Δεύτερη μέρα της αγόρευσης του Ι. Μυλωνά. Αρχικά ολοκλήρωσε τα όσα είχε να πει σχετικά με το ρόλο της Αστυνομίας. Εντύπωση προκάλεσε μια ακόμη «βελτίωση» σε σχέση με την πρώτη δίκη. Ο συνήγορος δεν περιορίστηκε να εκφράσει τη διαφωνία του με τη δράση της 17Ν, αλλά έκανε ένα βήμα παραπάνω, καταδικάζοντας (χωρίς κανείς να του το έχει ζητήσει και χωρίς να έχει περάσει από το μυαλό κανενός ότι ο Μυλωνάς θα μπορούσε να τρέφει οποιαδήποτε αισθήματα συμπάθειας για μια επαναστατική οργάνωση:
«Δεν ανήκω στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, δεν έχω συναισθηματικό δέσιμο με Οργανώσεις οποιουδήποτε τύπου, ούτε βεβαίως με Οργανώσεις όπως ήταν η 17Ν, και δε συμφωνώ καθόλου με τη δράση της. Αν θέλετε να το προσθέσω, παρ’ όλο που με ενοχλεί γιατί έχει μια άλλη χροιά, θέλω να σας πω ότι καταδικάζω τη δράση της και εδώ θα μου επιτρέψετε την παρένθεση, είμαι από αυτούς που σε πολιτικό επίπεδο, που δεν ενδιαφέρει την παρούσα δίκη αλλά ας το πω κι αυτό, είμαι ριζικά αντίθετος, ριζικά διαφωνών με ενέργειες τέτοιου τύπου». Και δεύτερη φορά, μη τυχόν και δεν ακούστηκε καλά την πρώτη: «Είμαι λοιπόν σε πολιτικό επίπεδο κάποιος που διαφωνώ ριζικότατα με τη δράση της 17Ν, θα το πω, καταδικάζω τη δράση της παρ’ όλο που δε μ’ αρέσει αυτό γιατί, ξέρετε, μου θυμίζει κάποιες άλλες εποχές που κάποιοι έπρεπε να υπογράψουν ότι “αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμόν και τις παραφυάδες αυτού και καταδικάζω” κι όλα αυτά, αν το δούμε έξω από αυτό το πλαίσιο δεν έχω κανένα πρόβλημα να καταδικάσω τη δράση της, με την επιφύλαξη που σας ανέφερα, σε κάθε περίπτωση είμαι ριζικά αντίθετος, δεν έχω καμία σχέση με το χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και γι αυτό ακριβώς έχω άλλη άνεση να υπερασπίζομαι τον εντολέα μου».
Γιατί όλα αυτά; Προσωπικά δεν το είχε ανάγκη ο Ι. Μυλωνάς. Αρα το είχαν οι πελάτες του. Φάνηκε καλύτερα αυτό, όταν αμέσως μετά την «έπεσε» στον Δ. Κουφοντίνα για την πολιτική στάση που κρατάει στη δίκη: «Οι διάφορες ιδέες που ακούστηκαν, οι πολιτικές κυρίως από τον κύριο Κουφοντίνα, αλλά επιτρέψτε μου να πω και από πολλούς πολιτικώς ενάγοντες, θυμάμαι χαρακτηριστικά στην ακροαματική διαδικασία στην υπόθεση Αθανασιάδη ο μεν κύριος Κουφοντίνας προσπαθούσε να δείξει τι κακός εργοδότης και ιμπεριαλιστής και το ένα και το άλλο και καπιταλιστής ήτανε ο μακαρίτης, η δε πολιτική αγωγή προσπαθούσε να δείξει ότι αντιθέτως ήταν πολύ καλός εργοδότης, αγαπούσε τους εργαζόμενούς του και είχε προσφέρει πολλά στον τόπο. Ολα αυτά είχαν καμία σχέση με μία ποινική υπόθεση; Οχι, καμία. Εχει κάποια σημασία για την αξιολόγηση της όποιας συμμετοχής, αν υπάρχει, του κυρίου Τζωρτζάτου στην υπόθεση Αθανασιάδη, αν το θύμα ήταν ο χειρότερος καπιταλιστής ή αν ήτανε ο καλύτερος φιλάνθρωπος; Καμία σημασία ποινική. Ομως, σε αυτό το επίπεδο ανταλλαγής ιδεών γινόταν η διαδικασία»!!!
Κατηγορείται, δηλαδή, ο Δ. Κουφοντίνας γι’ αυτό που ολόκληρη η προοδευτική Ελλάδα περίμενε απ’ αυτόν: να δώσει πολιτική μάχη, να αντιταχθεί στην αποπολιτικοποίηση-ποινικοποίηση της δράσης της 17Ν, να υπερασπιτεί αυτή τη δράση «ενώπιος ενωπίοις» με τα μεγάλα τζάκια του καπιταλισμού και με τους μεγαλοδικηγόρους εκπροσώπους τους. Εκανε τίποτα καινούργιο ο Κουφοντίνας; Οχι, έκανε αυτό που χιλιάδες επαναστάτες σε όλο τον κόσμο έχουν κάνει εδώ και δυο αιώνες. Απλά, θα πρέπει όλοι να υποστούμε πολιτική λωβοτομή, επειδή αυτό απαιτούν οι εντολείς του κ. Μυλωνά (ο ίδιος απλώς διεκπεραιώνει την απαίτησή τους).
Στη συνέχεια ο συνήγορος ανέφερε τα κατά τη γνώμη του αρνητικά σημεία αυτής της δίκης:
1. Δεν υπήρχε πλήρης δημοσιότητα, όχι μόνο λόγω της απαγόρευσης της ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης, αλλά και επειδή καταγράδονταν τα στοιχεία των παρατηρητών, γεγονός που λειτουργούσε αποτρεπτικά στην προσέλευσή τους.
2. Δεν αναγνωρίστηκε η πολιτική διάσταση αυτής της υπόθεσης.
3. Δεν αναγνωρίστηκαν οι παρανομίες του νομοθέτη (ένσταση για κακή σύνθεση του δικαστηρίου).
4. Παραβιαστηκε το άρθρο6 παρ. 3β της ΕΣΔΑ με τη διεξαγωγή της δίκης κάθε μέρα, «γιατί δεν είχαμε τις αναγκαίες ευκολίες για την ετοιμασία της Υπεράσπισης».
5. Αφέθηκε στο απυρόβλητο η Αστυνομία, δεν ελέγχθηκε η νομιμότητα της δράσης της.
6. Δεν απαγγέλθηκε αιτιολογία στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις και αυτό προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
7. Δεν επετράπη στον Γιωτόπουλο να έχει συνηγόρους της επιλογής τους και αυτό επίσης προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
8. Το δικαστήριο προέβη σε ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης που δήθεν περιείχαν τις προανακριτικές απολογίες του Σάββα Ξηρού.
9. Η μόνη παρεμπίπτουσα απόφαση που ήταν αιτιολογημένη ήταν η απόφαση για το θέμα των ενστάσεων όσον αφορά την ακυρότητα των προανακριτικών απολογιών. Και ήταν αυτή που οδήγησε στην υποβολή αίτηση εηαίρεσης του δικαστηρίου, γιατί «ουσιαστικά δεχόσασταν, ενώ διεξαγόταν ακόμα η δίκη και δεν είχαν καν απολογηθεί οι κατηγορούμενοι, ότι αυτοί οι κατηγορούμενοι είναι μέλη της Οργάνωσης 17Ν». Κατά τον Ι. Μυλωνά «μια τέτοιου είδους προσέγγιση μας οδηγεί ολοταχώς προς την πολιτική δικαιοσύνη και όχι προς την ποινική δικαιοσύνη».