Η συνεδρίαση ήταν αφιερωμένη στην ανάγνωση εγγράφων της δικογραφίας, κυρίως πραγματογνωμοσυνών της Ασφάλειας. Η (διορισμένη) υπεράσπιση Γιωτόπουλου υπέβαλε ένσταση για την ανάγνωση πραγματογνωμοσυνών που τον αφορούν, στηριγμένη σε νομικούς λόγους. Οι πραγματογνωμοσύνες –υποστήριξε- είναι άκυρες διότι δεν ενημερώθηκε γι’ αυτές ο κατηγορούμενος, όπως προβλέπει ο νόμος, η δε ανάγνωσή τους συνιστά λόγο απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Ανάλογη ένσταση για μια πραγματογνωμοσύνη υπέβαλε και η υπεράσπιση Καρατσώλη. Ενσταση ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης για δακτυλικά αποτυπώματα υπέβαλε επίσης η υπεράσπιση του Ν. Παπαναστασίου, αναπτύσσοντας εκτενή νομική επιχειρηματολογία. Το ίδιο η υπεράσπιση του Βασίλη Ξηρού, του Β. Τζωρτζάτου και της Αγγ. Σωτηροπούλου. Για την τελευταία, η υπεράσπισή της (Γ. Κούρτοβικ) αναφέρθηκε στη μεθόδευση που ακολουθήθηκε ειδικά για τη Σωτηροπούλου, που εκείνη την περίοδο δεν είχε συλληφθεί, και στη συμμετοχή των γνωστών ρουφιάνων των ΜΜΕ στην ανακοίνωση «αποτυπωμάτων» της που κάθε φορά «ανευρίσκονταν» σε διαφορετικά αντικείμενα και σημεία (μέχρι και για αποτυπώματα σε ρουκέτες μιλούσε ο Κακαουνάκης!). Η υπεράσπιση του Χρ. Ξηρού σημείωσε ότι ακόμα και απ’ αυτές τις πραγματογνωμοσύνες δεν προκύπτει τίποτα που να τον ενοχοποιεί, όμως για λόγους αρχών στήριξε τις ενστάσεις. Η υπεράσπιση του Δ. Κουφοντίνα δήλωσε ότι στηρίζει όλες τις ενστάσεις που υπέβαλαν οι συγκατηγορούμενοί του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι ενστάσεις δεν αφορούν τυπικά νομικά ζητήματα, αλλά ουσιαστικότατα δικαιώματα των κατηγορούμενων. Οχι μόνο των συγκεκριμένων κατηγορούμενων αλλά όλων των κατηγορούμενων για κάθε υπόθεση. Οταν η Αστυνομία είναι αυτή που κρατά το μαχαίρι και το πεπόνι, όταν αυτή είναι ταυτόχρονα ελέγχουσα και ελεγχόμενη («Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει», όπως είπε χαρακτηριστικά ο συνήγορος Π. Ρουμελιώτης), δε μπορεί να γίνεται λόγος για «δίκαιη δίκη», έτσι όπως προβλέπεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ο κατηγορούμενος δε μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των διωκτικών αρχών, οι οποίες μάλιστα απαξιούν ακόμα και να τον ενημερώσουν για να ορίσει δικούς του πραγματογνώμονες, όπως έχει δικαίωμα. Αυτό το δικαίωμα στην πράξη καθίσταται κενό γράμμα. Απαξιούν να τον ενημερώσουν για το ποιοι θα διενεργήσουν την πραγματογνωμοσύνη, ώστε να ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει εξαίρεσή τους κ.λπ. κ.λπ. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε ο συνήγορος Γ. Μαντζουράνης, η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστήριου, που έκανε δεκτές αυτές τις πραγματογνωμοσύνες, ουσιαστικά δέχεται τον παραλογισμό ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης στο δικαστή ή τον εισαγγελέα, αλλά δεν δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης στον υπάλληλο της Αστυνομίας που ορίζεται ως πραγματογνώμονας! Αλλά κι αν παραβλέψει κανείς τη στέρηση αυτού του δικαιώματος, βάσει ποιας λογικής ο κατηγορούμενος στερείται και του δικαώματός του να ορίσει δικό του πραγματογνώμονα που θα ελέγξει τον αστυνομικό πραγματογνώμονα; Ετσι, η Αστυνομία αναγορεύεται σε θεσμό υπεράνω ελέγχου. Αποκτά ένα αλάθητο, το οποίο δεν αναγνωρίζεται –και σωστά- στις δικαστικές αποφάσεις (αυτές υπόκεινται σε κρίση σε δεύτερο βαθμό και σε αναιρετικό έλεγχο).
Από τους συνηγόρους σημειώθηκαν και άλλες κραυγαλέες παρανομίες. Οπως, για παράδειγμα, ότι η Αστυνομία διενεργούσε πραγματογνωμοσύνες (οι οποίες διατάζονταν με εσωτερική αλληλογραφία αστυνομικών υπηρεσιών), ενώ είχε ξεκινήσει η κύρια ανάκριση και μόνο ο εφέτης ειδικός ανακριτής μπορούσε να διατάξει οποιαδήποτε ανακριτική πράξη, όπως η πραγματογνωμοσύνη. Ομως, εκείνη την περίοδο βιάζονταν (ήθελαν να πλαισιώσουν τις «ομολογίες» και με «ευρήματα»), είχαν την αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας στο τρομοϋστερικό πολιτικοκοινωνικό πεδίο που είχαν δημιουργήσει και δεν έδιναν καμιά σημασία σ’ αυτά τα ουσιαστικά νομικά ζητήματα, στα δικαιώματα των κατηγορούμενων. Τα θεωρούσαν απλώς τυπικότητες, που δε χρειαζόταν να τις τηρήσουν. «Σιγά μην ασχοληθεί κανένας με τα δικαιώματα των τρομοκρατών», σκέφτονταν.
Μετά τις αρχικές τοποθετήσεις των συνηγόρων, η εισαγγελέας ζήτησε διάλειμμα για να ετοιμάσει την πρότασή της. Το διάλειμμα κράτησε δυο ώρες και όταν το δικαστήριο ξανανέβηκε στην έδρα ακούσαμε με έκπληξη την εισαγγελέα να δηλώνει ότι δεν είναι έτοιμη να απαντήσει σε όλα τα σοβαρά ζητήματα που τέθηκαν και να ζητά διακοπή για την Παρασκευή. Η έκπληξή μας δεν αφορά αυτό καθεαυτό το αίτημα της εισαγγελέα (είναι δικαίωμά της να ζητά διακοπή για να προετοιμαστεί), αλλά το δίωρο που χρειάστηκε να μεσολαβήσει. Γιατί να ταλαιπωρείται τόσος κόσμος επί δίωρο και να μη ζητηθεί αμέσως η αναβολή; Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο διέκοψε για την Παρασκευή το πρωί.