Στο πρώτο μισό της συνεδρίασης κατέθεσαν μάρτυρες υπεράσπισης του Νίκου Παπαναστασίου (εννέα συνολικά). Ανθρωποι του συγγενικού και επαγγελματικού περιβάλλοντός του, που δεν αναλώθηκαν σε υμνολόγια για την προσωπικότητά του, αλλά κατέθεσαν ο καθένας τις μνήμες του, την αλήθεια που αυτός γνώριζε. Περιέγραψαν έναν νεαρό φοιτητή που στη διάρκεια της χούντας παίρνει μέρος στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και της Νομικής (όπως χιλιάδες νέοι εκείνοι την περίοδο) και στη συνέχεια, στις αρχές του 1974, πάει στη Γερμανία όπου έχει συγγενείς. Εκεί ζητάει πολιτικό άσυλο, ενώ ταυτόχρονα φοιτά σε κάποια σχολή. Μένει μέχρι το 1976, χωρίς να κάνει ούτε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, γιατί με την πτώση της χούντας η αίτησή του για άσυλο έχει απορριφθεί και αν επιστρέψει στην Ελλάδα δε μπορεί να ξαναβγεί στο εξωτερικό. Επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα, κάνει τη στρατιωτική του θητεία, αρχίζει και εργάζεται σε διάφορες εταιρίες (AEG και VIMAR είναι δυο απ’ αυτές).
Το 1983 γνωρίζεται με τη δεύτερη (και σημερινή) σύζυγό του, που από χρόνια διατηρεί εργαστήρι κεραμικής συνεταιρικά με την αδελφή της και μια ακόμη γυναίκα. Το 1985 η συνεταιρική αυτή μικροεπιχείρηση διαλύεται και ο Νίκος με τη σύζυγό του ανοίγουν δικό τους εργαστήρι. Ρίχνεται ο ίδιος στη δουλειά με μεράκι και θέληση. Δουλεύει σαν σκυλί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάνει όλες τις δουλειές, εκτός από τις απολύτως εξειδικευμένες. Το εργαστήρι πάει καλά και μέσα σε μια πενταετία περίπου γίνεται ένα από τα δέκα καλύτερα στην Ελλάδα (ανάμεσα σε πάνω από 1.500 μικρά εργαστήρια που δραστηριοποιούνται στον κλάδο). Παίρνουν επιχορηγήσεις από τον ΕΟΜΜΕΧ, συμμετέχουν σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σταθεροποιούν τη δουλειά τους, αγοράζουν ιδιόκτητο εργαστήριο στα Λιόσια και διαμέρισμα.
Ολοι οι μάρτυρες περιγράφουν έναν άνθρωπο ήρεμο, ήπιων τόνων, χωρίς κανένα φανατισμό, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ενασχόληση με την πολιτική, με απόψεις κοντά σ’ αυτές του ΠΑΣΟΚ, που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δουλειά του, το εργαστήριο κεραμικής, έναν άνθρωπο που επιδιώκει «την ένταξη στο σύστημα και όχι την επανάσταση», όπως σημείωσε ο Σπ. Φυτράκης.
Και όμως, η αξιοπιστία αυτών των ανθρώπων αμφισβητήθηκε από την εισαγγελέα, που «έκοβε», και τον εκπρόσωπο των Αμερικανοβρετανών, που «έραβε». Αμφισβητήθηκαν απλές αλήθειες. Για παράδειγμα, ο «εκπρόσωπος» προσπαθούσε να βγάλει από μάρτυρα, ιδιοκτήτη επιχείρησης που τροφοδοτεί με μηχανήματα τα εργαστήρια κεραμικής, ότι το εργαστήρι του Παπαναστασίου και της συζύγου του έκανε ένα ξαφνικό άλμα και έγινε μεγάλη επιχείρηση (υπονοούμενο: άρα έπαιρνε λεφτά από τη 17Ν). Εκπληκτος ο άνθρωπος απάντησε, ότι δεν υπήρξε κανένα ξαφνικό ξεπέταγμα, αλλά μια βαθμιαία άνοδος της δουλειάς ενός εργαστήριου που ήδη λειτουργούσε επί χρόνια, πριν μπει στη δουλειά ο Παπαναστασίου, και ένας βαθμιαίος εξοπλισμός του μέσα σε μια πενταετία, με επιδοτήσεις από τον ΕΟΜΜΕΧ και γραμμάτια. Και πόσο ήταν το κεφάλαιο που επενδύθηκε σε μηχανήματα μέσα σε μια πενταετία; Δέκα εκατομμύρια δραχμές! Τόσο δύσκολο είναι να καταλάβει κανείς ότι αυτά τα εργαστήρια δε στηρίζονται σε επενδύσεις κεφαλαίων, αλλά σε σκληρή δουλειά ιδιοκτητών και εργατών; Η εισαγγελέας, από την άλλη, προσπαθούσε να βγάλει από μάρτυρα που κατέθεσε ότι ο Παπαναστασίου έκανε και τον οδηγό στο εργαστήριο, ότι ως οδηγός έφευγε όποτε ήθελε και είχε άφθονο χρόνο να κάνει «και άλλα πράγματα»! Κι ας είχαν καταθέσει ένα σωρό μάρτυρες, πως όποτε ήθελαν να τον βρουν τον έβρισκαν στο εργαστήριο, όπου βρισκόταν από τις 8 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ δουλεύοντας σκυλίσια.
Το πιο προκλητικό από την πλευρά της εισαγγελέα ήταν η ερώτηση προς μάρτυρα, πρώτη εξαδέλφη του Νίκου, αν ο Ανέστης Παπαναστασίου, επίσης εξάδελφός της, λέει αλήθειες. Η γυναίκα δεν είχε πρόβλημα να απαντήσει, ότι κάποια πράγματα που είπε ο αθωωθείς Ανέστης στην πρώτη δίκη δεν ήταν σωστά και τα απέδωσε σε φόβο. Ο συνήγορος Π. Ρουμελιώτης υπενθύμισε, ότι ο εισαγγελέας της έδρας στην πρώτη δίκη έφτασε στο σημείο να εκβιάσει ευθέως τη σύζυγο του Ανέστη Παπαναστασίου, λέγοντάς της: Ποιος θέλετε να τιμωρηθεί, ο σύζυγός σας ή εξάδερφός σας; Ο Ανέστης εκβιάστηκε τότε (το είχαμε καταγράψει και στο ρεπορτάζ) να αφήσει υπόνοιες για τον εξάδελφό του Νίκο. Ο εκβιασμός ήταν ευθύς: για να «καθαρίσεις» εσύ, πρέπει να πεις ότι μόνο ο Νίκος μπορούσε να σου κλέψει το σχεδιάγραμμα ενός στρατόπεδου, που φέρεται ότι βρέθηκε σε γιάφκα της 17Ν. Υπέκυψε στον εκβιασμό και άφησε τις υπόνοιες που του ζήτησαν. Κι αυτό γίνεται επιχείρημα και στο δεύτερο βαθμό, απόντος του Ανέστη. Αυτό θα πει αδέκαστη Δικαιοσύνη!
Μετά το διάλειμμα άρχισαν να καταθέτουν μάρτυρες υπεράσπισης του Ηρακλή Κωστάρη. Συγγενείς και συγχωριανοί του. Ιδιο σκηνικό και εδώ. Μιλούσε για την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του Ηρακλή η αδελφή του και η εισαγγελέας έκανε κρίσεις του τύπου: τα ίδια μας είπαν μάρτυρες και για τον κ. Κουφοντίνα. Κι ύστερα, ρωτούσε τη μάρτυρα για τα τετράδια της 17Ν και τα λεφτά που φέρεται να έπαιρνε ο «Χάρης». Η ερώτηση εξόργισε (δικαίως) τον Κωστάρη, που κάλεσε την εισαγγελέα να πει σε ποια προανακριτική απολογία, σε ποιο έγγραφο υπάρχει η ταύτιση Κωστάρη-Χάρη. Αναφέρεται –απάντησε η εισαγγελέας- αλλά δε μπορώ ακόμα να κάνω χρήση, διότι αυτά έχουν προσβληθεί ως προϊόν βασανιστηρίων. Και τότε γιατί ρώτησε μια μάρτυρα με συγγενική σχέση, που δεν κατέθεσε τίποτα πέρα από τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του αδελφού της, να της πει για το «Χάρη»; Ως θα μπορούσε η γυναίκα να γνωρίζει οτιδήποτε για οποιοδήποτε από τα ψευδώνυμα που έχουν αποδοθεί στους κατηγορούμενους; Μόνο για δημιουργία εντυπώσεων ήταν η ερώτηση. Για να εμπεδωθεί η άποψη, ότι Κωστάρης και Χάρης είναι το ίδιο πρόσωπο. Ο Κωστάρης, πάντως, έκλεισε τη συζήτηση σ’ αυτό το σημείο, προκαλώντας και πάλι την Ε. Κουτζαμάνη να πει σε τι ακριβώς αναφέρεται, γιατί αυτό που υπονοεί δεν υπάρχει. Αποκωδικοποίηση «Κωστάρης-Χάρης» δεν υπάρχει.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης η μάρτυρας είχε την ευκαιρία να πει ότι στον αδερφό της φόρτωσαν αρχικά 22 κατηγορίες και έμεινε με 5. Ολο το χωριό, με το οποίο ο Ηρακλής είχε πάντοτε στενούς δεσμούς, στάθηκε από την αρχή στο πλευρό του (εκατοντάδες υπογραφές συμπαράστασης) και όταν είδαν αυτή την εξέλιξη (να ξεκινά με 22 κατηγορίες και να φεύγει από την πρώτη δίκη με 5) πείστηκαν ακόμα πιο πολύ για το ότι ο συγχωριανός τους είναι θύμα σκευωρίας. Τους έπεισε ιδιαίτερα το γεγονός, ότι ο Ηρακλής καταδικάστηκε και για την εισβολή στο Α.Τ. Βύρωνα, ενώ εκείνη τη μέρα βρισκόταν στο χωριό τους. Καταδικάστηκε για 5 κατηγορίες, επειδή δε μπόρεσε να βρει στοιχεία για το πού βρισκόταν τις συγκεκριμένες μέρες, ενώ για όλες τις άλλες βρήκε.
Η εισαγγελέας προσπάθησε επίσης να κάνει σπέκουλα ρωτώντας τη μάρτυρα για τις καταθέσεις των Κ. Καρατσώλη και Θ. Σερίφη. Την απάντηση έδωσε ο συνήγορος Γ. Σταμούλης υπενθυμίζοντας ότι με βάση καταθέσεις συγκατηγορουμένων στον Κωστάρη ασκήθηκε δίωξη για 22 πράξεις, παραπέμφθηκε για 11 (στη διάρκεια της ανάκρισης εμφάνισε ατράνταχτα άλλοθι για τις υπόλοιπες 11) και καταδικάστηκε τελικά για 5 (επειδή στη διάρκεια της πρώτης δίκης εμφάνισε επίσης ατράνταχτα άλλοθι για τις υπόλοιπες 6).
Ο κουνιάδος του Ηρακλή, Ε. Πάλλης, δεν περιορίστηκε να μιλήσει για την προσωπικότητά του. Αναφέρθηκε στις τελευταίες μέρες πριν τη σύλληψή του, όταν έκαναν μαζί διακοπές. Οι ειδήσεις για τις συλλήψεις δεν διατάραξαν στο ελάχιστο την αταραξία του. Δεν έδειξε καμιά ανησυχία, δεν πρόσεξαν καμιά αλλαγή στην προσωπικότητά του. Δυο ώρες πριν τον συλλάβουν έπαιζε μαζί του τάβλι στο καφενείο. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου Β. Τσαλούκας ήταν ακόμα πιο σαφής. Μέχρι τις 4:30 τα χαράματα ήμασταν μαζί και το πρωί τον έπιασαν. Τίποτα δεν έδειχνε να τον ανησυχεί κι ας είχαν προηγηθεί τόσες συλλήψεις. Οταν έχει απαλλαγεί από τόσες κατηγορίες, γιατί εγώ να πιστέψω ότι έκανε τις υπόλοιπες πέντε;
Μετά την κατάθεση του μάρτυρα Πάλλη, ο Χρ. Ξηρός έκανε ένα ιδιαίτερα εύστοχο σχόλιο, ορμώμενος από ένα διάλογο τον οποίο είχε ο «εκπρόσωπος» με τον μάρτυρα. Επειδή ο κ. Πάλλης υπήρξε στενός συγγενής (αδερφός της συζύγου του) και φίλος του Ηρακλή, έφερε το επιχείρημα ότι τόσα χρόνια δεν είδε κανέναν από τους κατηγορούμενους στον περίγυρό του, ο εκπρόσωπος επικαλέστηκε το καταστατικό της 17Ν, που υπάρχει στη δικογραφία, για να υποστηρίξει ότι κάθε μέλος της οργάνωσης το πολύ να γνώριζε άλλα δύο, γιατί η 17Ν τηρούσε αυστηρά τους συνωμοτικούς κανόνες. «Αφού ο εκπρόσωπος των Αμερικανών νεοναζί, εγκληματιών πολέμου και τα λοιπά, να μην τα ξαναλέμε –είπε ο Χριστόδουλος- δέχεται το καταστατικό και υποστηρίζει ότι το κάθε μέλος το πολύ να ήξερε άλλα δύο, μήπως μπορεί να μας πει πώς γίνεται και στη φερόμενη ως απολογία του Σάββα αναφέρονται 17 ονόματα και στην κατασκευασμένη δική μου 19 ονόματα;». Δε χρειάζεται να σας πούμε ότι ο «εκπρόσωπος» προτίμησε να μην απαντήσει.
Το γεγονός ότι ο Κωστάρης έκανε ανέμελες διακοπές, χωρίς να ανησυχεί για ενδεχόμενη σύλληψή του, επιβεβαίωσε και ο Παργινός Ν. Βέκιος, μουσικός και προπονητής ποδοσφαίρου. Συμπαίκτης και φίλος του Κωστάρη στην ποδοσφαιρική ομάδα της Πάργας, τον συνάντησε το προηγούμενο βράδυ σε εκδήλωση στην οποία ο ίδιος έπαιζε με το συγκρότημά του και μόλις δυο ώρες πριν τη σύλληψή του σε ποδηλατάδικα, όπου επισκεύαζε το ποδήλατο του γιου του. Μέχρι να πεταχτεί σε γειτονικό χωριό για κάποιες δουλειές και να επιστρέψει, έμαθε ότι τον συνέλαβαν. Ο μάρτυρας μετέφερε την άποψη που επικρατεί στην περιοχή, στον κόσμο. Αποψη απόλυτα θετική για τον Ηρακλή. Την ίδια άποψη μετέφερε και ο μάρτυρας Χ. Λαδιάς, που δεν είναι από τη Θεσπρωτία, αλλά είναι φίλος και κουμπάρος του Ηρακλή. Οταν έρχονται παιδιά από το χωριό του –είπε- και ξέρουν ότι ήταν μαζί τους όταν έγινε η ενέργεια στο Βύρωνα και διαμαρτύρονται που καταδικάστηκε, πώς εγώ να πειστώ ότι ήταν; Οταν έρχεται η κουμπάρα μου και μου λέει ότι το πρωί της δολοφονίας του Μπακογιάννη του είχε τηλεφωνήσει και τον βρήκε στη δουλειά, λίγο μετά την ανακοίνωση από το ραδιόφωνο, εγώ την πιστεύω. Και σκέφτομαι: πώς γίνεται μια οργάνωση, που κάνει τόσες ενέργειες, να παίρνει ένα νέο παιδί, να τον κάνει εκτελεστή και μετά αυτός να εξαφανίζεται, να μην υπάρχει σε καμιά άλλη ενέργεια;
Η ίδια φτηνή προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων και στη διάρκεια της κατάθεσης της κουνιάδας του Κωστάρη, Αρετής Πάλλη. Η εισαγγελέας είχε την «απορία», πώς γίνεται να έχουν συνάψει δεσμό ο Ηρακλής με την αδερφή της μάρτυρα 15 μέρες πριν τη δολοφονία Μπακογιάννη και σε έναν τόσο πρόσφατο δεσμό να τηλεφωνεί πρωί-πρωί για να ρωτήσει αν θα πάει το μεσημέρι για φαγητό. Μετά από 15 μέρες δεσμό καλούμε για φαγητό; ήταν η εκπληκτικής (καλύτερα να μη βάλλομε τη λέξη) ερώτηση. Μάταια προσπαθούσε η γυναίκα να πει ότι με τον Κωστάρη και η ίδια και η αδελφή της γνωρίζονταν από τα μαθητικά τους χρόνια. Στο ίδιο ερώτημα επανέρχονταν με πιεστικό τρόπο και ο «εκπρόσωπος» και η συνήγορος της Μπακογιάννη. Χρειάστηκε να παρέμβει ο Γιάννης Σερίφης, διακόπτοντας, για να σημειώσει και αυτός το αυτονόητο: Μα τα παιδιά αυτά δεν είναι ο ένας από την Ηπειρο και ο άλλος από τη Θεσσαλονίκη. Γνωρίζονται από μικρά παιδιά, πήγαιναν σχολείο μαζί! Ο πρόεδρος, όμως, αντί να σταθεί στην ουσία, επιτίμησε τον Γ. Σερίφη επειδή διέκοψε!