Οταν οι «απολογίες» του πολυτραυματία και καθηλωμένου στο κρεβάτι της εντατικής Σάββα Ξηρού κρίθηκαν από την εισαγγελέα «αυθόρμητες και αυθεντικές», δεν περιμέναμε ότι θα κριθούν διαφορετικά οι «απολογίες» των υπόλοιπων, που δεν ήταν στην κατάσταση του Σάββα. Στο ίδιο μοτίβο, λοιπόν, συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε η εισαγγελική αγόρευση για τη νομιμότητα των καταγγελθεισών προανακριτικών και σε ορισμένες περιπτώσεις ανακριτικών απολογιών των κατηγορούμενων.
Για τον άγριο ξυλοδαρμό του Τζωρτζάτου, σιγά μην πιστέψουμε τον Βασίλη Ξηρό, όταν δεν έχουμε ιατροδικαστική έκθεση. Το ότι δεν ήταν μόνο ο Β. Ξηρός, αλλά και ο Καρατσώλης και ο Κωστάρης και ο Γ. Σερίφης και η σύζυγός του και η αδερφή του, δεν έχει καμιά σημασία. Το ότι ο Τζωρτζάτος δεν εξετάστηκε από ιατροδικαστή ακόμα και όταν υπέβαλε μήνυση, ούτε αυτό έχει σημασία. Οσο για τους ένοπλους Ράμπο που σημάδευαν τους κατηγορούμενους ακόμα και την ώρα που απολογούνταν στο γραφείο της ανακρίτριας, αυτοί βρίσκονταν εκεί για να τους προστατέψουν, επειδή υπήρχε κίνδυνος να επιχειρήσουν να τους απαγάγουν ή να τους σκοτώσουν για να τους κλείσουν το στόμα! Ποιοι θα το έκαναν αυτό; Αφού υποτίθεται ότι από το Σάββα ήξεραν πως έξω είχε μείνει μόνο ο Κουφοντίνας. Ακόμα και ο Σβαρτσενέγκερ να ήταν, δε θα μπορούσε να τα βάλει με ολόκληρο στρατό. Και γιατί οι ένοπλοι δε φύλαγαν έξω από το γραφείο και έξω από τα παράθυρα; Αστεία πράγματα, που όμως εκφέρονται ως δικανικός λόγος από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου! Να θυμίσουμε μόνο πως στην πρώτη δίκη, όταν έγινε για πρώτη φορά αυτή η καταγγελία, ο πρόεδρος Μ. Μαργαρίτης, προφανώς επειδή νόμιζε ότι ήταν μια ψεύτικη καταγγελία των «τρομοκρατών», είχε αναφωνήσει: «Ενοπλοι αστυνομικοί στο γραφείο του ανακριτή; Αν μου το έκαναν εμένα θα γκρέμιζα το κράτος». Μέρες αργότερα, όταν αυτό επιβεβαιώθηκε από επίσημα έγγραφα, τα γύρισε και προσπάθησε να τα μσήσει, όμως τη ζημιά την είχε κάνει.
Και η απολογία του Χρ. Ξηρού, που περιλαμβάνει αντιφάσεις; Μα αν την κατασκεύαζε η Αντιτρομοκρατική θα είχε αντιφάσεις; Τόσα χρόνια στον εισαγγελικό κλάδο η κ. Κουτζαμάνη (θέλει να μας πείσει ότι) δεν έχει καταλάβει πως δεν υπάρχει ασφαλίτικη κατασκευή χωρίς πληθώρα αντιφάσεων. Ακόμα και σε απλές υποθέσεις και όχι σε μια τόσο σύνθετη υπόθεση, με δεκάδες ενέργειες που εκτείνονται σε διάστημα σχεδόν μιας τριακονταετίας. Και η φρασεολογία, που είναι καθαρά ασφαλίτικη, λογικό είναι να είναι τέτοια, αφού ο προανακριτικός υπάλληλος την έγραφε με τα δικά του λόγια! Και καλά, το «ομολογών» μέλος της 17Ν δε βρήκε μια πολιτική κουβέντα να πει;
Τα ίδια για τον Βασίλη Ξηρό, για τον Καρατσώλη, για τον Γεωργιάδη. Ειδικά για τον τελευταίο, αφού στην ανακρίτρια απολογήθηκε με δικηγόρο και υπόμνημα, όσα λέει είναι αληθινά. Μάταια προσπάθησε τόσες φορές ο δυστυχής Γεωργιάδης να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τα όσα έγιναν και πως το υπόμνημα που κατέθεσε ο τότε συνήγορός του ούτε που το είχε διαβάσει (γι’ αυτό και μετά διέκοψε τη συνεργασία μαζί του). Εις ώτα μη ακουόντων μιλά κι αυτός, όπως και οι άλλοι. Αφού δεν παίρνουν υπόψη το πιο συνταρακτικό στοιχείο που αναφέρεται στην περίπτωσή του: ότι φέρεται να ομολογεί τη συμμετοχή του στην τοποθέτηση μιας βόμβας, έξι μήνες πριν ο ίδιος κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα (το πότε κατέβηκε το έχουν επιβεβαιώσει με στοιχεία και φίλοι του και επαγγελματικοί συνεργάτες του στη Θεσσαλονίκη, μια ντουζίνα άνθρωποι συνολικά). Και μάλιστα μια βόμβα την ευθύνη της οποίας δεν έχει αναλάβει η 17Ν, αλλά άλλη οργάνωση, όπως προκύπτει από επιστολή ανάληψης ευθύνης στον Τύπο της εποχής και όπως με δήλωσή του στο δικαστήριο επιβεβαίωσε ο Δ. Κουφοντίνας.
Ηταν τόση η ζέση της κ. Κουτζαμάνη να «δέσει» τους αστήρικτους ισχυρισμούς της με επιλεκτική σταχυολόγηση στοιχείων, που στο τέλος έφτασε στην επίκληση ενός χοντρού ψέματος. Ο Κωστάρης αρνήθηκε να απολογηθεί στον ανακριτή, είπε. Είναι ψέματα, πετάχτηκε αμέσως ο Κωστάρης. Τίποτα η εισαγγελέας. Επέμενε στην άποψή της, ενώ ο Κωστάρης φώναζε συνέχεια ότι είναι ψέματα. Τι να κάνει κι αυτός, ανέσυρε από το φάκελό του και τις τρεις απολογίες του, στις οποίες ρητά λέει ότι να απολογηθεί με δικηγόρο, και διασχίζοντας τον περίκλειστο χώρο όπου κάθονται οι κατηγορούμενοι, πήγε και τις κατέθεσε στο δικαστήριο.
Ολες οι «απολογίες», λοιπόν, ήταν κατά την εισαγγελέα «αυθόρμητες και αυθεντικές». Και γιατί τις πήραν πίσω οι κατηγορούμενοι; «Επηρεάστηκαν από την εμφάνιση του κ. Κουφοντίνα και διαμόρφωσαν μια αδιέξοδη υπερασπιστική τακτική»! Το ότι οι αδελφοί Ξηροί είχαν ανακοινώσει την καταγγελία των όσων αναγκάστηκαν να υπογράψουν δυο μέρες πριν την εμφάνιση του Δ. Κουφοντίνα στις αρχές είναι μια… μικρή λεπτομέρεια, την οποία η κ. Κουτζαμάνη έχει απωθήσει από τη μνήμη της. Τόση αντικειμενικότητα πια, τέτοιο πάθος για την αναζήτηση της αλήθειας, δεν τα αντέχουμε…
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας υποτίθεται ότι θα προσπαθούσε να συνεισφέρει πρόσθετη επιχειρηματολογία στα όσα είχε υποστηρίξει η συνάδελφός του. Μάλλον την πρόθεση να προκαλέσει είχε, όμως. Με σοφίσματα αλλά και με ευθείες προκλήσεις. Μ’ ένα απαράδεκτο σόφισμα προσπάθησε να αποδείξει ότι η Αστυνομία δεν ήξερε ότι χρησιμοποιήθηκαν δυο μηχανές στην ενέργεια κατά Τζαντ κι ότι αυτό τους το είπε ο Χριστόδουλος και γι’ αυτό είναι ειλικρινής η προανακριτική του. Ο Γ. Γκουντούνας παρενέβη σε έντονο ύφος, κατηγορώντας τον Γ. Βλάσση ότι παραπλανά, διότι από τα έγγρφα της δικογραφίας προκύπτει ότι είχαν χρησιμοποιηθεί δυο μηχανές (αν θυμόμαστε καλά, μια Yamaha και μια Vespa). Ο εισαγγελέας έκανε πως δεν κατάλαβε, ο πρόεδρος απείλησε το Γκουντούνα με πειθαρχικό, οι τόνοι ανέβηκαν αφού ο Γκουντούνας δε «μάσησε», αλλά ένα λιποθυμικό επεισόδιο του Ι. Μυλωνά εκτόνωσε την ένταση.
Λίγο αργότερα, ο αναπληρωτής εισαγγελέας αναφέρθηκε με απαξιωτικό ύφος και φρασεολογία στον γιατρό Κ. Νικηφοράκη: «Ο περίφημος Νικηφοράκης». Σαν ελατήριο πετάχτηκε πάνω ο Δ. Κουφοντίνας: «Αυτό να το πάρετε πίσω. Δε μπορείτε να μιλάτε έτσι για έναν αγωνιστή με πολύχρονη κοινωνική προσφορά. Αλλιώς θα σας αποκαλώ και εγώ “o περίφημος εισαγγελέας Βλάσσης”». Χωρίς να το πάρει πίσω, ο Γ. Βλάσσης «διευκρίνισε» ότι αναφερόταν στις ιατρικές απόψεις του Κ. Νικηφοράκη. «Τα ίδια λέει σε ψήφισμά του το συνέδριο της Ομοσπονδίας των Νοσοκομειακών Γιατρών», τον αποστόμωσε ο Δ. Κουφοντίνας. «Θα πάρετε και σεις έδρα στον Αρειο Πάγο», ήταν το ειρωνικό σχόλιο του Χρ. Ξηρού. Και όταν κάποιος φώναξε εκτός μικροφώνου ότι έχει ήδη προαχθεί, ο ετοιμόλογος και ατακαδόρος Χριστόδουλος τον αποτελείωσε: «Το πήρε το μπαξίσι;»!
Ο εκπρόσωπος των Αμερικανοβρετανών Η. Αναγνωστόπουλος (ο μόνος από την πολιτική αγωγή που συμμετέχει συνεχώς στη δίκη, είτε άμεσα είτε με συνεργάτιδά του που βρίσκεται εδώ κάθε μέρα), σε ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους και προσέχοντας να αποφύγει κάθε απαξιωτική αναφορά, έκανε μια νομικίστικη αγόρευση, αποφεύγοντας όλα τα πραγματικά περιστατικά.
Η σκυταλοδρομία των υπερασπιστών ξεκίνησε με τον Νέστορα της υπεράσπισης, τον έμπειρο ποινικολόγο και δικονομολόγο Γ. Σταμούλη, ο οποίος σε ιδιαίτερα ψηλούς τόνους έκανε φύλλο και φτερό τη διαδικασία της προανάκρισης αλλά και της τακτικής ανάκρισης, σημειώνοντας με έμφαση ότι κανένα από τα σοβαρότατα ζητήματα δικονομικών παραβιάσεων που έχει θέσει δεν απαντήθηκε από τους εισαγγελείς. Με την ίδια έμφαση έθεσε και ένα πραγματικό ζήτημα, το οποίο επίσης απέφυγαν οι εισαγγελείς: ο Καρατσώλης φέρεται να ομολογεί συμμετοχή σε μια ληστεία, στην οποία αποδεδειγμένα δεν μπορούσε να έχει πάρει μέρος. Και μόνο αυτό αρκεί για να αποδείξει ότι η απολογία του είναι εξ ολοκλήρου ψευδής και κατασκευασμένη. Θύμισε ακόμη τον παράνομο τρόπο με τον οποίο ο ειδικός εφέτης ανακριτής Λ. Ζερβομπεάκος έκλεισε την ανάκριση, χωρίς να επιτρέψει στους Κωστάρη και Καρατσώλη να απολογηθούν.
Ο Β. Παπαστεργίου αναφέρθηκε στην περίπτωση του Γεωργιάδη, σημειώνοντας ένα προς ένα τα τεράστια κενά που άφησαν οι εισαγγελείς, προκειμένου να στοιχειοθετήσουν τους ισχυρισμούς τους. Αναφέρθηκε στο κλίμα της εποχής, που τρομοκράτησε ακόμα και δικηγόρους και θύμισε πως ο τότε συνήγορος του Γεωργιάδη, Ι. Καραμανώλης –κι αυτό είναι προς τιμήν του- εκ των υστέρων και όταν πια είχε πάψει να είναι συνήγορος του Γεωργιάδη, αναγνώρισε πως έκανε λάθη στη φάση της ανάκρισης. Ο Β. Παπαστεργίου επεκτάθηκε και σε αναφορές στην σημερινή παγκόσμια κατάσταση, του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», σημειώνοντας ότι στο όνομα αυτού του πολέμου έγιναν τα όσα έγιναν σε βάρος των κατηγορούμενων το 2002.
Ο ίδιος ο Διονύσης Γεωργιάδης σχολίασε με πικρή ειρωνεία πως σύμφωνα με το κατηγορητήριο και τα όσα υποστήριξαν οι εισαγγελείς, μετά το Δεκέμβρη είναι ο Ιούνης! Αναφέρθηκε στην παράλειψη των εισαγγελέων να αναφερθούν στους τόσους μάρτυρες που κατέθεσαν για το πότε ήρθε στην Αθήνα. Πώς γίνεται να καταθέτω –σημείωσε- ότι έβαλα μια βόμβα το Δεκέμβρη του 1998, όταν αυτή έχει μπει τον Ιούνη του 1998; «Ζεματισμένη» η εισαγγελέας, διέκοψε τον κατηγορούμενο λέγοντας: «Αυτό είναι ουσία. Μπορεί κανείς να ομολογεί ένα ψέμα»! «Δέχεστε, δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δε συμμετείχα;», ρώτησε ευλόγως ο Γεωργιάδης. Για να εισπράξει την απάντηση, ότι αυτό θα εξεταστεί σε άλλη φάση!
Κατόπιν όλων τούτων των λογικών ακροβατισμών, εμείς αναρωτιόμαστε: Γίνεται να ομολογεί κάποιος ένα ψέμα επιβαρύνοντας τον εαυτό του; Και πού το έμαθε αυτό το ψέμα για να το πει; Και πώς διάολο ο νεαρός Γεωργιάδης διάλεξε μια ενέργεια που δεν την έκανε η 17Ν, στην οποία υποτίθεται ότι μόλις είχε στρατευθεί; Εντέλει, γιατί το ερώτημα δεν τίθεται και ανάποδα: Μήπως μια τόσο εξόφθαλμη ομολογία δεν είναι αυτού που την υπογράφει, αλλά αυτών που τον ανακρίνουν; Εσδώ έχουμε ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο παραβλέπεται, πετιέται στα σκουπίδια, για να μπουν στη θέση του ακροβατικοί λογικοί ισχυρισμοί, για να μπει στη θέση του το ενιαίο και αδιαίρετο δόγμα της καταστολής: η Αστυνομία ποτέ δεν στήνει υποθέσεις!