«Ρούμπος» από τη Γιάννα Κούρτοβικ επί του «κυρίου καθηγητή». Αναφερόμενη η συνήγορος της Αγγελικής Σωτηροπούλου στους υπαινιγμούς που έκανε ο Αναγνωστόπουλος για το θάνατο της ψευδομάρτυρα Μανιά (χτύπησε με το αυτοκίνητό της σε δέντρο), παρουσιάζοντας τον θάνατο περίπου ως μυστηριώδη, χαρακτήρισε αήθεια το γεγονός. «Με αυτές τις αναφορές ο κ. Αναγνωστόπουλος προσπαθούσε να δημιουργήσει υποψίες στη συνείδηση των δικαστών να επηρεάσει το κλίμα της δίκης, αλλά κυρίως επικοινωνιακά προς τα έξω -γιατί δουλεύει σε αυτό το επίπεδο ο κ. Αναγνωστόπουλος- υποψίες ότι ο θάνατος αυτός συνδέεται με αυτή την υπόθεση». Η συνήγορος, παρακάμπτοντας την παρατήρηση του προέδρου ότι θα της δοθεί ο λόγος για να αντικρούσει «την άλλη πλευρά» (λες και οι γκεμπελικής έμπνευσης ψίθυροι σηκώνουν αντίκρουση), υπέβαλε αίτημα να προσκομιστεί στο δικαστήριο η δικογραφία που σχηματίστηκε για το θάνατο της Θεοδοσίας Μανιά, η οποία βρίσκεται στη Χαλκίδα.
Η εισαγγελέας πρότεινε να απορριφθεί το αίτημα, διότι «εφόσον η δικογραφία μπήκε στο αρχείο, διερευνήθηκαν οι συνθήκες με τις οποίες επήλθε ο θάνατος της Μανιά. Αν είχε προκύψει κάτι, θα είχε ασκηθεί κάποια δίωξη». Το δικαστήριο έκανε δεκτή την πρόταση της εισαγγελέα και η σχετική συζήτηση έκλεισε με ένα μάλλον ρητορικό αίτημα της Γ. Κούρτοβικ: «Οταν όμως απορρίπτεται το αίτημα, κ. πρόεδρε, όταν τίθενται τέτοια ζητήματα σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας για να ξεκαθαρίσουν τα όποια τυχόν σκοτεινά σημεία μπορεί να υπάρχουν και που τίθενται με την αγόρευση του συναδέλφου, νομίζω ότι θα πρέπει να κληθεί και ο κ. Αναγνωστόπουλος να ανακαλέσει αυτά που είπε, διότι είναι και καθηγητής και διδάσκει τα παιδιά μας, κ. πρόεδρε και δεν επιτρέπεται να κάνει τέτοια πράγματα». Ο πρόεδρος προσπάθησε να υπερασπιστεί «χαλαρά» τον εκπρόσωπο των Αμερικανοβρετανών, υποδεικνύοντας στην Κούρτοβικ… αντιδικονομικό τρόπο παρέμβασης: «Με συγχωρείτε, την ώρα που αγόρευε ο κ. συνάδελφός σας θα μπορούσατε εσείς ή κάποιος άλλος…». Ηρεμα η Κούρτοβικ παρατήρησε ότι, αν τον διέκοπτε, θα ήταν ο πρόεδρος που θα την παρατηρούσε διότι διακόπτει. Εν πάση περιπτώσει, εκείνη τη στιγμή δεν ήταν παρούσα στην αίθουσα, γιατί αν ήταν δεν θα τον διέκοπτε απλώς, αλλά θα δημιουργούσε επεισόδιο.
Ο Μ. Σινιόσογλου (πολιτική αγωγή Αθανασιάδη) προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στην ευγένεια και την ευπρέπεια που τον διακρίνει ως άτομο και τις θέσεις που είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί. Αυτό, όμως, απαιτεί ικανότητες ακροβάτη, που φυσικά δεν διαθέτει. Προσέγγισε τη 17Ν ως πολιτικό φαινόμενο, όμως το συμπέρασμά του δεν ήταν παρά μια αγοραία μπουρζουάδικη άποψη: «Για εμένα η 17Ν είναι αυτό που βλέπουμε τόσα χρόνια καθημερινά στις δίκες και βγαίνει και από τις εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες της δικογραφίας, τις προκηρύξεις τους και τη διεθνή πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για ένα λούμπεν μικροαστικό ολοκληρωτικό μιλιταριστικό αντιπροοδευτικό και ελιτίστικης νοοτροπίας γκρουπόσκουλο, λίγων παθιασμένων εγκληματιών και ρεμπεσκέδων, χωρίς παιδεία και εμπειρία ζωής, που με την κατάλληλη μανιπουλάτσια των ινστουκτόρων, ξύπνησαν κάποιο πρωί διάλεξαν σαν εργαλείο το έγκλημα και είπαν “σήμερα θα φτιάξουμε την κοινωνία”. Γιατί; Γιατί έτσι όρισε ο μέγας Γιωτόπουλος και τα τσιτάτα του. Στη συνέχεια άρχισαν να κλέβουν με τα χέρια, γλυκάθηκαν από τις ληστείες, μετατράπηκαν σε πρωτοκαπιταλιστική εταιρεία, αλλοιώθηκαν από το σύστημα και τον καπιταλισμό, γοητεύτηκαν από τη μπουρζουαζία, ανακάλυψαν τον τρυφηλό βίο και την πληρωμένη ξάπλα και έτσι συνέχισαν στο άγνωστο με βάρκα την ευζωία, μέχρι να εμφανιστούν οι Εγγλέζοι, η προετοιμασία της Ολυμπιάδας, το κινέζικο ρολόι και το 38ρι του Χρήστου Μάτη»!
Κατά τον Μ. Σινιόσογλου τρομοκράτες σ’ αυτή τη δίκη είναι πέντε: Οι Τσελέντης, Τέλιος και Κονδύλης, τη μετάνοια των οποίων θεωρεί ειλικρινή και ζήτησε να τους αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά, και οι Γιωτόπουλος και Κουφοντίνας. Ο Γιωτόπουλος –κατά τον συνήγορο πολιτικής αγωγής- «είναι ο μεγάλος αρχηγός, ο εμπνευστής και ο ηθικός αυτουργός όλων των εγκλημάτων της 17Ν», «είναι πανέξυπνος, ικανός, φανατικός δολοφόνος, φιλοχρήματος», αλλά «είναι δειλός μπροστά στην τελική κρίση. Εγκαταλείπει τους πάντες και το έργο της 17Ν και αρνείται τα πάντα με παιδικές ή ασυνάρτητες δικαιολογίες. Η γραμμή Γιωτόπουλου, δηλαδή “εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτά, πρόκειται για σκευωρία του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού, εγώ είμαι ένας απλός γυναικοσυντήρητος καλοπερασόπουλος, ένας αργόσχολος διαβάτης της ζωής”, μας προσβάλλει όλους αλλά και τον ίδιον και τους νυν και πρώην υφισταμένους του». Κι ακόμη: «Ο Γιωτόπουλος επικουρείται από τον Κουφοντίνα, ο οποίος, παρ’ όλη την αβυσσαλέα αντίθεσή του με τον Γιωτόπουλο, με ένα τελείως διαφορετικό σκεπτικό -αξιοπρέπεια της Οργάνωσης, ιστορική και πολιτική διάσταση της υπόθεσης, τι θα γράψει για μας ο νέος Παπαρηγόπουλος κτλ.- καταλήγει όμως στο ίδιο διά ταύτα. Και εδώ η ευθύνη του Κουφοντίνα είναι μεγάλη. Η ιδιότητα του αρχηγού, κύριοι δικαστές έχει μια ιερότητα, διότι κάποτε διοίκησες, ενέπνευσες και έδωσες άμεση λύση σε αναπότρεπτες άλλως καταστάσεις. Και έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και τις ίδιες υποχρεώσεις, είτε είσαι κυβερνήτης πλοίου, είτε πρωθυπουργός, είτε αρχιεπίσκοπος, είτε αρχηγός της 17Ν. Και δεν πετιέται έτσι εύκολα στις ρούγες και τους κάδους. Η πρώτη υποχρέωση είναι η κάλυψη των υφισταμένων, όπως έκανε ο υπαρχηγός Κουφοντίνας».
«Ο Κουφοντίνας είναι εξαιρετικής ευφυίας και ικανότητος, είναι ταχύτατος, εκπέμπει μια επικίνδυνη προσωπική γοητεία, έχει στόφα αρχηγού, περιέργως αίσθηση του χιούμορ, επιτελική σκέψη, μία δική του παιδεία, είναι φαρμακοχέρης, ψύχραιμος δολοφόνος και προσωπικά λιτός. Λιτός βέβαια όχι σε έργα και ημέρες, γιατί εκεί ο πλούτος περισσεύει… Δε μπορεί να κάνει αλλιώς. Πρώτον, διότι ο πραγματικός μεγάλος αρχηγός Γιωτόπουλος κάνει τον Κινέζο και επομένως το κενό πρέπει από κάπου να πληρωθεί μια και η φύση απεχθάνεται το κενό, και δεύτερον, σε προσωπικό επίπεδο, πρέπει από κάπου να πιαστεί. Αλλιώς πρέπει να αποκηρύξει τις καταστροφικές επιλογές μιας ολόκληρης ζωής και αυτό ψυχικά δεν το αντέχει. Μεταξύ μας, αυτό είναι δύσκολο για κάθε άνθρωπο… Ο Κουφοντίνας ερωτεύθηκε τη 17Ν, παθιάστηκε με αυτήν και γι’ αυτό δεν την εγκαταλείπει. Είναι λιτός, και πιστεύω ότι ο ίδιος δεν επεδίωξε τον άμεσο προσωπικό πλουτισμό του. Εξάλλου, αυτό φαίνεται και από μια λεπτομέρεια των λογιστικών βιβλίων που τηρούσε, όπου εκεί χρεώνει 2-3 ευρώ για ένα βύσμα, μια λάμπα, ένα κουτί προφυλακτικά κτλ., ευτελούς αξίας αντικείμενα. Θυμάμαι στην πρώτη δίκη τη Σωτηροπούλου η οποία σε μια στιγμή έντασης πετάχτηκε και είπε “ποιος; Ο Κουφοντίνας που δεν έχει να βάλει δεύτερο παντελόνι;”.Ετσι είναι. Στο σημείο αυτό τουλάχιστον η κα Σωτηροπούλου είχε δίκιο».
«Η ενοχή του αποδείχθηκε απολύτως, αν και ο ίδιος δεν προσπάθησε να υπερασπίσει τον εαυτό του παρ’ όλες τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της Υπεράσπισής του. Εξάλλου το είπε και ο ίδιος, “εγώ δε θα κάνω ποινική υπεράσπιση αλλά πολιτική. Ποινική υπεράσπιση θα κάνει η δικηγόρος μου γιατί δε γίνεται αλλιώς”. Στη δίκη διάλεξε μια ευπρεπή γι’ αυτόν γραμμή που έχει ραχοκοκαλιά, είναι βολική και ευθεία. “Αναλαμβάνω την ευθύνη, αλλά δε θα μιλήσω για κανέναν και δε θα πω ούτε ποιος έκανε, ούτε ποιος δεν έκανε. Αυτά βρείτε τα εσείς”… Και μπορεί κανείς να τον στολίσει με πλείστους χαρακτηρισμούς, εγώ το έχω ήδη κάνει στο μάξιμουμ, αλλά τουλάχιστον ο Κουφοντίνας δεν είναι φραγκολεβαντίνος εισαγωγής και πάντως δεν στερείται διδύμων γεννητικών αδένων. Ο Κουφοντίνας δεν είναι Γιωτόπουλος, διότι εκτός των άλλων την ώρα της ήττας και της συντριβής στάθηκε όρθιος στα πόδια του. Κύριοι Δικαστές, το σημαντικό στη ζωή είναι το πως διαχειρίζεσαι την πτώση και όχι το πως διαχειρίζεσαι την άνοδο που συγκριτικά είναι πιο εύκολο πράγμα. Και στο θέμα αυτό, ενώ ο Γιωτόπουλος παίρνει άριστα μηδέν, ο Κουφοντίνας τα κατάφερε κάπως καλύτερα. Ομως ο Κουφοντίνας μπήκε σε μία κόλαση και το χειρότερο παραμένει αμετανόητος και πιστός σε αυτήν. Ας βρει μόνος του τη λύτρωση ή τη λύση, αφού αρνείται τη βοήθειά μας».
Ουδείς από τους άλλους συνηγόρους πολιτικής αγωγής προσήλθε να αγορεύσει και έτσι η συνεδρίαση έληξε άδοξα στις 10:30!