Η συνεδρίαση συνεχίστηκε με την ανάγνωση εγγράφων και πραγματογνωμοσυνών σχετικά με τα λεγόμενα πειστήρια. Δηλαδή, με αντικείμενα που φέρονται ότι βρέθηκαν στις γιάφκες της 17Ν στην Πάτμου 84 στα Πατήσια και τη Δαμάρεως 73 στο Παγκράτι. Λέμε «φέρονται ότι βρέθηκαν», γιατί –όπως θα δούμε στη συνέχεια- κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι βρέθηκαν εκεί. Οι συνήγοροι υπεράσπισης έκαναν παρεμβάσεις και σχόλια επί των εγγράφων που διαβάζονταν. Τα παραθέτουμε εν περιλήψει.
Η υπεράσπιση Τζωρτζάτου αμφισβήτησε ευθέως έντυπο (τρία φύλλα χαρτιού με σημειώσεις και σχεδιαγράμματα) που αποδόθηκαν στον Τζωρτζάτο. Πρόκειται για το περιβόητο ηλεκτρονικό σχεδιάγραμμα, που δεν υπήρχε από την αρχή στη δικογραφία, αλλά ενσωματώθηκε σ’ αυτή μερικούς μήνες μετά την έναρξη της πρώτης δίκης (το Μάη του 2003). Πρόκειται για τις γνωστές παρεμβάσεις της Αντιτρομοκρατικής στη δίκη, που μετέτρεπαν την κατηγορία σε κινούμενη άμμο, όπως είχε καταγγείλει τότε η υπεράσπιση. Ανάλογα με τα αποδεικτικά ζόρια που εμφανίζονταν στη δίκη, «έσκαγαν μύτη» μερικά καινούργια «πειστήρια», αφού η έρευνα συνεχιζόταν. Ετσι, ο κατηγορούμενος που αμφισβητούσε την κατηγορία δεν ήξερε τι θα του ξημερώσει η επόμενη μέρα. Εν προκειμένω, η Αντιτρομοκρατική διέπραξε μια ακόμα από τις συνήθεις γκάφες των μπάτσων. Εφεραν τρία φύλλα χαρτιά που υποτίθεται ότι βρέθηκαν σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο στη γιάφκα της Πάτμου. Ομως, στις φωτογραφίες που οι ίδιοι οι ασφαλίτες τράβηξαν, αυτά τα χαρτιά δεν υπάρχουν στο σημείο που υποτίθεται ότι βρέθηκαν. Γι’ αυτό και η υπεράσπιση Τζωρτζάτου αμφισβήτησε ότι βρέθηκαν εκεί και επίσης αμφισβήτησε ότι τα συγκεκριμένα χαρτιά είναι αυτά που έλεγξαν οι γραφολόγοι το Μάη του 2003 (παρανόμως, έτσι κι αλλιώς). Υπέβαλε δε αίτημα να προσκομιστούν τα πρωτότυπα αυτών των χαρτιών και όχι αντίγραφα.
Ο Π. Ρουμελιώτης «τσάκισε» ένα από τα επιχειρήματα με βάση τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τον Ν. Παπαναστασίου για συμμετοχή στη 17Ν. Συγκεκριμένα, στην απόφαση ως στοιχείο ενοχής αναφέρεται η ανεύρεση στη γιάφκα της Πάτμου ατζέντας στην οποία υπάρχει και γραφή του Παπαναστασίου. Ομως, κανένα από τα 1251 πειστήρια δεν αναφέρεται σ’ αυτή την ατζέντα. Αντίθετα, σε έγγραφο που έχει ήδη αναγνωστεί αναφέρεται ότι σε έρευνα που έγινε στο σπίτι και στο εργαστήριο του Παπαναστασίου, μετά τη σύλληψή του, βρέθηκε και μια ατζέντα με διάφορες γραφές, μία από τις οποίες είναι δική του. Επομένως, αυτή η ατζέντα βρέθηκε στο σπίτι του και είναι λογικό να φέρει και τη δική του γραφή. Το πρωτόδικο δικαστήριο, θέλοντας να «πλουτίσει» την επιχειρηματολογία του για ενοχή του Παπαναστασίου, έκανε τη λαθροχειρία να πάρει τη συγκεκριμένη ατζέντα από το σπίτι του και να τη «μεταφέρει» στην Πάτμου.
Οταν ήρθε η ώρα να καταθέσει ο πραγματογνώμονας της Ασφάλειας Μακρής, η υπεράσπιση Τζωρτζάτου υπέβαλε ένσταση για το συγκεκριμένο έγγραφο, σημειώνοντας ότι, πέραν των άλλων, η πραγματογνωμοσύνη έγινε και καθ’ υπέρβαση της εντολής που δόθηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή (η εντολή αφορούσε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη σε έγγραφα που κατασχέθηκαν από το εργαστήριο του Τζωρτζάτου και όχι στα χαρτιά που φέρονται να βρέθηκαν στην Πάτμου). Η εισαγγελέας πρότεινε, φυσικά, την απόρριψη της ένστασης. Εμφανίστηκε, όμως, στο δικαστήριο και πάλι ο Ηλ. Αναγνωστόπουλος, ο μόνος από την πολιτική αγωγή που έχει υπάλληλο του γραφείου του στη δίκη και ενημερώνεται ανελλιπώς, για να παρεμβαίνει κάθε φορά που η υπεράσπιση «βάζει δύσκολα» στο δικαστήριο. Ο Αναγνωστόπουλος προσπάθησε να μεταφέρει το ζήτημα από το αυστηρά δικονομικό επίπεδο σ’ ένα επίπεδο «χαλαρής» αντιμετώπισης μέσω λογικοφανών ισχυρισμών. Οι δικονομικοί κανόνες έτσι κι αλλιώς έχουν γίνει λάστιχο σ’ αυτή τη δίκη. Οταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε βάρος των κατηγορούμενων, επιλέγεται το μοντέλο της αυστηρής εφαρμογής τους. Οταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν υπέρ των κατηγορούμενων, τότε επιλέγεται το πιο διασταλτικό μοντέλο που μπορεί να υπάρξει. Ο Αναγνωστόπουλος το είπε σχεδόν ευθέως: Εδώ δεν είμαστε στον Αρειο Πάγο για να εξετάζουμε την τυπική εφαρμογή, για να δούμε αν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα! Πέρα από τα δικονομικά ζητήματα, οικτρή ήταν η προσπάθειά του να ξεφύγει από το πραγματικό ζήτημα των φωτογραφιών του χώρου της γιάφκας, που δεν δείχνουν πουθενά τα τρία χαρτιά που αποδίδονται στο Τζωρτζάτο. Δεν τραβήχτηκαν –είπε- με ειδικό φακό, που ζουμάρει, γι’ αυτό και δε φαίνονται! Ελεος, κ. Αναγνωστόπουλε. Τρία φύλλα χαρτιού Α4 στο πάτωμα θα φαίνονταν σε οποιαδήποτε φωτογραφία. Ακόμα και σ’ αυτή που θα τραβούσες εσύ ο ίδιος με μια φτηνή φωτογραφική μηχανή του εμπόριου.
Ο συνήγορος του Τζωρτζάτου ξεκίνησε να δευτερολογήσει αναφέροντας ότι στα δύσκολα κάθε φορά επιστρατεύεται ο εκλεκτός συνήγορος πολιτικής αγωγής των αλλοδαπών θυμάτων. Ο Αναγνωστόπουλος ενοχλήθηκε, διέκοψε τον Μυλωνά και ζήτησε να διευκρινίσει τι εννοεί με το «επιστρατεύεται» και να σταματήσουν τα «περί αλλοδαπών θυμάτων και άλλες ανοησίες». Ο Μυλωνάς «τα πήρε στο κρανίο», ζήτησε να ανακαλέσει ο Αναγνωστόπουλος, βρόντηξε το μικρόφωνο και έφυγε σχεδόν τρέχοντας από την αίθουσα. Κι ενώ το δικαστήριο αμήχανο προσπαθούσε να διασκεφθεί στην έδρα, τη λύση έδωσε ο αναπληρωτής εισαγγελέας, που είχε την ψυχραιμία να κοιτάξει το ρολόι του και να δει ότι ήταν η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος για το γεύμα των κρατούμενων. Το πρότεινε στο δικαστήριο και έτσι η ένταση εκτονώθηκε με το καθιερωμένο διάλειμμα. Μετά το διάλειμμα, οι δυο πλευρές ενέμειναν στις απόψεις τους, αλλά σε χαμηλούς τόνους (ο Μυλωνάς ζήτησε να του δοθεί αντίγραφο των πρακτικών για να παραπέμψει τον Αναγνωστόπουλο στο Δικηγορικό Σύλλογο), ενώ ο συνήγορος του Τζωρτζάτου ολοκλήρωσε τη δευτερολογία του, που τα βασικά της σημεία επανέλαβε και τρίτη φορά, γιατί η εισαγγελέας δήλωνε ότι δεν αντιλαμβάνεται το αίτημα. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και η πραγματογνωμοσύνη αναγνώστηκε ολόκληρη.
Ο Χρ. Ξηρός έκανε ένα λογικό τρικ. Υπέβαλε αίτημα να διαβαστούν τα έγγραφα από τις κατ’ οίκον έρευνες στο σπίτι του και στο εργαστήριό του στην Ικαρία. Κι ενώ οι δικαστές άρχισαν να ψάχνουν τα χαρτιά τους, παρενέβη και τους είπε να μη κουράζονται, γιατί δεν υπάρχουν. Δεν έγινε έρευνα ούτε στο σπίτι του ούτε στο εργαστήριό του, σε αντίθεση με τους άλλους κατηγορούμενους! Ο συνήγορός του Γ. Γκουντούνας σχολίασε ότι για τον εντολέα του, που φέρεται ως ένα από τα πιο παλιά μέλη της Οργάνωσης, δεν έχει βρεθεί τίποτα. Ούτε αποτύπωμα, ούτε γραπτό. Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, που φέρεται ότι επί τόσα χρόνια συμμετείχε στη 17Ν, να μην έχει αφήσει πίσω ούτε ένα στοιχείο. Να μην έχει γράψει ούτε ένα σημείωμα. Αυτοί που έστησαν την κατηγορία σε βάρος του γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν είχε καμία σχέση, γι’ αυτό και δε μπήκαν στον κόπο να ψάξουν το εργαστήριό του στην Ικαρία.
Ο μάρτυρας Μακρής, γραφολόγος της Ασφάλειας περιέγραψε πώς έκαναν τις διάφορες ταυτοποιήσεις γραφών. Υποστήριξε πως πριν ακόμα συλληφθεί οποιασδήποτε κατηγορούμενος σύγκριναν γραφές χαρτιών που βρήκαν στη γιάφκα της Πάτμου με χαρτιά που υπήρχαν στο αρχείο εκκρεμών υποθέσεων της υπηρεσίας του. Ετσι, βρήκαν ότι η γραφή σε ένα από τα χαρτιά της Πάτμου (στη δικογραφία έχει των κωδικό Π160) ταυτιζόταν με γραφή στα λεγόμενα «έγγραφα Πάρνηθας» (είχαν βρεθεί το 1978). Οταν συνελήφθη ο Γιωτόπουλος, βρέθηκαν πάνω του χειρόγραφα τα οποία συγκρίθηκαν και βρέθηκε ότι η γραφή σ’ αυτά, το έγγραφο Π160 της Πάτμου και κάποια από τα «έγγραφα Πάρνηθας» προέρχεται από το ίδιο άτομο. Με τον ίδιο τρόπο αναφέρθηκε στις γραφολογικές εξετάσεις άλλων κατηγορούμενων (Κουφοντίνα, Τσελέντη, Σωτηροπούλου, Σάββα Ξηρού, Τζωρτζάτου).
Ο πρόεδρος έθεσε υπόψη του μάρτυρα τον ισχυρισμό του Αλ. Γιωτόπουλου, ότι η γραφή που του αποδίδεται είναι πλαστογραφημένη. Πανέτοιμος ο ασφαλίτης απάντησε ότι πρόκειται για «πλούσια χαρακτηριστικών γραφή», η οποία είναι πηγαία, γρήγορη και αυθόρμητη και γι’ αυτό δεν είναι πλαστή. Υποστήριξε ότι δε μπορεί να γίνει μίμηση γραφής που να παραπλανήσει το γραφολόγο, διότι ο πλαστογράφος θα γράψει αργά και αυτό θα εντοπιστεί από τον ειδικό πραγματογνώμονα! Να ακούγονται τέτοιες απόψεις στον αιώνα της πληροφορικής είναι τουλάχιστον γελοίο. Ας αφήσουμε δε το ότι ο πραγματογνώμονας είναι η ίδια η Ασφάλεια. Και το τελευταίο, που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Η γραφολογία δεν είναι επιστήμη. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει έδρα γραφολογίας, σε κανένα πανεπιστήμιο δε διδάσκεται. Μόνο ως τέχνη αναγνωρίζεται και μόνο από τα δικαστήρια. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται και από τις σπουδές του συγκεκριμένου μάρτυρα: σχολή Αστυνομίας, χημικός στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΤΕΙ Γραφιστικής με ειδικότητα τυπογράφου και σεμινάρια σε αστυνομικές υπηρεσίες!
Ολόκληρη η εξέταση του συγκεκριμένου μάρτυρα αφιερώθηκε στη γραφή Γιωτόπουλου. Μ’ αυτή ασχολήθηκε αποκλειστικά και ο εκπρόσωπος των Αγγλοαμερικανών στη δίκη, που με αβανταδόρικες ερωτήσεις οδηγούσε το Μακρή να εμφανίζεται ως η απόλυτη αυθεντία, ως ο μέγας επιστήμονας.
Ηρκεσαν μερικές μόνο ερωτήσεις από το συνήγορο Π. Ρουμελιώτη για να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη η «επιστημοσύνη» και το «κύρος της αυθεντίας» του Μακρή, αφού συνελήφθη να αντιφάσκει ακόμα και σε επίπεδο ορισμών (ως γνωστόν, οι ορισμοί, οι παραδοχές, αποτελούν τη βάση κάθε επιστήμης. Αλλα έλεγε στην πρώτη δίκη για το ποιο δείγμα μπορεί να χαρακτηριστεί «επαρκής γραφή», άλλα πράγματα υποστήριξε σήμερα. Οταν ο συνήγορος το επισήμανε, ο Μακρής απλά υποστήριξε ότι και το ένα και το άλλο είναι σωστά!! Είναι σαν τις τρεις διαφορετικές εκδοχές που παρουσίασε ο Γιαννακούρης στη δεύτερη δίκη για τον ΕΛΑ για να υποστηρίξει ότι τα αποτυπώματα δε μεταφέρονται. Τελικά, όλοι οι ασφαλίτες «ειδικοί» είναι της ίδιας κπής. Με όλα όσα απάντησε στο Ρουμελιώτη ο Μακρής επιβεβαίωσε ότι αυτό που ονομάζεται γραφολογία είναι μια καθαρά υποκειμενιστική τέχνη, στην οποία χωρεί κάθε είδους αυθαιρεσία (γι’ αυτό και η συνήθης εικόνα στα δικαστήρια είναι η αντιπαράθεση γραφολόγων, που υποστηρίζουν τα ακριβώς αντίθετα). Οταν, λοιπόν, αυτή ασκείται από αστυνομικούς και μέσα σ’ ένα ορισμένο πολιτικό κλίμα, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο αμερόληπτα είναι τα αποτελέσματά της. Και όμως, ο Μακρής, μολονότι αναγκάστηκε από το στρίμωγμα του Ρουμελιώτη να παραδεχτεί τον υποκειμενισμό, επέμεινε ότι τα αποτελέσματά του είναι 100% σίγουρα!
Το έργο της αποδόμησης της «επιστημοσύνης» ολοκλήρωσε ο Γ. Γκουντούνας, που ως (και) μαθηματικός χειρίστηκε καλύτερα τα τεχνικά ζητήματα. Με τις ερωτήσεις του ο Μακρής παραδέχτηκε ότι μια γραφή μπορεί να ψηφιοποιηθεί και να αποθηκευτεί και ως προς τις τρεις διαστάσεις της (πλάτος, ύψος και βάθος, δηλαδή πίεση γραφής). Μετά, όμως, υποστήριξε ο Μακρής, αυτή η αποθηκευμένη γραφή δε μπορεί να αναπαραχθεί! Μα είναι δυνατό να λέγονται τέτοια πράγματα (να το ξαναπούμε) στον αιώνα της πληροφορικής; Το πιο εύκολο πράγμα είναι η κατασκευή ενός εκτυπωτή-παντογράφου, που θα αποτυπώσει μια γραφή όπως ακριβώς υπάρχει στο πρωτότυπο. Με όλες τις λεπτομέρειες και με την ακριβή πίεση γραφής, αφού –όπως παραδέχτηκε- αυτή είναι μετρήσιμη και ψηφιοποιήσιμη. Το σημείο που οδήγησε τα πράγματα ο Γκουντούνας ενόχλησε την έδρα (γιατί άραγε;). Ο μεν πρόεδρος προσπάθησε να διακόψει το συνήγορο λέγοντάς του ότι δεν επιβαρύνεται ο πελάτης του (ο Γκουντούνας δε «μάσησε» και συνέχισε), η δε εισαγγελέας σχολίασε, μισοαστεία-μισοειρωνικά, ότι ο συνήγορος προσπαθεί να τους κάνει όλους γραφολόγους!
Η απόλυτη αυθαιρεσία της γραφολογικής έκθεσης που κάνουν τα εργαστήρια της Ασφάλειας καταδείχτηκε και από τις ερωτήσεις της υπεράσπισης Τζωρτζάτου. Καμία αιτιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης δεν υπήρξε. Οι απαντήσεις του Μακρή ήταν του στυλ: Ετσι είναι, επειδή έτσι σας λέω και δεν είμαι υποχρεωμένος να σας φέρω οποιαδήποτε απόδειξη! Οταν ο συνήγορος έδειξε μια προφανή διαφορά (σημαντικότατη μάλιστα) ανάμεσα σε ένα ζεύγος γραμμάτων από το δείγμα γραφής του Τζωρτζάτου και από το χαρτί που του αποδίδεται, ο Μακρής απάντηση ότι σημασία δεν έχει η ομοιότητα των γραμμάτων αλλά… η τάση σύνδεσης των γραμμάτων μεταξύ τους! Ηταν μια προφανής υπεκφυγή, χωρίς καμιά εξήγηση που να στέκεται όχι επιστημονικά (επιστήμη έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει εδώ) αλλά λογικά έστω. «Αυτή είναι η δουλειά μου», απαντούσε ο Μακρής. Μ’ άλλα λόγια… εγώ είμαι ο παντογνώστης κι ό,τι θέλω σας λέω. «Εσείς δεν είστε γραφολόγος, δικηγόρος είστε», σχολίαζε η εισαγγελέας, επιβεβαιώνοντας αυτά που προαναφέρθηκαν περί απόλυτης αυθαιρεσίας. Σε λίγο η εισαγγελέας έκανε πιο σαφή την άποψή της: «Οι ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες αμφισβητούνται, ενώ των εργαστηρίων όχι»! Μας είπε μ’ αυτό τον τρόπο την τύχη που θα είχαν τυχόν ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες που θα έκαναν οι κατηγορούμενοι, αν βρίσκονταν γραφολόγοι να δεχτούν να γνωματεύσουν κόντρα στην Αντιτρομοκρατική, ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο της τρομοϋστερίας, που τρομοκρατούνταν ακόμα και συνήγοροι από τα τηλεπαράθυρα.