Ο Κώστας Αγαπίου δήλωσε εισαγωγικά ότι τα όσα θα πει δεν αποτελούν απολογία, γιατί έχει απορρίψει το κατηγορητήριο από τη στιγμή της σύλληψής του και δεν επιθυμεί να συμπράξει σε οποιαδήποτε νομική διαδικασία που έχει σχέση με αυτό το αυθαίρετο και κατασκευασμένο κατηγορητήριο. Τα όσα θα πω –διευκρίνισε- αποτελούν επανάληψη των όσων έχω πει μέχρι τώρα. Δεν υπάρχει τίποτα το ουσιαστικό που να είναι καινούργιο. Και να ήθελα δεν θα μπορούσα και να μπορούσα δεν θα ήθελα να συμπράξω σε οποιαδήποτε διαδικασία να αποδείξω ή να ανταποδείξω την αθωότητά μου. Αυτό είναι το θεμελιώδες για μένα. Θεμελιώδες γιατί πηγάζει και από τη λογική και από τη βάση της νομικής επιστήμης. Η αθωότητα δεν αποδεικνύεται, υπάρχει ως δεδομένο. Η ενοχή είναι που αποδεικνύεται, που πρέπει να αποδειχτεί και στην προκείμενη περίπτωση.
Ο Κ. Αγαπίου αναφέρθηκε εν εκτάσει στην προσπάθεια που έγινε να συντελεστεί μια μαζική πλύση εγκέφαλου, με στόχο να εμφανιστούν τα ζητούμενα ως δεδομένα. Κατά την άποψή του, το βούλευμα, η κατηγορία, στηρίζεται στους εξής συλλογισμούς: εφόσον είναι μέλη του ΕΛΑ, έχουν διαπράξει αυτά που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο. Εφόσον έχουν διαπράξει αυτά που περιλαμβάνει η κατηγορία, σημαίνει ότι είναι μέλη του ΕΛΑ.
Δήλωσε, ακόμη, ότι δεν έχει ζητήσει καμιά έκφραση αλληλεγγύης ή υποστήριξης από κανένα. Δεν θέλει να επιχειρηματολογεί κανείς για την αθωότητά του, γιατί κανείς δεν είναι σε θέση να ξέρει. Χαρακτήρισε καλοπροαίρετη τη σχετική υπερασπιστική αναφορά του Χρ. Τσιγαρίδα στον ίδιο, δηλώνοντας ότι για τους ίδιους λόγους δεν τη θέλει, δεν τη ζήτησε.
Αναφερόμενος στο γεγονός της μη υποστήριξης από τη μεριά του της ένστασης της παραγραφής των αδικημάτων που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο αυτής της δίκης, διάβασε στο δικαστήριο επιστολή του συνηγόρου του στην προηγούμενη δίκη Νίκου Δαμασκόπουλου (με την άδειά του, όπως διευκρίνισε), η οποία αναφερόταν σε νομικές και πολιτικές πτυχές της υπόθεσης καθώς και σε λεπτομέρειες της πρώτης δίκης, που καταδεικνύουν τη σκοπιμότητα που πρυτάνευσε (προστασία Κυριακίδου, νομιμοποίηση παλιόχαρτων Στάζι, ύμνοι για τον άθλιο Ζήση κ.λπ.). Ο δικηγόρος περιέγραφε τον απελπισμένο και τελικά μάταιο αγώνα που έδωσε η υπεράσπιση και κατέληγε με την έκφραση υποστήριξης στην επιλογή του Αγαπίου να μη διορίσει υπεράσπιση σ’ αυτή τη δεύτερη δίκη, γιατί ο ίδιος προσωπικά δεν θα επιθυμούσε να συμπράξει σε μια διαδικασία νομιμοποίησης προειλημμένων αποφάσεων.
Συνεχίζοντας, ο Κ. Αγαπίου είπε πως δεν ήταν αρκετή η καταστρατήγηση του τεκμήριου αθωότητας, την οποία περιέγραψε, αλλά υπήρξαν και άλλα βαρύτατα εγκλήματα χρήσης και κατάχρησης εξουσίας σε βάρος του και σε βάρος άλλων. Κατήγγειλε το ρόλο που έχουν παίξει τα ΜΜΕ σ’ αυτή την ιστορία και στηλίτευσε την έλλειψη αντιδράσεων από τη λεγόμενη κοινωνία των πολιτών και τους οργανωμένους φορείς της, πλην ατομικών εξαιρέσεων. Μίλησε για ενεργό σύμπλευση και σιωπηρή ανοχή, υπό διάφορα προσχήματα.
Συγκεκριμενοποιώντας την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου σε βάρος του, ο Κ. Αγαπίου αναφέρθηκε στις καταθέσεις των Νηστικάκη και Μπόση, καθώς και των αξιωματικών της Αντιτρομοκρατικής Δάβαλου, Αρναουτίδη και Αμοιρίδη, οι οποίοι σε ερωτήσεις του, αν έχουν να εισφέρουν κάτι σε βάρος του, απάντησαν αρνητικά. Σημείωσε, ακόμη, ότι τελικά η απουσία ενοχοποιητικών στοιχείων, μέσα στο κλίμα που έχει δημιουργηθεί, φτάνει στον παραλογισμό να χρησιμοποιείται ενοχοποιητικά, με το κουτοπόνηρο ερώτημα: δεν υπάρχουν στοιχεία ή υπάρχουν και δεν τα λένε;
Αναφέρθηκε εν εκτάσει στην ιστορία με τα φερόμενα ως αποτυπώματα. Στη μη προσκόμισή τους στην προηγούμενη δίκη, στην αναφορά της προέδρου για δικά του αποτυπώματα σε τεύχη της «Αντιπληροφόρησης» (πράγμα που δεν ισχύει, δεδομένου ότι αποτυπώματά του φέρονται σε προκηρύξεις), στην κατάθεση Γιαννακούρη, που δήλωσε ότι ουδέποτε πριν από το Δεκέμβρη του 2002 είχε δει ή εξετάσει αυτές τις προκηρύξεις. Ολα αυτά αποκαλύπτουν την καλλιέργεια σκόπιμης σύγχυσης, για να «δέσουν» οι εντυπώσεις και να υποκαταστήσουν την ανυπαρξία στοιχείων. Με τον ίδιο τρόπο κατασχέθηκαν και άλλα πράγματα από το σπίτι του και από σπίτια φιλικών του προσώπων. Πράγματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προπαγανδιστικά και όχι ως αποδεικτικά στοιχεία. Αναφέρθηκε, ακόμα σε ασφαλίτικες εκθέσεις που δείχνουν την πολύχρονη παρακολούθησή του και την ένταξή του σε λίστες υπόπτων, από την περίοδο της χούντας ακόμη.
Στη συνέχεια, ο Κ. Αγαπίου αναφέρθηκε στις διαδοχικές καταθέσεις της Κυριακίδου, η οποία κάθε φορά διαψεύδει ενόρκως αυτά που είχε καταθέσει, πάλι ενόρκως, την προηγούμενη φορά. Μίλησε για τις μετατοπίσεις της στο χώρο και στο χρόνο. Από το Παγκράτι στην Κυψέλη και από το ’83 στο ’89. Για την άνεση που έχει να αυτοδιαψεύδεται. Για τη σκοπιμότητα αυτών των αυτοδιαψεύσεων, ώστε να υπάρξει κατάληξη σε κάποιο σενάριο. Για τη διάψευση σ’ αυτή τη δίκη σημαντικών πτυχών των ισχυρισμών Κυριακίδου, μετά την κλήση μαρτύρων που το προηγούμενο δικαστήριο είχε αρνηθεί να καλέσει. Τελικά, αποδείχτηκε –κατέληξε ο Αγαπίου- ότι όλα αυτά που λέει για την Πολέμωνος είναι ένα φανταστικό, ένα κατασκευασμένο γεγονός.
Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις καταθέσεις του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος και του ξαδέρφου του, που η Κυριακίδου είχε καταθέσει ότι της νοίκιασε το σπίτι και ο οποίος όχι μόνο τη διέψευσε αλλά αποκάλυψε και ότι το είχε πει στους Αστυνομικούς που επικοινώνησαν μαζί του. Μίλησε ακόμα για την κατάρρευση της κατάθεσης Τόγκα, η οποία εμφανίστηκε να γνωρίζει την Κυριακίδου η οποία δήλωσε ότι ουδέποτε την έχει δει (!) και στηλίτευσε τη συμπεριφορά του προηγούμενου δικαστήριου, που αρνήθηκε να ικανοποιήσει δικαιολογημένα αιτήματα για κλήση μαρτύρων, οι οποίοι ήρθαν σ’ αυτό το δικαστήριο και με τις καταθέσεις τους αποκάλυψαν πράγματα που, αν γινόταν γνωστά στο προηγούμενο δικαστήριο, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο.
Στηλίτευσε, επίσης την προκλητική συμπεριφορά μελών του ίδιου δικαστήριου, που προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν την ομολογία Τσιγαρίδα ως ενοχοποιητικό στοιχείο για τους άλλους. Είναι δυνατόν –είπε- η ομολογία κάποιου, που αφορά μόνο τον εαυτό του και κανέναν άλλο, να χρησιμοποιείται ως ενοχοποιητικό στοιχείο για άλλους;
Αναφέρθηκε, ακόμα, σε σκόπιμη σύγχυση που ακόμα αιωρείται, για δική του γνωριμία με τον Χρ. Τσιγαρίδα, γεγονός που –όπως σημείωσε- έχει διαψευστεί και από τους δύο από το 1999, στις καταθέσεις τους στον ανακριτή Παλλαδινό. Διάβασε, μάλιστα αποσπάσματα από τις καταθέσεις των Τσιγαρίδα, Καββαδία, Αγαπίου το 1999, στις οποίες ο Τσιγαρίδας δηλώνει ότι γνωρίζει μόνο έναν Κ. Αγαπίου, πολιτικό μηχανικό και κανέναν άλλο, ενώ ο Καββαδίας δηλώνει ότι γνωρίζει δύο άτομα με αυτό το όνομα.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, σημείωσε πως ούτε για τον Τσιγαρίδα υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο για συμμετοχή του σε οποιαδήποτε από τις πράξεις του κατηγορητήριου, πλην μιας κατηγορίας, αυτής της συμμετοχής στον ΕΛΑ. Αυτό δεν το λέω μόνο εγώ –είπε- το λέω και εγώ. Το είπε και ο κ. Ζερβομπεάκος. Σημείωσε δε πως ο ίδιος ο Τσιγαρίδας έχει αναλάβει μόνο την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ, από τα μέσα του 1976 μέχρι τα τέλη του 1989 με αρχές του 1990, περιγράφοντας μάλιστα τη συγκεκριμένη συμμετοχή του στην οργάνωση, ως άτομο που συνδεόταν με τον Χρήστο Κασίμη και στη συνέχεια με κάποιον άλλο σύνδεσμο. Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να πει για οιονδήποτε, αν ήταν ή δεν ήταν μέλος αυτής της οργάνωσης. Γι’ αυτό –κατέληξε- ο ίδιος ουδέποτε ζήτησε από τον Χρ. Τσιγαρίδα, όπως και από οιονδήποτε άλλο, να πει ότι είναι αθώος.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο Κ. Αγαπίου επανέλαβε ότι δεν μπορεί και δεν θέλει να μπει σε οποιαδήποτε διαδικασία απόδειξης της αθωότητάς του, γιατί θεωρεί μια τέτοια διαδικασία παράνομη και αντισυνταγματική, που καταργεί ευθέως το τεκμήριο της αθωότητας και αντιστρέφει συστηματικά την πραγματικότητα. Δεν μπορεί –είπε- να ζητιέται από μένα να δικαιολογώ ή να απαντώ σε οποιαδήποτε ερωτηματικά γεννιούνται μέσα στο κεφάλι του καθένα ή τα έχει ενστερνιστεί λόγω της αναπαραγωγής τους από τα ΜΜΕ. Αυτό έχει καταντήσει μια μόνιμη αστυνομική και δικαστική πρακτική σε βάρος μου. Μίλησε, ακόμα, και για την παραγραφή, η οποία καλώς υπάρχει, γιατί αλλιώς θα καταντούσαμε ζούγκλα, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ίδιος δεν την υποστήριξε, γιατί και αυτή χρησιμοποιούνταν ως παραδοχή ενοχής, για να οδηγήσει σε άλλες καταδίκες.
Κατά την κρίση του Κ. Αγαπίου, η απόφαση του δικαστηρίου είναι απλή. Απλή, όχι απλοϊκή. Απλή που προκύπτει μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες. Αν το δικαστήριο δεχτεί αυτά που λέει ο ίδιος, τότε η απόφαση θα είναι απαλλακτική. Αν πρυτανεύσουν άλλες σκοπιμότητες, τότε θα επικυρωθεί και πάλι το προαποφασισμένη αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι που κάθονται στα έδρανα έχουν προειλημμένη απόφαση, αλλά ότι δρομολογούνται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η απόφαση, λοιπόν, είναι απλή και σε καταδικαστική και σε απαλλακτική περίπτωση. Σε καταδικαστική περίπτωση, οι δυσκολίες θα ακολουθήσουν, γιατί θα πρέπει να καλυφθεί η απουσία οποιουδήποτε αποδεικτικού υλικού. Εξίσου απλή και ταυτόχρονα δύσκολη είναι και η απαλλακτική απόφαση, γιατί θα πρέπει οι δικαστές να έρθουν σε σύγκρουση με όλο αυτό που έχει προηγηθεί.
Αυτό το δεύτερο, την απαλλακτική απόφαση, ο Κ. Αγαπίου το βλέπει πολύ δύσκολο, πιο δύσκολο απ’ το πρώτο, γιατί θα είναι μια απόφαση δυσμενής για εκείνους που παρήγγειλαν αυτή την υπόθεση, τα κυκλώματα της πολιτικής πλεκτάνης, προκειμένου να εξυπηρετηθούν εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιμότητες, πάνω στην πλάτη μερικών ανθρώπων.
Ο πρόεδρος ζήτησε από τον Κ. Αγαπίου να αναφερθεί στον εαυτό του και στη ζωή του και αυτός αρνήθηκε να μιλήσει και για τη ζωή του και για τις ιδεολογικοπολιτικές του αντιλήψεις, γιατί δεν κατηγορείται γι’ αυτές. Επιπρόσθετα, τα στοιχεία της προσωπικότητάς του θα ήταν απαραίτητα για να λειτουργήσουν επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά σε σχέση με το κατηγορητήριο. Αυτός δεν δέχεται το κατηγορητήριο και κατά συνέπεια δεν δέχεται να υποστεί εξέταση του τύπου ανίχνευσης της προσωπικότητάς του. Θα το δεχόταν, ενδεχομένως, αν έψαχνε για ελαφρυντικά. Δεν ψάχνει, όμως.
Για την «αναγνώριση» από τη Σιώζου δεν είχε να απαντήσει τίποτα. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον είδε εκεί που λέει (στο διαμέρισμα του Κανά στην Πάτμου). Στην περιοχή γύρω από την Κολιάτσου κυκλοφορούσε συχνά, όπως είπε, αλλά για τη Σιώζου δεν είναι δουλειά δική του να πει γιατί καταθέτει αυτά που καταθέτει. Για τις προκηρύξεις που φέρονται με αποτυπώματά του, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να είναι προκήρυξη που στάλθηκε στην «Απογευματινή». Μια τόσο σημαντική προκήρυξη (συμπλοκή στην AEG) θα την είχαν ψάξει και έτσι και υπήρχαν δικά του αποτυπώματα θα τα είχαν κάνει σημαία. Προκηρύξεις ο ίδιος έχει πιάσει πολλές φορές, όμως αποκλείεται ο ίδιος να έχει πιάσει μαζί με την Αθανασάκη προκήρυξη το 1977.
Ο εισαγγελέας άρχισε με σοφιστείες. Γιατί να βάλουν αποτυπώματα του Αγαπίου και της Αθανασάκη στις προκηρύξεις, αφού δεν έχουν κατηγορία ούτε για την AEG ούτε για συμμετοχή! Μάταια προσπαθούσε ο Αγαπίου να του εξηγήσει ότι αυτή η κατηγορία υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Δεν ήθελε να καταλάβει. Λες και οι προκηρύξεις κατασκευάστηκαν γι’ αυτή την «τσόντα» δίκη και όχι για την προηγούμενη δίκη, με την κατηγορία της συμμετοχής και τις άλλες, που στηρίχτηκαν όχι σε οποιοδήποτε στοιχείο, αλλά στο αυθαίρετο συμπέρασμα της συμμετοχής.
Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας επανήλθε στη Σιώζου, λες και δεν του έφτανε η κατηγορηματική διάψευση ότι έχει πάει ποτέ σ’ αυτό το μέρος. Ηταν τόσο εξοργιστικός που ανάγκασε τον Αγαπίου να του πει: «Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε, μη με αναγκάζετε να πως ότι κάνετε προβοκατόρικες ερωτήσεις, που δεν θέλω να το πω και δεν το λέω». Αμέσως μετά, άρχισε να τον ρωτάει αν γνωρίζει τον Κανά (!) λες και δεν ΄χει παρακολουθήσει τη μέχρι τώρα διαδικασία και επανήλθε στη Σιώζου με το… συντριπτικό επιχείρημα: «Αφού είναι κατασκευασμένη, γιατί να μη τη βάλουν να πει και για τον Σερίφη ή τον Κασίμη»! Τι να απαντήσει ο Αγαπίου; Απάντησε το αυτονόητο: «Να ρωτήσετε αυτούς που την κατασκεύασαν, όχι εμένα». Για να αναφερθεί στη συνέχεια στους κατασκευασμένους ψευδομάρτυρες κατά Κασίμη και Σερίφη.
Ο εισαγγελέας άρχισε να τον ρωτάει πώς βιοποριζόταν το 1985-90. Πέστε ότι ήμουν κλέφτης, του απάντησε ο Αγαπίου. Τι σας ενδιαφέρει τι έκανα, πώς ζούσα; Εχει καμιά σχέση αυτό με την κατηγορία; Ημουν άγαμος, άτεκνος, τεμπέλης, ανεπρόκοπος, βάλτε ό,τι θέλετε. Τι σχέση έχει η ζωή μου με το κατηγορητήριο; Ο κ. Πατσής στο προηγούμενο δικαστήριο έφτασε να πει πως το ότι η Αθανασάκη πήγε στη Μύκονο αποτελεί στοιχείο ενοχής. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να απαντήσω σε τέτοιες ερωτήσεις. Εμφανώς αμήχανος ο εισαγγελέας, προσπάθησε να δημιουργήσει ένταση προχωρώντας σε προσωπικές επιθέσεις κατά του Αγαπίου.
Η εφέτης Μ. Χυτήρογλου επέστρεψε στην ουσία της υπόθεσης, ζητώντας από τον Αγαπίου την ερμηνεία του για τη χωρική μετατόπιση της Κυριακίδου από την Πάτμου στην Πολέμωνος. Η απάντηση ήταν ότι σε ένα υπαρκτό διαμέρισμα δεν θα μπορούσε να στηθεί όλο το φανταστικό σκηνικό που στήθηκε. Στη συνέχεια ρώτησε για το επεισόδιο Περάκη και ο Αγαπίου απάντησε ότι ενήργησε έτσι από τη μια για να καθησυχάσει την Αθανασάκη, από δε τη δική του άποψη προσπάθησε από το τηλέφωνο της κάρτας να τον βρει, επέμεινε για 10-15 μέρες αλλά το τηλέφωνο δεν απαντούσε, μέχρι που στο τέλος κάποιος απάντησε, του ζήτησε εξηγήσεις και εκείνος του είπε «τι είναι αυτά που μου λες, άνθρωπέ μου;».
Η εφέτης ρώτησε αν την περίοδο που φέρεται ότι στάλθηκε η προκήρυξη στην οποία λένε ότι εμφανίζονται αποτυπώματά του ο ίδιος ήταν γνωστός στην Αστυνομία και ο Κ. Αγαπίου απάντησε πως φυσικά και ήταν γνωστός στην Αστυνομία, είχαν τα αποτυπώματά του, είχε βγάλει και διαβατήριο.
Ο εφέτης Λ. Ντούλης ζήτησε ευγενικά, αν θέλει, να απαντήσει πότε άρχισε και πότε τέλειωσε η σχέση του με την Αθανασάκη και ο Κ. Αγαπίου απάντησε με σαφήνεια. Θα την καλούσατε ποτέ ως μάρτυρα υπεράσπισής σας σε κάποιο δικαστήριο; ρώτησε ο εφέτης, για να επανέλθει με άλλη πιο σαφή ερώτηση: Ο αντίδικός σας θα προσπαθούσε να σας τη στερήσει;
Ακόμα πιο εύστοχη ήταν η επόμενη ενότητα ερωτήσεων. Πότε βγάλατε ταυτότητα; Το 1962. Είχε το αποτύπωμά σας; Το είχε. Αν δεν μπορούσε να γίνει σύγκριση, τότε γιατί να το έχει;
Οι ερωτήσεις από τους αναπληρωτές δικαστές αφορούσαν διάφορες λεπτομέρειες και απαντήθηκαν από τον Κ. Αγαπίου με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα, χωρίς καμιά στιγμή να εμφανιστεί οποιοσδήποτε δισταγμός στη φωνή του.