Η συνεδρίαση ξεκίνησε στις 11:30 με τον πρόεδρο να ανακοινώνει την απόφαση επί των δυο ενστάσεων που είχαν υποβληθεί και εξεταστεί. Ως προς την ένσταση για το απαράδεκτο της διπλής ποινικής δίωξης, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η εισαγωγή γίνεται με βάση την αρχική δίωξη, η οποία συμπληρώθηκε από τον εισαγγελέα ως εκ περισσού. Δεν πρόκειται για νέα δίωξη και γι’ αυτό η ένσταση πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς την ένσταση για παραγραφή, η πλειοψηφία του δικαστηρίου έκρινε ότι εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας είναι κτίσματα, μηχανήματα και λοιπά στοιχεία του παγίου εξοπλισμού ενός καταστήματος που εξυπηρετεί αόριστο αριθμό προσώπων. Μπορεί να είναι και κτίρια δημοσίων και δημοτικών υπηρεσιών καθώς και αστυνομικά καταστήματα, εφόσον δέχονται και εξυπηρετούν κοινό. Το δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφανθεί μετά την εξέταση των υποθέσεων στην ουσία τους.
Ενα μέλος του δικαστηρίου είχε την άποψη ότι οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις δεν ανήκουν στην κοινή ωφέλεια, στην οποία περιοριστικά ανήκουν μόνο όσες εξυπηρετούν την προμήθεια, νερού, ηλεκτρικού και θερμότητας και μόνο οι παραγωγικές εγκαταστάσεις, όχι γραφεία κ.λπ.. Γι’ αυτό και έπρεπε να γίνει δεκτή η ένσταση περί παραγραφής των δικαζόμενων αδικημάτων.
Πάνω σ’ αυτή την απόφαση πρέπει να κάνουμε δυο σχόλια. Το πρώτο αφορά την ουσία. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε το δικαστήριο, εγκατάσταση κοινής ωφέλειας μπορεί να είναι και οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρία, εφόσον εξυπηρετεί αόριστο αριθμό προσώπων. Για παράδειγμα, ένα πολυκατάστημα εξυπηρετεί καθημερινά πολύ περισσότερο κόσμο από ένα αστυνομικό τμήμα. Το δεύτερο αφορά τη διαδικασία. Η επιφύλαξη του δικαστηρίου είναι φερετζές για να κρύψει τη σκοπιμότητα. Γιατί επιφυλάχτηκε για το τέλος; Υπάρχει δηλαδή περίπτωση μια εφορία ή ένα αστυνομικό τμήμα να μη δέχεται καθημερινά «αόριστο αριθμό προσώπων» και επομένως να χαρακτηριστεί εγκατάσταση κοινής ωφέλειας, σύμφωνα με το σκεπτικό που εκφώνησε ο πρόεδρος;
Αμέσως μετά ο Χρ. Τσιγαρίδας ζήτησε ένα πεντάλεπτο διάλειμμα για να συσκεφτεί με τους δικηγόρους του και με την επανέναρξη της διαδικασίας ζήτησε το λόγο και έκανε την παρακάτω δήλωση:
«Στην πρώτη δήλωση που έκανα σ’ αυτή τη δίκη, τη χαρακτήρισα νομικό και πολιτικό σκάνδαλο. Είχα υπόψη μου το βούλευμα και όλα αυτά που επί τόσες μέρες αναλύουν οι συνήγοροι υπεράσπισης. Τώρα, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι αυτό το νομικό και πολιτικό σκάνδαλο συντελείται και με τη βούληση του δικαστηρίου σας.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης σας πρόσφεραν μια έντιμη διέξοδο, που θα αποκαθιστούσε – τουλάχιστον τυπικά – τη νομική τάξη. Να αναβάλλετε την υπόθεση, διαχωρίζοντάς την βέβαια ως προς τον Γιάννη Σερίφη, μέχρι να τελεσιδικήσει η προηγούμενη δίκη. Την απορρίψατε.
Προέβαλαν μια σειρά ενστάσεις, νομικά τεκμηριωμένες. Τις απορρίψατε όλες μετ’ επαίνων. Εχω την εντύπωση ότι με τις αποφάσεις σας απλώς επαναλαμβάνετε το βούλευμα.
Στέκομαι στην ένσταση που αφορούσε τη συνάφεια των δικαζόμενων αδικημάτων. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να καταλάβει τα αυτονόητα, αυτά που είναι σύμφωνα με την κοινή λογική. Οτι δηλαδή, δεν έχουν καμιά σχέση οι δικές μας κατηγορίες με αυτές του Γιάννη Σερίφη, που κατηγορείται για μια υπόθεση που ως προς εμάς έχει εκδικαστεί σε προηγούμενη δίκη.
Τί θα γίνει, αν στο εφετείο, όπως και στην πρωτόδικη απόφαση, οι όμοιες ενέργειες με τις δικαζόμενες σήμερα χαρακτηριστούν όχι σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας;
Τί θα γίνει αν η Αθανασάκη αθωωθεί στο εφετείο; Γιατί ενώ δεν υπήρξε κανένα στοιχείο, κανένα πειστήριο, καμιά μαρτυρία εναντίον όλων μας, βέβαια, υπήρξε μια διαφορά ως προς την Αθανασάκη, για την ενοχή της οποίας ένας δικαστής μειοψήφισε. Πιστεύω ότι αυτή η μειοψηφία στηρίχτηκε και σε μια δική μου κατηγορηματική δήλωση, ότι καμιά γυναίκα δεν συμμετείχε ποτέ σε ενέργεια του ΕΛΑ, δήλωση για την οποία στο εφετείο θα δώσω περισσότερες εξηγήσεις.
Και φυσικά, τι θα γίνει αν το εφετείο κρίνει διαφορετικά για όλους μας;
Στην προηγούμενη απόφαση χρειάστηκαν δυο σοφιστείες για να καταδικαστούμε και δεν χρειάζεται να σας πω τι σημαίνει σοφιστεία. Η μια έλεγε: Ο ΕΛΑ έκανε τις εκρήξεις κ.λπ., οι συγκεκριμένοι άνθρωποι κατηγορούνται για τις εκρήξεις, άρα οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι μέλη του ΕΛΑ. Η άλλη σοφιστεία έλεγε: Οι κατηγορούμενοι είναι μέλη του ΕΛΑ, για τις εκρήξεις κ.λπ. ευθύνεται ο ΕΛΑ, άρα οι κατηγορούμενοι ευθύνονται για τις εκρήξεις. Επειδή χρειαζόταν και λίγο από εκρηκτικά, που σημειωτέον ούτε σαν λέξη δεν αναφέρθηκαν καθόλου στη διάρκεια της δίκης, αποφάσισαν ότι και οι τέσσερις σε πεντακόσιες τόσες ενέργειες παίρναν ο καθένας από ένα κουταλάκι εκρηκτικό, συναντούσαν τους άγνωστους φυσικούς δράστες, τους το δίναν, τους χτυπούσαν στην πλάτη και τους έλεγαν: άντε τώρα, πηγαίνετε.
Τόσο γελοία ήταν η απόφαση για μας. Όμως το νομολόγημα της ναζιστικής αρχής της συλλογικής ευθύνης δεν είναι καθόλου γελοίο. Αυτή τη νομικά γελοία απόφαση καλείστε εσείς να την επαναλάβετε.
Κύριοι δικαστές, ξέρετε πολύ καλά, ότι έχετε μπροστά σας μια αξεδιάλυτη αντίφαση. Κατηγορούμαστε για 10 εκρήξεις, ενέργειες που έκανε ο ΕΛΑ. Θα πρέπει να είναι δεδομένη η όποια σχέση με τον ΕΛΑ, για να κριθεί η τυχόν εμπλοκή με αυτές τις εκρήξεις. Μόνο που αυτή η κατηγορία, η κατηγορία της «συμμετοχής», εκκρεμεί μέχρι να δικαστεί σε δεύτερο βαθμό. Δεν υπάρχει τέτοια κατηγορία σ’ αυτή τη δίκη και το ξέρετε πολύ καλά. Δεν έχετε, λοιπόν, το δικαίωμα να κάνετε δίκη για συμμετοχή. Νομικά δεν έχετε αυτό το δικαίωμα.
Ο κ. εισαγγελέας έχει κάνει μέχρι τώρα δυο αντιφατικές εισηγήσεις. Δυο εισηγήσεις που συγκρούονται και η μία απορρίπτει την άλλη. Οταν εξετάζαμε την αίτηση για αναβολή της δίκης, είπε πως οι εκρήξεις θα εξεταστούν ως αυτοτελή αδικήματα. Επικαλέστηκε μάλιστα το διατακτικό του βουλεύματος, για να πει πως πουθενά δεν αναφέρει ότι οι εκρήξεις τελέστηκαν από μέλη του ΕΛΑ. Οταν εξετάζαμε την ένσταση για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου σας και ειδικά το ζήτημα της συνάφειας, είπε ότι εμμέσως θα εξεταστεί και το ζήτημα της συμμετοχής. Βέβαια, αυτό είναι προφανές, γιατί φαίνεται από τους μάρτυρες που καλείτε.
Αυτή τη ρότα επιλέξατε και εσείς. Πήρατε δυο αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις. Αποφασίσατε τελικά να κάνετε μια δεύτερη δίκη, μια παρα-δίκη, εξετάζοντας το ζήτημα της συμμετοχής για το οποίο δεν κατηγορούμαστε.
Παρανομείτε, κύριοι δικαστές. Παρανομείτε ευθέως. Και το γνωρίζετε πολύ καλά, γιατί γνωρίζετε νομικά.
Προσωπικά δεν εκπλήσσομαι από αυτή την παρανομία, από αυτό το σκάνδαλο στο οποίο συμπράττετε. Γιατί ξέρω πολύ καλά, ότι στις πολιτικές δίκες πρυτανεύει η πολιτική σκοπιμότητα. Πρυτανεύει η υπηρέτηση των συμφερόντων του συστήματος. Πρυτανεύει η εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων και η ενσωμάτωση των φίλων, όπως έχει γράψει ένας επιφανής γερμανός νομικός, ο Χάινριχ Χανόφερ.
Αυτό έγινε στην προηγούμενη δίκη, με τη νομολόγηση της ναζιστικής αρχής της συλλογικής ευθύνης, αυτό γίνεται και τώρα. Ποιος είναι ο σκοπός; Να νομολογηθεί και με μια δεύτερη απόφαση η ίδια ναζιστικής έμπνευσης αρχή. Να πάμε στο εφετείο με δυο ίδιες καταδίκες, από δυο διαφορετικά πρωτόδικα δικαστήρια. Για να κατοχυρωθεί η αρχή της συλλογικής ευθύνης στη νομολογία και να επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη, ως απειλή, πάνω από την εργαζόμενη ελληνική κοινωνία και τη νεολαία της, πάνω από κάθε αντιστεκόμενο και αγωνιζόμενο κομμάτι του λαού μας. Είναι η δική σας συνεισφορά στο δόγμα Μπους, στο δόγμα της «καθολικής ασφάλειας». Είναι η δική σας συνεισφορά στην προσπάθεια κατατρομοκράτησης του ελληνικού λαού. Στην επιβολή της σιωπής των αμνών.
Επιβεβαιώνεται έτσι, ότι διεξάγετε εν πλήρη συνειδήσει μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας.
Σ’ αυτή τη φαρσοκωμωδία δεν έχω καμιά διάθεση να συμπράξω. Θα παραμείνω στη δίκη, γιατί είμαι υποχρεωμένος να παραμείνω. Θα παραμείνω και θα καταγγέλλω πολιτικά τις κατ’ εξακολούθηση παρανομίες που θα διαπράττονται».
Ο συνήγορος του Χρ. Τσιγαρίδα, Σ. Καμπάνης, πήρε το λόγο αμέσως μετά για να πει ότι ο ίδιος και η Μ. Δαλιάνη υπερασπίστηκαν τον Χρ. Τσιγαρίδα όχι τόσο ως επαγγελματίες, αλλά επειδή θέλουν να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα. Από τα όσα έγιναν στη δίκη –είπε- αισθανόμαστε μεγάλη απαισιοδοξία και απογοήτευση και αρχίζουμε να αισθανόμαστε ότι η παρουσία μας είναι περίπου διακοσμητική. Αναφέρθηκε στις συνεχείς παρεμβάσεις πολιτικών παραγόντων και εκπροσώπων του ξένου παράγοντα, όπως ο πρεσβευτής των ΗΠΑ, που συνιστούν απροκάλυπτη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας, χωρίς από τη Δικαιοσύνη να έχει υπάρξει η παραμικρή αντίδραση. Δεν έχουμε καταλήξει σε απόφαση –κατέληξε ο συνήγορος- αλλά αν φτάσουμε σε κατάσταση απελπιστική, δεν γνωρίζουμε αν θα παραμείνουμε εδώ. Δεν σας δηλώνουμε ότι αποχωρούμε, διότι δεν θέλουμε το διορισμό συνηγόρων. Εκτιμούμε τον πελάτη μας, τον θεωρούμε κοινωνικό αγωνιστή και αυτός είναι ένας από τους σοβαρότερους λόγους για τους οποίους δεν αποχωρούμε.
Ο Α. Κανάς (ξανα)δήλωσε ότι δεν έχει κάνει καμιά ένσταση και ότι θέλει να γίνει η δίκη για να λάμψει η αλήθεια!! Συμπλήρωσε ότι δεν επιτρέπει σε κανένα να τον συγκαταλέγει στον ΕΛΑ ή στους κατηγορούμενους (!!) και επανέλαβε τη συκοφαντική επίθεση κατά του Χρ. Τσιγαρίδα, διαβάζοντας το ίδιο χαρτάκι στο οποίο έχει γραμμένο το υβρεολόγιο (τόσες φορές που το έχουμε ακούσει κοντεύουμε να το αποστηθίσουμε εμείς, αυτός ακόμα τα διαβάζει).
Η Ειρ. Αθανασάκη είπε ότι αρνείται να δεχτεί πως ένα τέτοιο δικαστήριο παίρνει αποφάσεις επειδή δεν έχει πείρα και λογική. Είπε στους δικαστές ότι αυτοαναιρούνται και αυτό αποδεικνύει ότι οι αποφάσεις δεν είναι δικές τους. Γιατί το κάνετε αυτό –ρώτησε- γιατί παραβιάζετε τους ίδιους τους δικούς σας νόμους. Αυτό με υποχρεώνει και μένα να καθορίσω τη θέση μου και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου όπως νομίζω, όχι σύμφωνα με τους νόμους, γιατί αυτοί παραβιάζονται.
Η συνήγορός της Κ. Ιατροπούλου ζήτησε από το δικαστήριο να επανεξετάσει την απόφασή του για τη μη αναβολή της δίκης και να μην ξανακάνει δίκη για το αδίκημα της «συμμετοχής», που δεν υπάρχει σ’ αυτό το κατηγορητήριο.
Στη συνέχεια, ο Ε. Βλαντής, διορισμένος συνήγορος του Κ. Αγαπίου, υπέβαλε ένσταση αντισυνταγματικότητας του τρομονόμου (Ν. 2928/2001), την οποία στήριξε στη διάταξη για αναγκαστική λήψη DNA. Η ένσταση απορρίφτηκε ως αβάσιμη, χωρίς κανένα άλλο σκεπτικό.
Στη συνέχεια, ο πρόεδρος κήρυξε την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και διάβασε τον κατάλογο των μαρτύρων που βρέθηκαν όλοι απόντες. Το δικαστήριο διέταξε τη βίαιη προσαγωγή των Ζήση, Κυριακίδου, Βεντούρη και Τόγκα και διέκοψε για την επόμενη. Ο Κ. Αγαπίου ζήτησε να κληθούν επίσης οι Νηστικάκης, Μπόση και Παπαθεμελής και ο πρόεδρος του απάντησε ότι το δικαστήριο επιφυλάσσεται να τους καλέσει, αν προκύψει ανάγκη.