ΛΗΣΤΕΙΑ ΕΤΕ ΧΡΕΜΩΝΙΔΟΥ
Μαρία Πόλκα. Κυρία με κεφαλαίο το Κ. Χωρίς ειρωνεία. Μόνο που ουδείς από την έδρα τη χαρακτήρισε έτσι (θυμίζουμε πως έτσι χαρακτήριζε τους πιο κραγμένους ψευδομάρτυρες ο εισαγγελέας της έδρας στο πρωτόδικο δικαστήριο). Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι είδαμε και μια ξυνίλα σε μερικά πρόσωπα, αλλά μπορεί να ‘ναι ιδέα μας. Εν πάση περιπτώσει, η κατάθεση της κ. Πόλκα δεν άρεσε καθόλου. Γιατί με τον αγνό λαϊκό αυθορμητισμό της, χωρίς να σηκώνει μύγα στο σπαθί της, ανυποχώρητη στα όσα έλεγε, χωρίς να υποχωρεί σε οποιαδήποτε πίεση, έδωσε ένα συντριπτικό χτύπημα στις διαδικασίες με τις οποίες κατασκευάστηκε το συγκεκριμένο κατηγορητήριο, χωρίς η ίδια να έχει καμιά τέτοια πρόθεση. Αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά πως η εντιμότητα και η ειλικρίνεια, είδη εν ανεπαρκεία σ’ αυτή τη δίκη, αποτελούν τους μεγαλύτερους εχθρούς της πολιτικής σκοπιμότητας.
Η κ. Πόλκα παρακολούθησε από την αρχή μέχρι το τέλος την ολιγόλεπτη εξέλιξη της ληστείας στο υποκατάστημα της Εθνικής στην οδό Χρεμωνίδου στο Παγκράτι. Είδε τέσσερις ανθρώπους. Δύο μπήκαν μέσα στην τράπεζα (αφού ο ένας έσπασε τη τζαμαρία με μια βαριοπούλα), ένας έμεινε δίπλα στο ΑΤΜ και ο τέταρτος πάνω σ’ ένα μηχανάκι, με το οποίο διέφυγαν οι δύο. Οταν τους είδε με τα όπλα στα χέρια, έπαθε σοκ και άρχισε να φωνάζει «ληστεία, πιάστε τους, βοήθεια κ.τ.λ.». Αυτός που ήταν στο ΑΤΜ έξω της έκανε νόημα, κρατώντας ένα αυτόματο, να μη φωνάζει. Αυτή μέσα στον πανικό της συνέχιζε να φωνάζει. Δεν έκανε καμιά κίνηση εναντίον της, δεν την πυροβόλησε. Εξ αυτού συμπεραίνει ότι και ο υπάλληλος που πυροβολήθηκε στο πόδι μάλλον τυχαία πυροβολήθηκε. Για εκφοβισμό πρέπει να ρίχτηκε η σκέψη. Απλές λογικές κρίσεις ενός απλού λαϊκού ανθρώπου: «Αν ήθελαν να πυροβολήσουν, δε θα πυροβολούσαν εμένα που φώναζα και δε σταματούσα;».
Πρόσωπα δεν είδε. Οι τρεις φορούσαν κουκούλες και ο τέταρτος είχε πολύ πλούσια γενειάδα και ένα καπέλο βαθιά στο κεφάλι. Μόνο τα μάτια του φαινόταν. Απ΄πο την πρώτη στιγμή περιέγραψε μόνο σωματοδομές, δηλώνοντας επιφύλαξη και ως προς αυτό, λόγω της ταραχής και της σύγχυσης. Περιέγραψε δυο ψηλούς (ο ένας εύσωμος, όχι όμως χοντρός), έναν γύρω στο 1.70, εύσωμο, και τον τέταρτο στο μηχανάκι μάλλον ως κοντύτερο απ’ όλους.
Οταν πήγε να καταθέσει στον ανακριτή, μετά τις συλλήψεις, αυτός την πίεζε δείχνοντάς της φωτογραφίες τεσσάρων μόνο ατόμων και της έλεγε: «Δεν σου θυμίζουν τίποτα; Αυτοί είναι, έχουν ομολογήσει». Η απάντησή της ήταν κατηγορηματική: Δε μπορώ να πω τίποτα. Τους ανθρώπους τους βλέπω κάθε μέρα στην τηλεόραση και μου φαίνονται γνωστοί. Μάλιστα, για να γίνει απολύτως κατανοητή αυτή της η στάση, έδειξε τη Σωτηροπούλου και είπε: Να, και την κυρία την είδα το πρωί και μου φάνηκε γνωστή. Μετά θυμήθηκα ότι την έχω δει πολλές φορές στην τηλεόραση.
Ξέρετε τι γράφτηκε στην κατάθεσή της; Οτι ο ένας μοιάζει με τον Κουφοντίνα και ο άλλος με το Χριστόδουλο! Οταν της επισημάνθηκε αυτό από την έδρα, σχεδόν οργίστηκε. Με κατηγορηματικό ύφος είπε ότι η ίδια δεν είπε παρά μόνο αυτά που λέει και τώρα. Οτι δηλαδή οι άνθρωποι στις φωτογραφίες της φαίνονται γνωστοί, γιατί τους έβλεπε κάθε μέρα στην τηλεόραση. Και προφανώς, όταν ο ανακριτής της ζήτησε να υπογράψει την κατάθεση, δεν κάθησε να τη διαβάσει. Κι αν της τη διάβασε, δεν έδωσε και τόση σημασία. Είναι γνωστό το δέος που αισθάνεται ένας απλός άνθρωπος, που δεν είχε ποτέ του μπλεξίματα με τέτοιες διαδικασίες, όταν βρίσκεται σ’ ένα αυστηρό ανακριτικό γραφείο και ο ανακριτής τον πιέζει υποδεικνύοντάς του να κάνει αναγνωρίσεις. Ας σημειωθεί ότι η κ. Πόλκα είχε την ίδια στάση και στο πρωτόδικο δικαστήριο.
Κάπως έτσι, λοιπόν, στήθηκε το κατηγορητήριο και μαζεύτηκε το «αποδεικτικό» υλικό εκείνη την περίοδο. Η Αντιτρομοκρατική έφτιαξε το πλαίσιο, το «οργανόγραμμα» όπως χαρακτηριστικά το έχει ονοματίσει ο Τσελέντης, και η ανάκριση γέμιζε τα κενά, δημιουργώντας «αναγνωριστές», είτε από ανθρώπους πρόθυμους να παίξουν το ρόλο του ρουφιάνου σ’ αυτή την «εθνική υπόθεση» (πάντα οι ρουφιάνοι εμφορούνταν από τα εθνικά ιδεώδη) είτε από ανθρώπους που η υστερική εκστρατεία τρομολαγνείας τους είχε υποβάλει εικόνες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχαν.
Η μάρτυρας Τσίγγανου, υπάλληλος της τράπεζας, δεν ήταν σε θέση να δώσει παρά μόνο ελάχιστες πληροφορίες. Είδε δυο άτομα να μπαίνουν στην τράπεζα με κουκούλες. Θυμάται τη σωματοδομή μόνο του ενός: ψηλός, όχι χοντρός. Τον άλλο τον είδε να φεύγει και δε θυμάται τίποτα.
Ο μάρτυρας Βεγλίτης, ταμίας της τράπεζας που τραυματίστηκε επιπόλαια στο πόδι, επίσης είδε ελάχιστα πράγματα. Δεν κατάλαβε καν πώς τραυματίστηκε. Το μόνο που θυμάται είναι πως αυτός που πυροβόλησε εναντίον του ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, με γένεια. Παρά την προφανή πίεση που του άσκησε ο πρόεδρος να πει ότι τον πυροβόλησαν σκόπιμα για να μη κλείσει το χρηματοκιβώτιο (ενστικτωδώς είχε κάνει την κίνηση), ο μάρτυρας δεν ήταν κατηγορηματικός. Στην αρχή απάντησε διστακτικά «προφανώς», δίστασε λίγο και συνέχισε: «ίσως, δεν ξέρω, μπορεί». Ομως, δεν είχε και αυτός πρόβλημα να πάει στον ανακριτή και να «αναγνωρίσει» τον Κουφοντίνα. Ηταν λέει ο πολύ μελαχροινός με τα γένεια, που τον πυροβόλησε. Τον αναγνώρισε από μια φωτογραφία, που δεν είχε καμιά σχέση με το πρόσωπο του Δ. Κουφοντίνα που γνωρίσαμε μετά την παράδοσή του στις αρχές. Περιγραφή δε μπόρεσε να κάνει, παρά μόνο επαναλάμβανε μονότονα «εγώ θυμάμαι ότι αναγνώρισα αυτόν τον άνθρωπο». Οταν ρωτήθηκε αν έχει καμιά αμφιβολία, απάντησε κατηγορηματικά όχι. Είδε έναν άνθρωπο πριν από τόσα χρόνια, μέσα από ένα παχύ κρύσταλλο, τον είδε ελάχιστα δευτερόλεπτα, όπως ο ίδιος λέει, και τον αναγνωρίζει! Ας σημειωθεί ότι η σωματοδομή του Κουφοντίνα δεν ταιριάζει με την περιγραφή όλων των υπόλοιπων αυτοπτών μαρτύρων, που λένε ότι μέσα στην τράπεζα μπήκαν δυο ψηλοί. Το πιο σημαντικό είναι άλλο. Επί τρεις ολόκληρους μήνες οι τηλεοράσεις και οι εφημερίδες έδειχναν καθημερινά τη γνωστή φωτογραφία του Κουφοντίνα με γένεια (καστανά βέβαια και όχι μαύρα, γιατί ο Κουφοντίνας κάθε άλλο παρά μελαχροινός είναι). Και όμως, ο συγκεκριμένος μάρτυρας ισχυρίζεται ότι πρωτοείδε τη φωτογραφία του Κουφοντίνα με γένεια στον ανακριτή και τον αναγνώρισε αμέσως. Και κάτι ακόμα: η αρχική περιγραφή του μάρτυρα για το άτομο που το πυροβόλησε ήταν: άτομο περίπου 1.65, γεροδεμένο. Ε, δεν ταιριάζει στον Κουφοντίνα, πώς να το κάνουμε;
Οχι πως έχει καμιά σημασία για τον Δ. Κουφοντίνα, που έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν τον απασχολεί και δεν ασχολείται με το ποινικό μέρος της υπόθεσης, έχει όμως σημασία για τον τρόπο που στήθηκαν οι αναγνωρίσεις το 2002.
Ο Αρης Κωνσταντάκης έβαλε και μια άλλη, ιδιαίτερα σημαντική διάσταση στην υπόθεση. Μεταξύ Σεπτέμβρη και Δεκέμβρη του 1998 έγιναν δυο ληστείες σε υποκαταστήματα της Εθνικής στο Παγκράτι. Στη Φιλολάου και τη Χρεμωνίδου. Η Αστυνομία απέδωσε και τις δυο εκείνες ληστείες στον Τσολακάκη και τη συμμορία του, επειδή οι σωματότυποι των δραστών ταίριαζαν, ενώ ήταν πανομοιότυπος και ο τρόπος δράσης. Μετά τη ληστεία στη Φιλολάου, βρέθηκαν σε μια πυλωτή οι κουκούλες, με αξιοποιήσιμο γενετικό υλικό, και στο Βύρωνα η μοτοσικλέτα διαφυγής, με αποτύπωμα αξιοποιήσιμο. Ο Τσολακάκης δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 18 χρόνια φυλακή και ήταν εμφανής η απογοήτευση των αστυνομικών που δε μπόρεσαν να τον «δέσουν» και για την υπόθεση της Χρεμωνίδου. Ο συσχετισμός των δυο υποθέσεων ήταν «ζωντανός» μέχρι και το καλοκαίρι του 2002. Γι’ αυτό και στη δικογραφία υπάρχει το διαβιβαστικό και τα έγγραφα για τη ληστεία στη Φιλολάου, αλλά στην πορεία έμεινε μόνο η Χρεμωνίδου! Προφανώς, πήγαν να φορτώσουν και τη Φιλολάου στη 17Ν, αλλά μετά διαπίστωσαν ότι γι’ αυτή είχε καταδικαστεί άλλος.
Συντριπτική ήταν η παρέμβαση του Χρ. Ξηρού, ο οποίος θύμισε ότι στην «ομολογία» του στην Αντιτρομοκρατική φέρεται να ομολογεί ληστεία στην ΕΤΕ Φιλολάου. Η ανακρίτρια Μπούρη του απαγγέλλει κατηγορία και «απολογείται» για ληστεία στη Φιλολάου. Δυο μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη του 2002, ο ειδικός εφέτης ανακριτής Ζερβομπεάκος (θα το πω στη γλώσσα μου, είπε ο Χριστόδουλος) «κάνει γαργάρα» την ομολογία, την κατηγορία και την απολογία στην ανακρίτρια Μπούρη και τον καλεί να απολογηθεί συμπληρωματικά για ληστεία στη Χρεμωνίδου. Το προηγούμενο δικαστήριο –σημείωσε ο Χρ. Ξηρός- θεώρησε και τις δυο αυτές «απολογίες» μου έγκυρες! Ποια από τις δυο ισχύει, όμως; Γιατί και οι δυο δε μπορεί να ισχύουν. Φιλολάου ή Χρεμωνίδου; Αν είχαμε μια κανονική ποινική δίκη –κατέληξε- αυτά τα πράγματα θα τα είχατε πετάξει στα σκουπίδια. Ομως εδώ έχουμε μια πολιτική δίκη και το καθήκον που σας έχει ανατεθεί είναι να στηρίξετε πάση θυσία την κατηγορία.
Ο πρόεδρος, αποφεύγοντας την ουσία της καταγγελίας του Χρ. Ξηρού και τα ατράνταχτα στοιχεία που τη στηρίζουν, προσπάθησε να υπερασπιστεί το συνάδελφό του Λ. Ζερβομπεάκο αναφερόμενος στις «ομολογίες» του Χρ. Ξηρού και σημειώνοντας πως το το αν αυτές είναι αληθινές ή όχι θα εξεταστεί σε άλλη φάση. Όμως, το ζήτημα που έθεσε ο Χρ. Ξηρός είναι άλλο. Οφειλε ή όχι ο ανακριτής να ξεκαθαρίσει αν πρόκειται για τη Φιλολάου ή τη Χρεμωνίδου; Επ’ αυτού ο κ. Βερτέλλης δεν είπε τίποτα.
ΛΗΣΤΕΙΑ ΕΛΤΑ ΑΙΓΑΛΕΩ
Εξετάστηκε μόνο ο αστυνομικός Ξηντάρας, που βρέθηκε στην περιοχή και πλησίασε το χώρο όπου γινόταν ληστεία. Πυροβολήθηκε από ένα άτομο που ήταν ντυμένο αστυνομικός. Σκοπός του –κατά την άποψη του μάρτυρα- ήταν να τον σκοτώσει, γι’ αυτό του έριξε ριπές. Πάντως, τον βρήκε μόνο μία σφαίρα στην κνήμη, ενώ –όπως λέει- άλλη μία σφηνώθηκε στο φανάρι της μοτοσικλέτας. Κατηγορούμενο δεν αναγνώρισε, γιατί το άτομο που τον πυροβόλησε το είδε σε απόσταση 70-80 μέτρων, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, και φορούσε βαθιά στο κεφάλι του το πηλίκιο. Μόνο στο ανάστημά του μπορούσε να αναφερθεί, που ήταν 1.70 με 1.75.
Οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν εξετάστηκαν, γιατί απουσίαζε η Γ. Κούρτοβικ, που δεν πρόλαβε να τελειώσει μια άλλη υπόθεση, και ο Δ. Κουφοντίνας δήλωσε ότι δε θέλει να εκπροσωπηθεί από άλλο συνήγορο. Κι ενώ ο πρόεδρος έδειξε να κατανοεί τη θέση του Κουφοντίνα, ο οποίος άλλωστε δεν κάνει «παιχνίδια» και δεν προσπαθεί να κωλυσιεργήσει, η εισαγγελέας, σε μια ακόμη εκδήλωση αμετροέπειας, κατάφερε να δημιουργήσει ένταση, αρνούμενη να εισηγηθεί τη διακοπή της συνεδρίασης και επικαλούμενη τη δικονομία. «Δε θα μας πείτε εσείς για τη δικονομία, που την έχετε κάνει κουρέλι», απάντησε σε έντονο ύφος ο Δ. Κουφοντίνας, που στη συνέχεια κατηγόρησε την εισαγγελέα ότι προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις.