Ο μάρτυρας Παπαγεωργίου στην υπόθεση Περατικού κατέθεσε ότι είδε τρία άτομα, από τα οποία το τρίτο δεν το είδε καθόλου, γιατί του έκρυβε τη θέα μια κολόνα. Από τα άτομα που είδε, ο ένας θα μπορούσε να είναι ο Βασίλης Ξηρός (λόγω σωμτοδομής) και ο δεύτερος ο Δ. Κουφοντίνας (έμοιαζε το μέτωπό του)! Μια ακόμη περίπτωση, δηλαδή, για το πώς γίνονταν οι αναγνωρίσεις το 2002 και κατασκευάζονταν το κατηγορητήριο. Αφού διένειμαν τους συλληφθέντες στις διάφορες υποθέσεις, καλούσαν μάρτυρες και τους «έσπρωχναν» να προβούν σε αναγνωρίσεις. Εστω και το σουλούπι να ταίριαζε σε κάποιον από τους υποδεικνυόμενους, ο μάρτυρας οδηγούνταν σε αναγνώριση.
ΡΟΥΚΕΤΑ ΣΕ ΠΕΝΤΕΛΙΚΟ
Ο ιδιοκτήτης του πολυτελούς ξενοδοχείου κατέθεσε ότι ειδοποιήθηκαν από την Αστυνομία και κάποια εφημερίδα, ότι σε 16 λεπτά θα εκραγούν δυο βόμβες στο ξενοδοχείο. Ομως δεν υπήρξε έκρηξη, αλλά η εκτόξευση μιας ρουκέτας, που χτύπησε σ’ ένα κλαδί δένδρου στον κήπο του ξενοδοχείου, εξερράγη και τα θραύσματά της έκαναν μικροζημιές σε αυτοκίνητα και στην πρόσοψη του ξενοδοχείου. Ο ίδιος τη μια έλεγε ότι ο κόσμος απομακρύνθηκε από το ξενοδοχείο και την άλλη ότι η ρουκέτα κατευθυνόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου, όπου υπήρχε κόσμος (εργαζόμενοι και αστυνομικοί). Αφού, όμως, υπήρχε προειδοποίηση με ακριβή χρονικό προσδιορισμό, τι γύρευε ο κόσμος στο λόμπι του ξενοδοχείου (αν δεχτούμε ότι υπήρχε κόσμος και δεν είναι ένα ακόμη παραμύθι); Λίγο μετά, απαντώντας σε ερώτηση της εισαγγελέα, είπε ότι η ρουκέτα κατευθυνόταν στη τζαμαρία του πρώτου ορόφου και οι αστυνομικοί βρίσκονταν στο ισόγειο! Ξεκαθάρισε δε αργότερα, απαντώντας σε διευκρινιστική ερώτηση του προέδρου, ότι το λόμπι του ξενοδοχείου ήταν στο ισόγειο και πως από το κτίριο που έγινε η εκτόξευση δεν μπορούσαν να δουν το λόμπι.
Ενδιαφέρον, πάντως, είχε η άποψη του Βάρδη και του συνηγόρου του Δημητρακόπουλου, ότι η ενέργεια της 17Ν ήταν λάθος και ήταν προϊόν σύγχυσης ανάμεσα στο επώνυμο Βάρδης και στο όνομα Βαρδής. Οτι δηλαδή η οργάνωση μπερδεύτηκε από τις εφημερίδες και θεώρησε το ξενοδοχείο ιδιοκτησίας του ομίλου Βαρδινογιάννη. Ηταν λάθος, δε θα έπρεπε η 17Ν να χτυπήσει μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, είπε ο Βάρδης. Παραδέχτηκε, δηλαδή, ευθέως τον πολιτικό χαρακτήρα της ενέργειας.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της Γ. Κούρτοβικ ο μάρτυρας είπε ότι με ευθύνη της Αστυνομίας έμεινε και προσωπικό μέσα στο ξενοδοχείο, για να τους δείχνει τους χώρους να ψάχνουν για βόμβες με το ειδικό σκυλί! Παραδέχτηκε, ακόμα, ότι ο μηχανισμός έσκασε σε 16 λεπτά. «Ενώ είχαν προειδοποιήσει για 20 λεπτά;», ρώτησε ο πρόεδρος. «Ναι», απάντησε ο μάρτυρας, όταν ο ίδιος είχε καταθέσει ότι η προειδοποίηση ήταν για 16 λεπτά. Και ενώ η Γ. Κούρτοβικ διαμαρτύρεται ήρεμα, ότι ο μάρτυρας έχει καταθέσει για 16 λεπτά και ο πρόεδρος προσπαθεί να του υποβάλει απάντηση για 20 λεπτά (προφανώς για να βγει το συμπέρασμα, ότι σκόπιμα είπαν 20 λεπτά και πυροδότησαν τη ρουκέτα σε 16 λεπτά), ο πρόεδρος όχι μόνο δεν ακούει τη συνήγορο, αλλά της λέει ότι αυτά που λέει είναι ευφυολογήματα! Οργισμένος του απαντά ο Δ. Κουφοντίνας, ότι κάνει το ίδιο που έχει κάνει και με άλλους μάρτυρες και ότι όλοι άκουσαν το μάρτυρα να μιλάει για 16 λεπτά. «Τα 20 λεπτά τα έχει πει ο κ. Κουφοντίνας», πετάχτηκε η εισαγγελέας! Η ίδια, όμως, ένα λεπτό πριν, όταν ο πρόεδρος έλεγε «20 λεπτά», τον είχε διορθώσει: «16 λεπτά είπε ο μάρτυρας»!
Η Γ. Κούρτοβικ έθεσε θέμα σεβασμού προς το πρόσωπό της ως συνηγόρου, επισήμανε στον πρόεδρο ότι προσπάθησε να καθοδηγήσει το μάρτυρα να αλλάξει την κατάθεσή του και ζήτησε διάλειμμα πέντε λεπτών προκειμένου να ηρεμήσει και να μπορέσει να συνεχίσει την εξέταση του μάρτυρα (όπως και έγινε). Νομίζουμε, ότι μετά την περιγραφή αυτού του επεισόδιου περισσεύει κάθε παραπέρα σχόλιο. Ακόμα και σε μια τόσο απλή υπόθεση, για την οποία υπήρξαν δυο προειδοποιήσεις, καταβάλλεται προσπάθεια να «φουσκώσει» η κατηγορία. Προσπάθεια η οποία ποινικά είναι μάλλον αδιάφορη, έχει όμως μεγάλη πολιτική σημασία, καθώς επιχειρείται να παρουσιαστεί η 17Ν ως οργάνωση που επεδίωκε να χτυπήσει ακόμα και απλούς εργαζόμενους σε ένα ξενοδοχείο, παγιδεύοντας με ψεύτικες πληροφορίες ως προς το χρόνο μιας έκρηξης.
Μετά το διάλειμμα, ο πρόεδρος, προσπαθώντας να μπαλώσει την κατάσταση, «θύμισε» στο δικαστήριο ότι ο μάρτυρας στην πρώτη δίκη είχε πει ότι νομίζει πως η έκρηξη έγινε πιο γρήγορα από τα 20 λεπτά, στα 16 λεπτά. Η απάντηση από τη Γ. Κούρτοβικ ήταν «πληρωμένη» και είχε δύο σκέλη. Αν είναι να κάνουμε μια δίκη διεκπεραίωσης, τότε να πάρουμε τα πρακτικά της πρώτης δίκης να τα επικυρώσουμε και να μη κουραζόμαστε. Και από την άλλη, η διόρθωση στο μάρτυρα δεν έγινε την ώρα που κατέθετε, αλλά πολύ αργότερα, όταν διαφάνηκε ότι η ευθύνη για τη με εκκένωση του χώρου ήταν της Αστυνομίας. Η Γ. Κούρτοβικ εξέφρασε το θυμό της για την αδιαφορία που δείχνει το δικαστήριο μπροστά στην αποκάλυψη νέων στοιχείων και μίλησε για δίκη διεκπεραίωσης. Δυο από τις εφέτες της έδρας διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτό, δηλώνοντας έντονα ότι δεν κάνουν δίκη διεκπεραίωσης. Η ευαισθησία ανθρώπων που αντιδρούν και αισθάνονται θιγμένοι με εγγίζει – είπε η συνήγορος, αναφερόμενη στη διαμαρτυρία των δύο εφετών – όμως η διαδικασία δεν με πείθει ότι δε γίνεται διεκπεραίωσης.
Ο Βάρδης, έχοντας καταλάβει τι έγινε, προσπάθησε να τα γυρίσει. Ενώ αρχικά κατέθεσε ότι ειδοποιήθηκαν για 16 λεπτά και πράγματι σε 16 λεπτά εκτοξεύθηκε η ρουκέτα, στη συνέχεια «επιστράτευσε τη μνήμη του και θυμήθηκε» ότι η ειδοποίηση έγινε για 20 λεπτά και η ρουκέτα εξερράγη στα 16 λεπτά! Τα σχόλια δικά σας.
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η διαφορά ανάμεσα στο χρόνο προειδοποίησης και στο χρόνο έκρηξης ήταν κρίσιμο ζήτημα. «Οφείλατε να το θυμόσαστε, αφού ήταν κρίσιμο;», ρώτησε η Κούρτοβικ. «Το θυμάμαι», απάντησε ο Βάρδης! «Αρα, αυτό που καταθέσατε στην αρχή είναι το σωστό», κατέληξε –απολύτως λογικά- η συνήγορος, λέγοντας ευθέως στον Βάρδη ότι ψεύδεται. «Δεν ψεύδομαι, απλά θυμήθηκα, έχω δικαίωμα να θυμάμαι», απάντησε αμήχανα αυτός, χωρίς να δείξει καθόλου θιγμένος από το χαρακτηρισμό.
«Προς τι η προειδοποίηση, αν ήθελαν θύματα; Δεν σας είχαν στο έλεός τους;», ρώτησε ο Β. Καρύδης και απάντηση δεν πήρε. Εισέπραξε μόνο ερώτηση: «Αφού θα έριχναν ρουκέτα, γιατί είπαν για βόμβες;». Ο συνήγορος, βέβαια, δεν απάντησε (η δουλειά του είναι να ρωτά, όχι να απαντά), ας απαντήσουμε όμως εμείς, επιστρατεύοντας την κοινή λογική. Αν έλεγαν για ρουκέτα, μέσα σε 16 λεπτά η Αστυνομία θα μπορούσε να βρει το μηχανισμό εκτόξευσης και να τον αχρηστεύσει. Το πρώτο που θα έψαχνε θα ήταν ο μαντρότοιχος και το εγκαταλελειμένο διόροφο όπου είχε τοποθετηθεί ο μηχανισμός εκτόξευσης. Με την προειδοποίηση για βόμβες (δύο μάλιστα) ήθελαν να εκκενωθεί το ξενοδοχείο, για να μη χτυπήσει κανένας, και να εκτοξευθεί η ρουκέτα με τον ωρολογιακό μηχανισμό. Θέλει πολλή σκέψη για να το καταλάβει κανείς αυτό; Και όμως, ουδείς από την έδρα (κυρίως ο πρόεδρος) δεν έκανε αυτή την απλή λογική ερώτηση.
Η εξέταση της υπόθεσης έκλεισε με μια δήλωση του Δ. Κουφοντίνα, που είπε τα εξής:
«Στην υπόθεση αυτή υπάρχουν δυο ζητήματα. Το πρώτο είναι το ζήτημα της πραγματικής ιδιοκτησίας του ξενοδοχείου και το δεύτερο η εγκληματική πρακτική της Αστυνομίας. Θα επικεντρωθώ στο δεύτερο. Στο πρώτο θα αναφέρω μόνο ότι οι πληροφορίες που ήρθαν στην οργάνωση τις συγκέντρωσε μια ομάδα έρευνας, της οποίας η αξιοπιστία επιβεβαιωνόταν πάντοτε και ποτέ δεν διαψεύστηκε. Αλλωστε, δεν υπήρξε διάψευση για την οικογένεια Βαρδινογιάννη. Επίσης, η οικογένεια Βαρδινογιάννη, λόγω ενδοοικογενειακών διαμαχών το συνήθιζε αυτό, διάφορες εταιρίες να εμφανίζονται στο όνομα άλλων.
Εκεί που θα επικεντρωθώ είναι το δεύτερο ζήτημα, το ζήτημα της εγκληματικής πρακτικής της Αστυνομίας. Εγινε προσπάθεια να δημιουργηθούν και εδώ κάποιες εντυπώσεις με τα 20 ή 16 λεπτά. Δεν είναι αυτή η ουσία, αν και υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση γι’ αυτό, αλλά το θεωρώ έλασσον. Είναι ότι η οργάνωση ειδοποίησε πραγματικά ότι σε 20 λεπτά θα σκάσει βόμβα, στην “Ελευθεροτυπία”, η “Ελευθεροτυπία” προφανώς ειδοποίησε την Αστυνομία και μετά πήρε το ξενοδοχείο και σ’ όλη αυτή τη διαδικασία προφανώς πέρασαν δυο-τρία λεπτά. Οπότε θα ειπώθηκε στο ξενοδοχείο ότι σε 16 λεπτά θα σκάσει βόμβα. Απλή λογική είναι. Δεν είναι, όμως, η ουσία αυτή. Η ουσία είναι άλλη. Οτι η Αστυνομία γνώριζε πολύ καλά, ότι σε λίγα λεπτά θα γίνει μια ή δύο ισχυρές εκρήξεις στο ξενοδοχείο. Και παρολαυτά, ενώ βγάζει τους επώνυμους πελάτες από το ξενοδοχείο, αφήνει μέσα τους υπαλλήλους, βάζει επιπλέον και απλούς αστυνομικούς να ψάχνουνε μέσα στους χώρους. Γιατί γίνεται αυτό; Εφόσον ήξερε ότι υπήρχε κίνδυνος, έπρεπε να εκκενωθεί το ξενοδοχείο, να περάσει ο χρόνος, συν κάποιος χρόνος ασφαλείας, όπως συνηθίζεται παντού, και μετά να μπούνε μέσα πυροτεχνουργοί. Και σε καμιά περίπτωση να μην υπάρχουν υπάλληλοι. Τι ήταν οι υπάλληλοι δηλαδή; Ηταν πυροτεχνουργοί, είχαν εξειδικευμένες γνώσεις; Οχι. Οι εμπειρίες της Αστυνομίας ήταν σαφείς. Ηθελε να υπάρξουν θύματα. Ηθελε να υπάρξουν θύματα για να φορτωθούν στην Οργάνωση, για να δυσφημιστεί η Οργάνωση, για να πληγεί η Οργάνωση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό. Εδώ πέρα προέκυψε από μαρτυρίες άλλες: στα γραφεία της ΕΟΚ, υπήρχε ειδοποίηση στην “Ελευθεροτυπία”, ότι σε 20 λεπτά θα υπάρξει έκρηξη στο σημείο. Ηρθε δημοσιογράφος από τα γραφεία της “Ελευθεροτυπίας”, που ήτανε τότε στην Κολοκοτρώνη, είδε ότι παρότι είχε ειδοποιηθεί η Αστυνομία δεν έκανε τίποτε και ο ίδιος ο δημοσιογράφος εκτελούσε χρέη αστυνομικού, διέκοψε την κυκλοφορία και προσπάθησε να ειδοποιήσει και τους πεζούς να απομακρυνθούν. Αυτό έγινε και σ’ άλλες περιπτώσεις. Στη Ζίμενς, στο Χάλυψ και σε άλλες. Ακόμα και σε βόμβες που ήταν άλλων οργανώσεων. Θα θυμίσω τη βόμβα που είχε βάλει ο ΕΛΑ, νομίζω στην Πάντειο, όπου είχε ειδοποιηθεί η Αστυνομία και δεν ειδοποίησε το φύλακα. Ηταν μια πάγια τακτική, ήταν μια εγκληματική πρακτική της Αστυνομίας. Αυτή είναι η ουσία».
Στο σχολιασμό της η Γ. Κούρτοβικ είπε ότι είναι ενδεικτικό της αξιοπιστίας των μαρτύρων που έρχονται είναι αυτό που λέει η έκθεση αυτοψίας αναφέρει, ότι η ρουκέτα στόχευε στο δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου (στο ύψος δευτέρου προς τρίτο ορόφου).
ΛΗΣΤΕΙΑ ΕΛΤΑ ΑΙΓΑΛΕΩ
Μια από τις πιο σημαντικές υποθέσεις αυτής της δίκης, όχι από την άποψη της βαρύτητας των αδικημάτων και των ποινών, αλλά από την άποψη του τρόπου που στήθηκε το κατηγορητήριο. Εδώ έχουμε αναγνωριστές που θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε «κατ’ επάγγελμα». Πρόκειται για υπαλλήλους που αρχικά προσπάθησαν να φορτώσουν τη ληστεία σε συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ (!!), στη συνέχεια αναγνώρισαν «χωρίς καμιά αμφιβολία» ως ληστές τον Δαναλάτο και άλλα μέλη της συμμορίας του (οι οποίοι δικάστηκαν και αθωώθηκαν!) και στο τέλος, με την ίδια άνεση και πάντα «χωρίς καμιά αμφιβολία», αναγνώρισαν τον Κουφοντίνα, το Σάββα και τον Χριστόδουλο Ξηρό!
Αυτό επεσήμαναν εισαγωγικά οι συνήγοροι υπεράσπισης (Μυλωνάς και Κωνσταντάκης), για να πεταχτεί ένας ανεκδιήγητος της πολιτικής αγωγής και να πει ότι γίνεται προσπάθεια εκφοβισμού των μαρτύρων! Οι Α. Κωνσταντάκης και Γ. Γκουντούνας αντέδρασαν με οργή, ζητώντας να καταγραφούν στα πρακτικά τα όσα είπε ο ανεκδιήγητος, για να τον παραπέμψουν αυτοί στο Δικηγορικό Σύλλογο, αφού ο πρόεδρος του επέτρεψε να πει τα όσα είπε, δημιουργήθηκε ένταση και τη λύση βρήκε η εισαγγελέας, που είδε ότι είχε φτάσει η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος.
Πρώτος μάρτυρας ο αθλιότερος όλων, ο τότε προϊστάμενος του υποκαταστήματος των ΕΛΤΑ Γρίβας. Ο άνθρωπος που με απόλυτη σιγουριά είχε αναγνωρίσει τον Δαναλάτο και τον Παναγιωτόπουλο και μετά με την ίδια σιγουριά αναγνώρισε τον Χριστόδουλο και τον Σάββα Ξηρό. Με περίσσιο θράσος κατέθεσε ότι για τους Δαναλάτο και Παναγιωτόπουλο «είχε αμφιβολίες από την αρχή». Από τις τότε καταθέσεις του, όμως, προκύπτει ότι «δεν είχε καμιά αμφιβολία». Με το ίδιο θράσος δήλωσε τώρα ότι «κανείς δε μπορεί να τον πείσει ότι δεν ήταν ο Χριστόδουλος»! Στο πρωτόδικο είχε αναγνωρίσει και τον Κουφοντίνα ως το άτομο που ήταν ντυμένο αστυφύλακας, αλλά αυτό έγινε… «εν τη ρύμη του λόγου»!
Και πώς έφτασε στο σημείο να μπερδέψει το Χριστόδουλο με το Δαναλάτο; «Μοιάζουν, έχουν τον ίδιο αέρα»!!! Καμία σχέση δεν έχουν, βέβαια, Χριστόδουλος και Δαναλάτος (ούτε καν στο πάχος), όμως το πιο χαρακτηριστικό είναι άλλο. Ο ίδιος είπε ότι οι δράστες φορούσαν πλαστική διαφανή κουκούλα και ότι ο Δαναλατοχριστόδουλος εκτός από τη διαφανή μάσκα φορούσε περούκα και γυαλιά βαριάς μυωπίας! Επειδή ούτε ο Δαναλάτος ούτε ο Χριστόδουλος έχουν μυωπία και μάλιστα βαριά, φαίνεται ότι κάποιος από τους δύο αποφάσισε να πάει να κάνει ληστεία αφού προηγουμένως φρόντισε να στραβωθεί! Γιατί, βέβαια, ένας χωρίς μυωπία που φοράει βαριά μυωπικά γυαλιά δε βλέπει τίποτα. Ζαλίζεται και σκουντουφλάει. Είπε και κάτι άλλο εκπληκτικό για το Χριστόδουλο: ότι τα χέρια του ήταν αδούλευτα, σαν χέρια δασκάλου, σαν χέρια ανθρώπου που δεν έχει κάνει ποτέ χειρωνακτική εργασία. Τι δουλειά έκανε ο Χριστόδουλος; Μπετατζής στα πολύ νιάτα του και στη συνέχεια ξυλουργός και οργανοποιός!!!
Στη διάρκεια της εξέτασής του από τους συνηγόρους ο τύπος ήταν περιβόλι. Αν πάρει κανείς όλες τις καταθέσεις του, δε θα βρει να λέει δυο φορές το ίδιο πράγμα. Μιλάει για κάποιον χοντρό 130 κιλά (τον Δαναλατοχριστόδουλο), τον οποίο όμως δεν αναφέρει στην πρώτη του κατάθεση. Ο χοντρός μπαίνει στο παιχνίδι μόνο όταν του υποδεικνύουν τον Δαναλάτο. Μιλάει για διαφανείς πλαστικές μάσκες στο πρόσωπο, ενώ αρχικά έλεγε ότι δε φορούσαν τίποτα στο πρόσωπο. Λέει ότι αυτός δύο μόνο άτομα είχε αναγνωρίσει (Δαναλάτο-Παναγιωτόπουλο), όμως στην κατάθεσή του αναγνώρισε πέντε και τους τοποθέτησε όλους σε συγκεκριμένες θέσεις στο σχεδιάγραμμα της Αστυνομίας. Στον ανακριτή είχε αναγνωρίσει το Δαναλάτο από τα μαλλιά και τα μάτια του, αλλά τώρα όχι μόνο δε θυμάται ότι ο Δαναλάτος έχει γαλανά μάτια αλλά και δηλώνει ότι δεν είδε τα μάτια, επειδή φορούσε χοντρά γυαλιά μυωπίας. Το κλου ήταν το «μόνιμο σημάδι» που είχε στο δεξιό καρπό ο… Χριστόδουλος. Επέμεινε κιόλας: είχε σημάδι. Μόνο που ο Χριστόδουλος δεν έχει κανένα σημάδι και στον Κορυδαλλό, ως γνωστόν, δεν κυκλοφορεί ο Φουστάνος για να υποθέσουμε ότι του το εξαφάνισε. Οταν ο Χριστόδουλος έδειξε τα χέρια του, η πλάκα γύρισε: μπορεί και να μην ήταν κάποιο μόνιμο σημάδι, αλλά κανένα σπάσιμο! Ξέρετε τι έλεγε για το Δαναλάτο; Οτι αφήνει μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να μην είναι αυτός, επειδή δεν είχε δει και το σημάδι. Για το Χριστόδουλο, όμως, που δεν έχει επίσης κανένα σημάδι, δεν αφήνει ούτε μία στο εκατομμύριο. Γιατί; Γιατί άκουσε στον ΑΝΤ1, ότι ο Χριστόδουλος έχει ομολογήσει τη συμμετοχή του στη ληστεία!! Επίσης, ήταν κατηγορηματικός ότι ο Σάββας δε φορούσε περούκα και έχει καστανόξανθα μαλλιά!
Ο άνθρωπος είναι ρεντίκολο. Μέσα στο γενικό ξεφτιλίκι, όμως, βγήκε και κάτι χρήσιμο από τα λεγόμενά του. Οταν κατηγορούνταν ο Δαναλάτος, ο τότε ανακριτής οδήγησε τον Δαναλάτο στο γραφείο του για να τον αναγνωρίσει ο μάρτυρας. Όταν στη θέση του Δαναλάτου μπήκε ο Χριστόδουλος, ο ειδικός εφέτης ανακριτής δεν έπραξε το ίδιο. Του έδειξε μόνο μερικές φωτογραφίες. Και… όλως τυχαίως ήταν μόνο πέντε-έξι φωτογραφίες κατηγορούμενων αυτής της υπόθεσης!