Η συνεδρίαση ξεκίνησε χωρίς να εκφωνηθεί απόφαση για την κλήση ή μη του Γιαννακούρη. Ο ίδιος, όμως, εμφανίστηκε λίγο αργότερα στο δικαστήριο, σημάδι πως τον ειδοποίησαν να έρθει.
Αρχικά, συνεχίστηκε η επίδειξη των πειστηρίων που κατασχέθηκαν από το σπίτι του Κ. Αγαπίου, καθώς και από σπίτια φιλικών και συγγενικών του προσώπων. Ο Κ. Αγαπίου σχολίαζε αυτά τα… πειστήρια του εγκλήματος, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για προπαγανδιστικούς λόγους, εμμένοντας ιδιαίτερα στην περίπτωση Ζήση, που «έδειξε» το 1994 τον εξάδελφό του Κώστα Αγαπίου, πολιτικό μηχανικό στο επάγγελμα και από τότε του κόλλησαν αυτού (του κατηγορούμενου Κώστα Αγαπίου) την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού, την οποία ουδέποτε είχε, αφού υπήρξε μεν φοιτητής αλλά δεν τέλειωσε το Πολυτεχνείο.
Τα κατασχεθέντα από το σπίτι του Χρ. Τσιγαρίδα επιδείχθηκαν επί τροχάδην, αφού ο ίδιος δεν θέλησε να γίνει καμιά ιδιαίτερη συζήτηση. Το ίδιο έγινε και με τα κατασχεθέντα από το σπίτι της Ειρ. Αθανασάκη. Το δικαστήριο έδειξε μόνο ενδιαφέρον για τα διαβατήριά της, στα οποία κάποια στιγμή αναφέρθηκε ο συνήγορός της Α. Κωνσταντάκης. Γιατί από το 1974 μέχρι το 1977 η Αθανασάκη ήταν μόνιμος κάτοικος Βελγίου (εργαζόταν στο ξενοδοχείο «Σέρατον») και τα διαβατήριά της αποδεικνύουν τις εισόδους και εξόδους της από τη χώρα. Ο πρόεδρος ζήτησε από το συνήγορο φωτοαντίγραφα αυτών των διαβατηρίων, που είχαν κατατεθεί στο προηγούμενο δικαστήριο.
Ακολούθησαν σχολιασμοί της κατάθεσης Κατσιμίδη από τους συνηγόρους Κ. Συνοδινό, Α. Κωνσταντάκη και τον Κ. Αγαπίου.
Ο Α. Κωνσταντάκης είπε πως προβληματίστηκε για το αν θα κάνει αυτό το σχολιασμό και επέλεξε να τον κάνει, επειδή η κατάθεση Κατσιμίδη διέλυσε όλα τα νέφη που υπήρχαν σχετικά με τους ισχυρισμούς της Κυριακίδου. Ο συνήγορος έκανε μια αναλυτική αναφορά στο ιστορικό του θέματος, από την πρώτη κατάθεση Κυριακίδου μέχρι και την κατάθεση Κατσιμίδη, βάζοντας το δικαστήριο μπροστά σ’ ένα τεράστιο δίλημμα: θα δικάσουν την Αθανασάκη με βάση μια κατάθεση που αποδεικνύεται εξ ολοκλήρου ψευδής και κατασκευασμένη;
Ο Κ. Αγαπίου επιπρόσθετα επέμεινε στην ανάγκη να κληθεί να καταθέσει ο ηθοποιός Δημήτρης Μαλαβέτας, που κατοικούσε στην Πολέμωνος 13 και –σύμφωνα με την Τόγκα- ήταν αυτός που της είχε μιλήσει για την ένοικο του συγκεκριμένου διαμερίσματος.
Αμέσως μετά το μεσημεριανό διάλειμμα, ο πρόεδρος φώναξε τον Γιαννακούρη για να παρουσιάσει τις περιβόητες προκηρύξεις με τα υποτιθέμενα αποτυπώματα, διευκρινίζοντας ότι θα κάνει απλώς επίδειξη και δεν θα καταθέσει ακόμα. Στη συνέχεια, προσπάθησε να πείσει τους κατηγορούμενους και τους συνηγόρους να δεχτούν να καταθέσει ο Γιαννακούρης.
Ο Α. Κωνσταντάκης επέμεινε στην αίτηση ανάκλησης της απόφασης για κλήση του Γιαννακούρη. Το ίδιο και ο Κ. Αγαπίου και ο Χρ. Τσιγαρίδας που υπήρξε οξύς, μολονότι το θέμα δεν τον αφορούσε προσωπικά. Το δικαστήριο συνεδρίασε για μερικά λεπτά επί της έδρας και αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του απορρίπτοντας το αίτημα ανάκλησης.
Ο Τσιγαρίδας ξαναζήτησε το λόγο και διαμαρτυρήθηκε έντονα. Δεν μπορεί –είπε- να μας βάζετε σε μια διαδικασία εξέτασης κάποιων χαρτιών που δεν έχουν καμιά σημασία για την υπόθεση και χρησιμοποιούνται μόνο για τη δημιουργία εντυπώσεων.
Ετσι, ξεκίνησε η κατάθεση του Ιωάννη Γιαννακούρη, αστυνομικού υποδιευθυντή, στελέχους της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΓΑΔΑ, εδώ και 10 χρόνια πραγματογνώμονα εξερευνητή αποτυπωμάτων.
Κατά τον Γιαννακούρη, μετά την εξάρθρωση της 17Ν η υπηρεσία του ανέπτυξε μεθόδους εξερεύνησης αποτυπωμάτων σε παλιά χαρτιά, που μέχρι τότε δεν μπορούσαν να εξερευνήσουν!! Ετσι, άρχισαν να εξερευνούν ό,τι υλικό από χαρτιά υπήρχε στις διάφορες αστυνομικές υπηρεσίες. Για το πώς βρέθηκαν αυτά τα χαρτιά στα αρχεία δεν μπορούσε να απαντήσει. Αυτός απλώς κλήθηκε να τα επανελέγξει και έφτασαν στα χέρια του στις 14.12.2002. Οπως σημείωσε ο πρόεδρος, υπάρχει έγγραφο της Αστυνομίας που λέει ότι δεν γνωρίζει πως περιήλθαν στην κατοχή τους δυο προκηρύξεις, ενώ μια τρίτη είχε σταλεί στην «Απογευματινή».
Ο Γιαννακούρης περιέγραψε στη συνέχεια μια μέθοδο χημικής επεξεργασίας με την οποία –όπως είπε- αναδεικνύονται τα λανθάνοντα (ιδρωτικά) αποτυπώματα που έχουν μείνει σε ένα χαρτί. Φυσικά, ουδείς είναι σε θέση να ελέγξει αν υπάρχει αυτή η μέθοδος και τι αποτελέσματα έχει. Υπήρξε, επίσης, μια αντίφαση ανάμεσα στους ισχυρισμούς του και σε ένα αστυνομικό έγγραφο που έλεγε ότι τελευταία τα αστυνομικά εργαστήρια απέκτησαν καινούργιο εξοπλισμό. Αυτός περιέγραψε, όμως, όχι καινούργιο εξοπλισμό, αλλά την εμβάπτιση του χαρτιού σε ένα χημικό διάλειμμα, που βέβαια δεν απαιτεί νέο εξοπλισμό (ο ίδιος είπε ότι μπορούσε να κάνει εμφάνιση αποτυπωμάτων και εκείνη τη στιγμή, γιατί είχε φέρει μαζί του υλικά)!! Είπε, ακόμα, ότι το όριο ασφαλείας για να ταυτιστεί ένα αποτύπωμα είναι τα 12 σημεία, που υποστήριξε ότι είναι ένα από τα ψηλότερα όρια που τηρούνται παγκοσμίως.
Για την ταυτοποίηση ο Γιαννακούρης είπε ότι ο μεν Αγαπίου είχε δακτυλοσκοπηθεί και υπήρχαν αποτυπώματά του, της δε Αθανασάκη είχαν μόνο το αποτύπωμα του δεξιού δείκτη από το δελτίο ταυτότητάς της. Στη συνέχεια έκαναν σύγκριση και με τα αποτυπώματα που τους πήραν όταν τους συνέλαβαν και επιβεβαίωσαν τα αρχικά τους ευρήματα. Ο Γιαννακούρης αποκάλυψε ότι όταν άρχισαν να εξερευνούν τις προκηρύξεις είχαν μια λίστα υπόπτων, στην οποία προεξάρχουσα θέση κατείχαν ο Αγαπίου και η Αθανασάκη. Αρα, έψαχναν κατευθυνόμενα και όχι στον αέρα. Αποκάλυψε, ακόμα, ότι οι προκηρύξεις αυτές είχαν πιαστεί από πολλά άτομα!!
Ας συνοψίσουμε: έχουμε κάποια υποτιθέμενα αποτυπώματα, τα οποία δεν εμφανίζονται στον ανακριτή και αυτός χαρακτηρίζει τα αστυνομικά έγγραφα «κουρελόχαρτα».
Στην προηγούμενη δίκη επίσης δεν εμφανίζονται και το δικαστήριο αποφασίζει πως ό,τι δεν προσκομίστηκε δεν υπάρχει. Τα φέρνουν τώρα, αιφνιδιαστικά και χωρίς να έχουν σχέση με την κατηγορία, και έρχεται να τα υποστηρίξει ένας ασφαλίτης, που εμφανίζεται ως αυθεντία και υποστηρίζει θεωρίες που ουδείς μπορεί να αντικρούσει. Το ερώτημα είναι γιατί δεν τα πήγαν ούτε στον ανακριτή ούτε στην προηγούμενη δίκη. Οι κατηγορούμενοι και οι υπερασπιστές τους ουδέποτε είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν με δικό τους τεχνικό σύμβουλο αυτά τα αποτυπώματα. Γιατί δεν τους δόθηκε αυτή η δυνατότητα; Του Αγαπίου τα αποτυπώματα τα έχουν από την περίοδο της χούντας. Είναι «σεσημασμένος». Το όνομά του «παίζει» από το 1994. Ερχεται τώρα ο Γιαννακούρης και ισχυρίζεται ότι αυτές οι προκηρύξεις δεν είχαν ψαχτεί προηγούμενα και πως ο ίδιος έκανε την πρώτη εξερεύνησή τους. Δηλαδή, πρέπει να πιστέψουμε ότι η Ασφάλεια είχε μια προκήρυξη που είχε σταλεί στην «Απογευματινή» και δεν την έψαξε για αποτυπώματα, με όποια μέθοδο χρησιμοποιούσε τότε!!! Και έμεινε αυτή η προκήρυξη άθιχτη, για να την ψάξει για πρώτη φορά ο Γιαννακούρης 25 χρόνια μετά την αποστολή της!!!
Αν οριστεί τώρα ένας τεχνικός σύμβουλος των κατηγορούμενων τί θα έχει στη διάθεσή του; Τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Γιαννακούρης, γιατί τα φερόμενα ως αποτυπώματα έχουν ήδη υποστεί αλλοίωση από τη χημική επεξεργασία!! Φτάσαμε, δηλαδή, σε ένα σημείο που μόνο ένας ασφαλίτης μπορεί να διαβεβαιώσει την αλήθεια, ουδείς άλλος!!! Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο Γιαννακούρης κράτησε αποστάσεις από τον τρόπο που βρέθηκαν οι προκηρύξεις. Δήλωσε κατ’ επανάληψη ότι αυτός έκανε μόνο την εξερεύνηση, χωρίς να γνωρίζει πού βρέθηκαν αρχικά οι προκηρύξεις, που φυλάσσονταν τόσα χρόνια και από ποια στάδια πέρασαν.
Η κατάθεση Γιαννακούρη δεν ολοκληρώθηκε. Θα καταθέσει και δεύτερη μέρα.