Ο Ι. Μυλωνάς (Β. Τζωρτζάτος) απαντώντας στους ισχυρισμούς της εισαγγελέα, επανήλθε καταρχάς στο αίτημα να κληθούν να καταθέσουν η Μάνδρου και οι αστυνομικοί που ο Τζωρτζάτος κατήγγειλε ότι τον βασάνισαν, αποδεικνύοντας ότι η αρνητική πρόταση της εισαγγελέα δεν εδράζεται σε κανένα νομικό ή λογικό επιχείρημα. Στη συνέχεια, επανήλθε στους λόγους που συνιστούν ακυρότητα της προανακριτικής «απολογίας» του εντολέα του, απαντώντας σε ένα προς ένα τα σημεία της εισαγγελικής πρότασης, με άρτια νομική επιχειρηματολογία και στηριζόμενος στα ίδια τα έγγραφα της δικογραφίας. Με νομικά επιχειρήματα αναφέρθηκε και στην κατάφωρη παραβίαση του τεκμήριου αθωότητας των κατηγορούμενων από τους εισαγγελείς, συγκρίνοντας τα όσα είπαν για τους κατηγορούμενους με τα όσα αποφάσεις του Αρείου Πάγου προβλέπουν. Διευκρίνισε, πάντως, ότι δεν θέτει θέμα εξαίρεσης των συγκεκριμένων εισαγγελέων.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς να ολοκληρώσει τη δευτερολογία του με την αντίκρουση των εισαγγελικών ισχυρισμών, ο κ. Μυλωνάς προχώρησε εκ νέου σε μια συκοφαντική επίθεση ενάντια στον Δ. Κουφοντίνα, κατηγορώντας τον ότι σιωπά και δεν καταγγέλλει τα βασανιστήρια που υπέστησαν συγκατηγορούμενοί του. Εδωσε, μάλιστα, και προσωπικό τόνο στην αντιπαράθεση, λέγοντας ότι ενώ ο ίδιος δίνει μάχη για να καταγγελθούν οι παρανομίες της Αστυνομίας, ο Δ. Κουφοντίνας όχι μόνο δεν εκτίμησε την προσπάθειά του, αλλά τον απεκάλεσε και «γελοίο ανθρωπάκι», εκτός διαδικασίας.
Εχουμε γράψει και άλλη φορά για τη συγκεκριμένη στάση του Ι. Μυλωνά και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Είναι φανερό ότι εκτελεί «αποστολή». Ανέλαβε να πει αυτός όσα δεν τολμά να πει ο εντολέας του μέσα στο δικαστήριο. Επέλεξε (ως μη όφειλε) να γίνει μέρος ενός προβλήματος, που δεν έχει καμιά σχέση με τη δίκη. Ο Ι. Μυλωνάς γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Δ. Κουφοντίνας έχει καταγγείλει και τον «Ευαγγελισμό» και τα βασανιστήρια και τις ασφαλίτικες μεθοδεύσεις από την πρώτη δίκη. Τα επανέλαβε με μια σύντομη δήλωσή του και σ’ αυτή τη δίκη, ενώ η συνήγορός του Γ. Κούρτοβικ υπήρξε αναλυτικότατη. Δήλωσε ότι η πλευρά Κουφοντίνα στηρίζει τις ενστάσεις των συγκατηγορουμένων του για την ακυρότητα των προανακριτικών «απολογιών» και ήταν αυτή που έθεσε αναλυτικά και με στοιχεία το ζήτημα του «Ευαγγελισμού». Γνωρίζει, ακόμη, ότι ο Δ. Κουφοντίνας για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τους συγκατηγορούμενούς του στα μέσα Γενάρη του 2003, λίγες μέρες πριν την έναρξη της δίκης (μέχρι τότε ήταν σε απομόνωση και προαυλιζόταν μόνο με τον Ν. Παπαναστασίου). Επομένως, ούτε για τον ξυλοδαρμό του Τζωρτζάτου μπορούσε να έχει προσωπική άποψη, ούτε μπορούσε να πει τίποτα περισσότερο απ’ αυτά που είπε και κατήγγειλε και στην πρώτη δίκη και τώρα. Ολ’ αυτά φυσικά και τα γνωρίζει ο επιμελέστατος κ. Μυλωνάς. Τα παραβλέπει σκόπιμα και ακολουθεί τον κλασικό γκεμπελικό κανόνα: «πες,πες, κάτι θα μείνει». Δημιουργώντας θέμα εκ του μη όντος, παράγοντας και αναπαράγοντας μια φιλολογία περί «περίεργης» στάσης του Δ. Κουφοντίνα, ε, όλο και κάποιος μπορεί να τσιμπήσει (με δεδομένη και τη ροπή προς τη συνωμοσιολογία που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία). Αυτός είναι ο στόχος, που βέβαια δεν έχει καμιά νομική σημασία για να ενδιαφέρει τον κ. Μυλωνά.
Ο Ι. Μυλωνάς γνωρίζει πολύ καλά νομικά. Γνωρίζει, λοιπόν, ότι η θέση του Δ. Κουφοντίνα δεν έχει καμιά σημασία για το ζήτημα που συζητιέται. Είτε κατήγγελνε είτε όχι τα βασανιστήρια ο Δ. Κουφοντίνας, το ίδιο είναι από νομική άποψη (από πολιτική άποψη, βέβαια, έχει σημασία και γι’ αυτό ο Κουφοντίνας έχει πάρει θέση). Ο Ι. Μυλωνάς συνηθίζει να επαίρεται ότι μιλά μόνο νομικά και όχι πολιτικά. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να του απαντήσουμε: (παραλίγο) δάσκαλε που δίδασκες. Γιατί απομακρύνεται από το νομικό πεδίο και επεκτείνεται σε ένα άλλο πεδίο, το οποίο δεν του προσφέρει τίποτα νομικά; Επέλεξε να παίξει στο γήπεδο της πολιτικής. Ενα γήπεδο που του είναι εντελώς ξένο. Και μάλιστα να παίξει με τη χειρότερη ομάδα. Εκείνη που έχει βάλει ως σκοπό της να κάνει μια παρα-δίκη, με αντικείμενό της τη σπίλωση του Δ. Κουφοντίνα. Να κάνει, δηλαδή, βρόμικη πολιτική. Και επειδή στα καθαρά μέταλλα σκουριά δεν πιάνει, αποφάσισαν να φτιάξουν μια ψεύτικη σκουριά, με υλικά βόθρου.
Ο Δ. Κουφοντίνας απάντησε αμέσως με μια λακωνική δήλωση, που απέπνεε αγωνιστικό ήθος: «Εχω δηλώσει ότι εδώ διεξάγεται μια ιστορική πολιτική δίκη. Κάποιοι παράγοντες της δίκης φαίνεται ότι δεν το έχουν αντιληφθεί. Εισάγουν νέα ήθη, πρωτοφανή για μια πολιτική δίκη, δείχνοντας ότι δεν αντιλαμβάνονται που βρίσκονται, δεν καταλαβαίνουν που προσφέρουν υπηρεσίες. Οσο με αφορά θα διαφυλάξω τον ιστορικό πολιτικό χαρακτήρα της δίκης». Δεν έκανε, δηλαδή, τη χάρη στον Ι. Μυλωνά να «τσιμπήσει» στην πρόκληση και να ανατροφοδοτήσει τα σενάρια που ο εντολέας του (και άλλοι βέβαια) εδώ και καιρό προσπαθούν να συντηρήσουν.
Ακολούθησε ο Κ. Παπαδόπουλος (Β. Ξηρός), που κατέδειξε για μια ακόμη φορά στις πολλές παρανομίες που καθιστούν άκυρη την προανακριτική «απολογία» του εντολέα του, η οποία αποτελεί πιστή (λέξη προς λέξη) αντιγραφή της μαρτυρικής του κατάθεσης.
Η συνέχεια ανήκε στον Γ. Γκουντούνα, που μαζί με τον εντολέα του Χρ. Ξηρό έχουν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος αυτής της ένστασης. Ο Γ. Γκουντούνας επέλεξε να απαντήσει σε όλα τα αντεπιχειρήματα που πρόβαλε η εισαγγελική έδρα, στην προσπάθειά της να απαντήσει στα συγκροτημένα επιχειρήματα της πλευράς Χρ. Ξηρού. Αντεπιχειρήματα έωλα, που παρέβλεψαν την πραγματικότητα. Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά του στην υπόθεση Πολκ, με την οποία απάντησε στον ισχυρισμό της εισαγγελέα ότι δεν είναι δυνατόν να στήθηκε όλη αυτή η υπόθεση από την Αστυνομία. Ο Στακτόπουλος –σημείωσε ο συνήγορος- φέρεται να περιγράφει με απίθανες λεπτομέρειες το πώς ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ υποτίθεται ότι δολοφόνησε τον αμερικανό δημοσιογράφο Πολκ. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι τον Πολκ δεν τον δολοφόνησε το ΚΚΕ και πως ο Στακτόπουλος ήταν ένα από τα μεγαλύτερα θύματα αστυνομικοδικαστικής σκευωρίας στη χώρα μας. Γνωρίζουμε ότι οι αναλυτικές περιγραφές δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Τότε, όμως, αυτή η «αυθόρμητη ομολογία» χρησιμοποιήθηκε για να στηριχτεί μια καταδικαστική απόφαση. Να μη λέμε, λοιπόν, ότι δεν στήνονται τέτοιου είδους «απολογίες».
Αξιοσημείωτη είναι ακόμα μία επισήμανση του Γ. Γκουντούνα, που απάντησε στον ισχυρισμό της εισαγγελέα ότι ο Χρ. Ξηρός ήταν έμπειρος, κινηματικός άνθρωπος και ήξερε πως δικαιούται να έχει δικηγόρο. Ακριβώς αυτό –είπε ο συνήγορος- είναι επιχείρημα υπέρ του Χριστόδουλου. Το ότι φέρεται να μη ζητάει δικηγόρο, αποδεικνύει ότι αυτή η στάση τού επιβλήθηκε και δεν ήταν δική του επιλογή. Ο Δ. Κουφοντίνας, για παράδειγμα, όταν αποφάσισε να εμφανιστεί στις αρχές, μολονότι δεν υπήρχε περίπτωση να απολογηθεί στην Αντιτρομοκρατική, ειδοποίησε πρώτα τη δικηγόρο του. Αυτή ήταν η πρακτική όλων των κινηματικών ανθρώπων.
Η εισαγγελέας Ε. Κουτζαμάνη ζήτησε να δευτερολογήσει και στη διάρκεια της σύντομης παρέμβασής της, φανερά αμήχανη και μπερδεύοντας συχνά τα λόγια της (δεν είχε δηλαδή τη σταθερότητα που άλλες φορές έχει ο λόγος της), προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Να πει δηλαδή ότι δεν είχε πρόθεση να αμφισβητήσει το τεκμήριο αθωότητας και απλά δεν έκανε μια διευκρίνιση για τους κατηγορούμενους που αρνούνται τη συμμετοχή τους στη 17Ν και αυτό ήταν όλο! Προφανώς η κ. Κουτζαμάνη προσπαθεί να συμμαζέψει λίγο την κατάσταση, καθώς είδε ότι η προκλητική αγόρευσή της δεν στηλιτεύτηκε μόνο από την υπεράσπιση αλλά και από μερίδα του Τύπου («Εβγαλε απόφαση από τώρα η εισαγγελέας», ήταν ο τίτλος που συνόδευε το πολύ καλό ρεπορτάζ των Κ. Κατή – Π. Στάθη στην «Ελευθεροτυπία», την επομένη της εισαγγελικής αγόρευσης).
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας Γ. Βλάσσης προσπάθησε να μιλήσει περισσότερο νομικό, χωρίς να προσθέσει τίποτα καινούργιο στα όσα μέχρι τώρα έχει υποστηρίξει η εισαγγελική έδρα.
Ακολούθησε μια ένσταση της υπεράσπισης Τζωρτζάτου, που ζήτησε την αποβολή της πολιτικής αγωγής για την υπόθεση Ανδρουλιδάκη. Ενσταση που αφορούσε σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο νομικό ζήτημα (ο Ανδρουλιδάκης πυροβολήθηκε στα πόδια από τη 17Ν και πέθανε με ευθύνη των γιατρών, η οποία έχει αναγνωριστεί από δικαστήριο που επεδίκασε αποζημίωση στην οικογένεια Ανδρουλιδάκη, την οποία και κατέβαλε ο «Ευαγγελισμός»). Οι εισαγγελείς πρότειναν να απορριφθεί η ένσταση, ενώ το ίδιο ζήτησε και ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Β. Δημακόπουλος.