το παραδεκτό της δεύτερης έφεσης και διέκοψε για την Δευτέρα στις 11, λόγω στάσης εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων.