Η συνεδρίαση συνεχίστηκε με την κατάθεση του Ι. Γιαννακούρη, ειδικού της Ασφάλειας για την εξερεύνηση αποτυπωμάτων.
Η εφέτης Χυτήρογλου επέμεινε ιδιαίτερα σε δικονομικά ζητήματα, αμφισβητώντας εμμέσως τον τρόπο που η Ασφάλεια κινήθηκε σ’ αυτή την υπόθεση. Ιδιαίτερα στάθηκε στο γιατί δεν στάλθηκαν οι προκηρύξεις με τα υποτιθέμενα αποτυπώματα ως πειστήρια στην προηγούμενη δίκη και ο Γιαννακούρης απάντησε ότι δεν ζητήθηκαν! Θυμόμαστε, όμως, πολύ καλά ότι το προηγούμενο δικαστήριο ζήτησε όλα τα πειστήρια και τα έφεραν σε βαλίτσες και σακούλες, όμως οι προκηρύξεις με τα υποτιθέμενα αποτυπώματα δεν στάλθηκαν και γι’ αυτό το δικαστήριο εκείνο αποφάσισε ότι δεν υπάρχουν.
Ο εφέτης Ντούλης ρώτησε γιατί τόσα χρόνια δεν εξερευνήθηκαν αυτές οι προκηρύξεις, αλλά στάλθηκαν για εξερεύνηση το 2003. Ο Γιαννακούρης προσπάθησε να αποφύγει την απάντηση επί της ουσίας με γενικολογίες για καλές προθέσεις των διωκτικών αρχών και αναφορές σε περιπτώσεις αμέλειας στην Αμερική και σε άλλες χώρες. «Ολες οι Αστυνομίες έχουν τα προβλήματά τους», ήταν η κατακλείδα των απαντήσεών του στις επίμονες ερωτήσεις του δικαστή. Το θέμα έκλεισε ο πρόεδρος παρεμβαίνοντας με τη φράση «δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να μας πει»! Όμως, αυτό ήταν το πιο κρίσιμο ερώτημα απ’ όσα τέθηκαν.
Ο Λ. Ντούλης ρώτησε και για το αν μπορούν να μεταφερθούν αποτυπώματα. Ο Γιαννακούρης απάντησε (όπως και στη δίκη για την υπόθεση της 17Ν) αρνητικά. Ξέρετε ποιο ήταν το επιχείρημά του; Ότι μόνο με τη συναίνεση του υποκειμένου μπορεί να γίνει μεταφορά, γιατί η μέθοδος εξερεύνησης στηρίζεται στην αντίδραση των αμινοξέων. Αυτή η απάντηση ξεμπροστιάζει την Ασφάλεια. Αν κάποιος κάνει ένα σφραγιδάκι με το αποτύπωμα ενός ατόμου και το βουτήξει στο δικό του ιδρώτα, μπορεί να αφήσει ένα αποτύπωμα. Αυτό το μεταφερμένο αποτύπωμα είναι και πάλι ιδρωτικό, δηλαδή περιέχει αμινοξέα και ανιχνεύεται. Η εξερεύνηση δεν περιλαμβάνει τεστ DNA, για να αποδειχτεί αν τα αμινοξέα που αντέδρασαν στο χημικό διάλειμμα και εμφάνισαν το αποτύπωμα στο χαρτί είναι του ανθρώπου στον οποίο ανήκει το αποτύπωμα ή οποιουδήποτε άλλου. Ομως, οι δικαστές δεν κατάλαβαν το ψέμα του Γιαννακούρη, γιατί δεν έχουν στοιχειώδεις χημικές γνώσεις.
Ο ίδιος δικαστής ρώτησε τον Γιαννακούρη αν πήγε να κάνει εξερεύνηση για αποτυπώματα στις φερόμενες ως γιάφκες του ΕΛΑ στην Πάτμου 51, στην Πολέμωνος 13 και στην Αμορίου 6-8 και απάντησε αρνητικά. Ηταν μια εύστοχη ερώτηση. Ο μέγας εξερευνητής, που μπορεί να βρει αποτυπώματα και μετά από 45 χρόνια, όπως έλεγε κομπάζοντας, δεν στάλθηκε στις υποτιθέμενες γιάφκες, μπας και βρεθούν κάποια ενοχοποιητικά στοιχεία. Τι σημαίνει αυτό; ‘Η ότι δεν ανιχνεύονται αποτυπώματα μετά από τόσα χρόνια ή ότι η Αντιτρομοκρατική ήταν σίγουρη πως δεν ήταν γιάφκες αυτά τα διαμερίσματα (ή και τα δύο).
Ο Α. Κωνσταντάκης ξεκίνησε με μια κρίσιμη ερώτηση: Αν η προκήρυξη ελεγχόταν το 1977 θα βρίσκονταν αποτυπώματα. Ο Γιαννακούρης δήλωσε πως δεν μπορεί να απαντήσει. Το επόμενο ερώτημα ήταν ακόμα πιο κρίσιμο. Δεδομένου ότι ο Χρ. Τσιγαρίδας είχε δηλώσει πριν πως ο ΕΛΑ ουδέποτε έστελνε προκηρύξεις σε δεξιές εφημερίδες και επομένως η προκήρυξη που υποτίθεται πως έχει το αποτύπωμα της Αθανασάκη δεν στάλθηκε στην «Απογευματινή» (έχει σταλεί στην «Ελευθεροτυπία»), μπορεί ο μάρτυρας να προσδιορίσει ποιας χρονικής στιγμής είναι το αποτύπωμα; Η απάντηση ήταν αρνητική. Δεν μπορεί να προσδιορίσει πότε μπήκε το συγκεκριμένο αποτύπωμα.
Επόμενη ερώτηση: Δεδομένου ότι φέρονται αποτυπώματα από το αριστερό χέρι του Αγαπίου (που δεν είναι αριστερόχειρας) και το δεξιό της Αθανασάκη, είναι συνηθισμένο αυτό το φαινόμενο; Απάντηση: Δεν μπορώ να απαντήσω. Ακολουθεί μια αποκαλυπτική αναπαράσταση: Ετσι που εμφανίζεται το αποτύπωμα της Αθανασάκη, θα πρέπει να είχε πιάσει το χαρτί ανάποδα, με έναν τρόπο εντελώς απίθανο! «Δεν μπορώ να υποθέσω», ήταν η απάντηση του Γιαννακούρη.
Αμέσως μετά, έρχεται η σημαντικότερη αποκάλυψη. Εντάξει, τον δεξιό δείκτη της Αθανασάκη τον είχαν από την ταυτότητά της, τον δεξιό παράμεσο όμως πού τον είχαν και τον συνέκριναν με τα αποτυπώματα; Αποκαλύπτεται ότι η σχετική έκθεση εξερεύνησης έχει ημερομηνία 2.2.2003, ενώ η Αθανασάκη δακτυλοσκοπήθηκε στις 2 με 3 το απόγευμα της ίδιας μέρας, όμως το έγγραφο αναφέρει «Ημερομηνία εγγραφής: 1/2/03».
Η προσπάθεια του Γιαννακούρη να καλύψει την Αντιτρομοκρατική εξόργισε τον Α. Κωνσταντάκη, ο οποίος κατέληξε λέγοντας πως δεν αμφισβητεί τη δουλειά των εργαστηρίων και του Γιαννακούρη, αλλά πως αυτά τα εργαστήρια ταυτοποίησαν τον δεξιό παράμεσο επειδή είχαν ήδη τα αποτυπώματα της Αθανασάκη. Πριν την δακτυλοσκοπήσουν δηλαδή. Γι’ αυτό και αναφέρουν ημερομηνία εγγραφής μια μέρα πριν τη σύλληψη και δακτυλοσκόπησή της. Και πώς τα είχαν; Το μόνο εύκολο, αν έπαιρναν το ποτήρι από το οποίο ήπιε νερό, μετά τη συνάντησή της με τον πράκτορα Περάκη.
Ο Σ. Φυτράκης, μολονότι η υπόθεση δεν αφορά τον εντολέα του (Γ. Σερίφη), εισφέρει την πείρα του στη διερεύνηση αυτού του ζητήματος. Αποκαλύπτει πως τουλάχιστον από το 1987 τα εργαστήρια της Ασφάλειας μπορούν να εξερευνούν αποτυπώματα σε χαρτί. Δείχνει σχετική έκθεση για την υπόθεση Μπουκουβάλα. Ο Γιαννακούρης το παραδέχεται, αναφέροντας μια παλιά μέθοδο (με νιτρικό άργυρο), που πλέον έχει αντικατασταθεί με καινούργιες. Επιβεβαιώνει ακόμα πως έγγραφα που είχαν εξεταστεί με την παλιά μέθοδο δεν επιδέχονται εξερεύνησης με τις καινούργιες. Και πώς συνέβη, λοιπόν, μια κομβική προκήρυξη του ΕΛΑ, αυτή που αναφέρεται στην ενέργεια κατά της ΑΕG το 1977, όπου σκοτώθηκε ο Χρήστος Κασίμης, να μην έχει εξερευνηθεί επί τόσα χρόνια και να εξερευνάτε πρώτη φορά το Δεκέμβρη του 2002;
Παραδέχεται ακόμα ο Γιαννακούρης πως οι Αμερικάνοι προηγούνταν σ’ αυτές τις μεθόδους και όταν ο Φυτράκης του υπενθυμίζει πως στην υπόθεση Λεσπέρογλου αποδείχτηκε πως όλα τα χαρτιά προς εξερεύνηση τα είχαν στείλει στο FBI, το επιβεβαιώνει. «Ε, δεν θα στέλνατε κι αυτά; Ελάτε τώρα», καταλήγει ο συνήγορος. «Ψάχνατε τον ΕΛΑ τόσα χρόνια και δεν στείλατε τα χαρτιά να τα ερευνήσει το FBI;». «Μην υποτιμάτε τους Ελληνες» είναι η… (άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε) απάντηση του Γιαννακούρη. Ποιος, όμως, αμφιβάλλει ότι ειδικά αυτή η προκήρυξη του ΕΛΑ, που αναφέρεται στην AEG και το θάνατο του Κασίμη, ψάχτηκε εξονυχιστικά από Ελληνες, Αμερικανούς και Γερμανούς; Αν υπήρχαν αποτυπώματα, θα είχαν βρεθεί χρόνια πριν και όχι στα τέλη του 2002, όταν η Αντιτρομοκρατική έχει ήδη καταλήξει στο ποιους θα συλλάβει για την υπόθεση του ΕΛΑ.
Αμέσως μετά το διάλειμμα, που έγινε λίγο πιο νωρίς επειδή το ζήτησε η υπεράσπιση, ο Α. Κωνσταντάκης ξαναζητά το λόγο, για να επανέλθει με νέα ερωτήματα, επειδή όπως είπε είχε κάποιες απορίες και έπρεπε να έχει κάποια επικοινωνία. Το ζήτημα που θέτει είναι αυτό της μεταφοράς αποτυπωμάτων, δυνατότητα την οποία αρνείται ο Γιαννακούρης. Παραδέχεται ότι ένα καλό λανθάνων αποτύπωμα μπορεί να φωτογραφηθεί. Αν λοιπόν –ρωτάει ο συνήγορος- πάρω ένα αποτύπωμα του κ. προέδρου, το φωτογραφίσω με μια μέθοδο υψηλής ανάλυσης, φτιάξω μ’ αυτό ένα σφραγιδάκι, το εμβαπτίσω στο δικό μου τον ιδρώτα και το αποθέσω σε ένα χαρτί, ποιανού θα είναι το αποτύπωμα, δικό μου ή του κ. προέδρου;
Μετά από μερικές στιγμές αμηχανίας ο Γιαννακούρης απαντά πως αυτό δεν μπορεί να γίνει, γιατί η εκβολή του ιδρώτα είναι συνεχής, ενώ η διαδικασία που περιέγραψε ο συνήγορος είναι ασυνεχής!
Παρεμβαίνει ο Χρ. Τσιγαρίδας και αναφέρει ότι υπάρχουν εδώ και χρόνια υλικά (πολυμερή) με απορροφητικότητα, με τα οποία μπορούν να γίνουν σφραγίδες και να μεταφερθεί οπουδήποτε ένα ιδρωτικό αποτύπωμα. Αλλωστε –σημειώνει- τα εργαστήρια του κ. μάρτυρα δεν ερευνούν το DNA, δεν εξετάζουν ποιανού είναι ο ιδρώτας και τα αμινοξέα που αντιδρούν με το χημικό διάλυμα και εμφανίζουν το αποτύπωμα, αλλά μόνο το ανάγλυφο του αποτυπώματος.
Ο Γιαννακούρης προτιμά να μη συνεχίσει άλλο την αντιδικία, γιατί διαπιστώνει ότι δεν έχει επιχειρήματα. Αλλωστε, κανένας δεν κατηγόρησε τον ίδιο ότι έκανε τη μεταφορά αποτυπωμάτων. Αυτουνού του πήγαν ένα χαρτί και του είπαν να κάνει την εξερεύνηση.
Σειρά ερωτημάτων υπέβαλε και ο Κ. Αγαπίου και ο αυτεπάγγελτα διορισθείς συνήγορός του Αγγελος Βαρουτσής (ζητούμε συγνώμη από τον κ. Βαρουτσή γιατί τόσο καιρό γράφαμε λάθος το όνομά του).
Ας συνοψίσουμε, λοιπόν. Η Αντιτρομοκρατική ισχυρίζεται ότι έχει ταυτοποιήσει κάποια αποτυπώματα του Αγαπίου και της Αθανασάκη. Της ζητούνται οι σχετικές εκθέσεις και δεν τις στέλνει ούτε στον ανακριτή ούτε στο προηγούμενο δικαστήριο. Τα αποτυπώματα αυτά αφορούν προκηρύξεις του 1977 και υποτίθεται ότι εξερευνούνται για πρώτη φορά το Δεκέμβρη του 2002. Ουδείς -ούτε η Ασφάλεια- βεβαιώνει πως έφτασαν στα χέρια της οι δυο προκηρύξεις, ενώ για την τρίτη ισχυρίζεται ότι στάλθηκε στην «Απογευματινή», γεγονός που ουδέποτε έχει γίνει.
Ουδείς μπορεί να βεβαιώσει αν αυτές είναι προκηρύξεις που έστειλε ο ΕΛΑ σε εφημερίδες ή προκηρύξεις απ’ αυτές που μοιράζονταν χέρι-χέρι ή στέλνονταν σε αρκετούς ανθρώπους με το ταχυδρομείο (ο ΕΛΑ ακολουθούσε αυτή την τακτική). Θα μπορούσαν αυτές οι προκηρύξεις να είχαν κλαπεί από ένα σπίτι. Θα μπορούσαν να τις είχαν πιάσει οι κατηγορούμενοι κατά τη σύλληψή τους στην Ασφάλεια (το υπαινίχτηκε ο εφέτης Ντούλης). Θα μπορούσε να έχει γίνει ετεροχρονισμένη μεταφορά αποτυπωμάτων από την Αντιτρομοκρατική, που είχε κάθε λόγο να δημιουργήσει «αποδείξεις». Αλλωστε, οι προκηρύξεις αυτές έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας από περισσότερες της μιας υπηρεσίες, εγχώριες και αλλοδαπές, που επί σειρά ετών τις είχαν στα χέρια τους.
Ποια εκδοχή επιλέγουμε εμείς; Την τελευταία. Το γεγονός ότι ο Γιαννακούρης προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποδείξει ότι δεν γίνεται μεταφορά αποτυπωμάτων και στο τέλος εγκατέλειψε την προσπάθεια, βλέποντας ότι δεν πείθει (είναι χαρακτηριστικό ότι οι εφέτες Χυτήρογλου και Ντούλης έδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον και έκαναν συμπληρωματικά ερωτήματα, όταν ο Α. Κωνσταντάκης έθεσε το ζήτημα), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό έγινε. Ο Γιαννακούρης μπορεί να μην είναι ο δράστης της λαθροχειρίας, όμως γνωρίζει καλά πως αυτή μπορεί να γίνει και προσπάθησε να καλύψει τους δράστες από συναδελφική αλληλεγγύη. Εχει και έναν προσωπικό λόγο. Αν δεχτεί ότι τα αποτυπώματα μπορούν να μεταφερθούν, θα είναι σαν να παραδέχεται πως η δουλειά που κάνει ο ίδιος δεν έχει καμιά αποδεικτική αξία, γιατί ουδείς θα γνωρίζει αν τα αποτυπώματα που αυτός εξερευνά είναι γνήσια ή μεταφερμένα. Υπάρχει, δηλαδή, και συντεχνιακό ενδιαφέρον.
Η συνεδρίαση έκλεισε με σχολιασμούς της κατάθεσης Γιαννακούρη από τους Α. Κωνσταντάκη, Ειρ. Αθανασάκη, Κ. Αγαπίου και Α. Κανάς. Ο συνήγορος ανασύνθεσε την κατάθεση Γιαννακούρη και τα όσα προέκυψαν απ’ αυτή, οι Αθανασάκη και Αγαπίου αναφέρθηκαν κυρίως στο εφιαλτικό σκηνικό που δημιουργείται με την παραγωγή τέτοιων «αποδεικτικών μέσων» και ο Κανάς στο ότι βρίσκεται στη φυλακή χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, καταλήγοντας με το… σύνηθες υβρεολόγιο κατά Τσιγαρίδα!!!