Υπάρχουν όρια ακόμα και στη θεατρική κακογουστιά. Αυτό μάλλον δεν το ‘χει συνειδητοποιήσει η κυρία Βόζεμπεργκ, αν και στα νιάτα της έχει πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική φαρσοκωμωδία (ή μήπως εξαιτίας της επαφής της με τη συγκεκριμένη μορφή «τέχνης»;), η οποία επίσης δεν συνειδητοποιεί ότι η σε τέτοιο βαθμό υποτίμηση της νοημοσύνης των άλλων προϋποθέτει ότι αυτοί οι άλλοι είναι… μη νοήμονες. Σύμφωνα με τη γνωστή «σελέμπριτι» της δικηγορίας (παραλίγο και της πολιτικής, αλλά πάντοτε του λάιφ στάιλ), ο 88χρονος πατήρ Περατικός, τρεις μέρες πριν την προγραμματισμένη προσέλευσή του στη δίκη, έπεσε και έχει κάταγμα στο ισχύο. Δε μπορούσε, λοιπόν, να προσέλθει στην ώρα του, αλλά «οι γιατροί του επιτρέπουν μετά δεκαήμερο» και «παρακαλεί το δικαστήριο να μετατεθεί η εξέταση της υποθέσεως μετά δεκαήμερο από σήμερα».
Προς στιγμήν αναρωτηθήκαμε, πώς είναι δυνατόν ένας 88χρονος να μπορεί έστω και να μετακινηθεί με κάταγμα ισχύου μετά από 13 μέρες. Ξέρετε, θυμηθήκαμε τη γνωστή παροιμία για το γέρο που “θα πάει είτε από πέσιμο είτε από χ…». Η απορία μας λύθηκε αμέσως, με μια ματιά στις σημειώσεις μας για τη δίκη. 18 του μήνα σήμερα και δέκα μας κάνει 28 Μάη. Φτάνουμε έτσι στην ημερομηνία που το 1997 η 17Ν εκτέλεσε τον Κ. Περατικό. Οποία σύμπτωση! Να συμπέσει η ανάρρωση από ένα κάταγμα με την επέτειο μιας πολιτικής ανθρωποκτονίας! Ε, όσο να ‘ναι, η επετειακή σύμπτωση βοηθάει στη δημιουργία ενός πιο ευνοϊκού κλίματος για την κατάθεση του «δύσμοιρου πατέρα».
Το δικαστήριο, όμως, δεν έκανε δεκτό το σχετικό αίτημα και μπήκε στην εξέταση των πρώτων μαρτύρων κατηγορίας, κόβοντας και αυτή την υπόθεση σε κομμάτια, παρά την έντονη αντίδραση της υπεράσπισης, που ζήτησε η υπόθεση να εξεταστεί ενιαία, να αρχίσει και να ολοκληρωθεί χωρίς να παρεμβληθούν άλλες υποθέσεις. Γιατί έτσι η δίκη καταντά ένα μπερδεμένο παζλ, που είναι αδύνατο να το ανασυνθέσει κανείς.
Ο πρώτος μάρτυρας που κατέθεσε, ο αστυνομικός Θ. Αβδούλος, ήταν ένας ακόμη μάρτυρας που «μάζεψε» την αρχική κατάθεσή του, σε ό,τι αφορά την αναγνώριση ενός κατηγορούμενου. Εν προκειμένω ήταν ο Βασίλης Ξηρός, τον οποίο ο μάρτυρας, που είχε έρθει από μακριά σε επαφή με τους τρεις δράστες της εκτέλεσης Περαστικού, είχε αναγνωρίσει στην πρώτη δίκη. Αυτή τη φορά ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός:
«Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Είπα απ’ την αρχή ότι ήταν αδύνατος, ψηλός, έχω δηλώσει και κάποιες ηλικίες εκείνη την εποχή. Τώρα, απ’ όταν έδωσα την κατάθεση, πέρασαν πάλι χρόνια. Είχα πει τότε ότι ήταν 30άρης, δε θυμάμαι την ηλικία, 28, 30, 32, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, αλλά φαινόταν λίγο ταλαιπωρημένος στο πρόσωπο, όχι ότι δεν ήταν νεαρός, ήταν αξύριστος, πρέπει να ήταν καμιά-δυο μέρες, είχε ζέστη, απ’ τον ιδρώτα. Είχε μουστάκι, μαύρα μαλλιά, πίσω τα μαλλιά του, με χαίτη, σβήνανε εδώ πίσω. Δεν ξέρω τώρα αν συνεχίζανε, αλλά ήταν πίσω, μακριά τα μαλλιά του. Αδύνατος ήταν, μελαψός.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε συγκρατήσατε αυτά τα στοιχεία. Μετά αναγνωρίσατε ποιο ήταν το συγκεκριμένο πρόσωπο που συγκρατήσατε τα χαρακτηριστικά του;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Εδώ είναι και η ουσία της υπόθεσης, και για μένα και για τον κατηγορούμενο και για όλους είναι το σοβαρότερο της υποθέσεως και θέλω να είμαι ειλικρινής. Ποτέ δε μπορεί να γίνει απόλυτη ταυτοποίηση με μια ματιά κάποιου. Φυσικά και έμοιαζε στο Βασίλη Ξηρό η φιγούρα αυτή, αργότερα όταν τον είδα στην τηλεόραση, αλλά δε μπορούσα να είμαι και απόλυτος. Αυτό που με έκανε να πω ότι πρέπει να είναι 100%, είναι ότι διάβασα μετά από τρεις μέρες χωρίς να πάω να καταθέσω πουθενά, χωρίς τίποτα, ότι στην υπόθεση του Περατικού έλαβαν αυτοί οι τρεις άνθρωποι μέρος».
Ακουσε στην τηλεόραση, λοιπόν, ότι αυτοί οι τρεις έλαβαν μέρος και αναγνώρισε τον ένα. Εκείνον που η σωματοδομή του έμοιαζε με του Β. Ξηρού. Λέμε η σωματοδομή, γιατί πρόσωπο δεν υπήρχε περίπτωση να εντυπώσει στο μυαλό του κανένας. Και μόνο το μουστάκι, που περιγράφει ότι είχε το άτομο που είδε, κάνει αδύνατη κάθε αναγνώριση μετά από χρόνια, όταν μάλιστα η οπτική επαφή είναι φευγαλέα και υπό καθεστώς έντασης και σύγχυσης. Το παραδέχτηκε και ο ίδιος:
«Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Ημουν στο χωριό με άδεια, το διάβασα στην εφημερίδα. Μετά από λίγο, στην προδικασία, δεν ξέρω τώρα…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μετά τις συλλήψεις που έγιναν;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Μετά τις συλλήψεις. Χωρίς να κληθώ πουθενά, χωρίς τίποτα. Διάβασα στην εφημερίδα, έλεγε στην κάθε υπόθεση ποιοι έλαβαν μέρος. Τώρα, πώς τα είχαν αυτά τα στοιχεία συλλέξει οι Αρχές ή η Δικαιοσύνη δε γνωρίζω. Εγώ ξέρω απλώς τι γράφανε. Αυτό δηλαδή με έκανε να πιστέψω ότι ήταν κατά 99% αυτός γιατί έμοιαζε πάρα πολύ και συνηγορούσαν και τα υπόλοιπα στοιχεία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λέτε ένα ποσοστό 99 και κάτι τοις εκατό…
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Με την ταυτοποίηση. Με το μάτι απλώς του έμοιαζε. Απλώς του έμοιαζε, δε μπορώ να κάνω εγώ με μια ματιά εξέταση DNA, ποιος είναι ακριβώς. Πολλοί άνθρωποι μοιάζουν…».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απ’ όλα λοιπόν τα πρόσωπα που είδατε, καταλήξατε σ’ αυτό το πρόσωπο;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Δεν έψαχνα εγώ να βρω τίποτα από την τηλεόραση, το ερέθισμα μου το έδωσε το πρόσωπο, όταν το είδα μου έμοιαζε κατ’ ευθείαν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οταν το είδατε στην τηλεόραση απ’ όλα αυτά τα πρόσωπα, είπατε ότι αυτός είναι;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Μου έμοιαζε. Δεν είπα αμέσως ότι αυτός είναι. Ήταν σαν αυτόν που είδα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μετά λοιπόν από εκεί;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Μετά διάβασα στην εφημερίδα ότι ήταν αυτός που κι εγώ πίστευα ότι…».
«Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Δε μπορώ να πω απόλυτα, δηλαδή μπορεί να γίνει και κάποιο λάθος, μπορεί να υπάρξει κάποιος άλλος που να του μοιάζει πάρα πολύ, τι να πω; Τον είδα καλά δυο φορές στο πρόσωπο, αλλά μπορεί να έχει και κάποια αλλοίωση των χαρακτηριστικών, γιατί το μουστάκι μπορεί να μην ήταν φυσικό. Είχε κι ένα μουστάκι, το μουστάκι μπορεί να μην ήταν φυσικό».
Κάπως έτσι γίνονταν οι «αναγνωρίσεις» εκείνο το ζοφερό καλοκαίρι του 2002. Με την υποβολή των εικόνων των κατηγορούμενων από τα ΜΜΕ και την ανταπόκριση κάποιων μαρτύρων στο κάλεσμα της «αντιτρομοκρατίας». Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Αλλος γιατί το αισθανόταν ως πολιτικό του καθήκον, άλλος γιατί αναζητούσε τα «πέντε λεπτά δημοσιότητας» κτλ. Τώρα, αρκετοί έρχονται και τα «μαζεύουν». Η πίεση της τρομοϋστερίας έχει χαλαρώσει και ίσως να αισθάνονται και τύψεις που πήραν στο λαιμό τους ανθρώπους. Το σαράκι της αμφιβολίας τρώει τη συνείδησή τους. Ο Αβδούλος είναι ένας απ’ αυτούς και είναι προς τιμή του που προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις από τις «βεβαιότητές» του (και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι είναι αστυνομικός). Αν δεν ήταν αστυνομικός και δεν είχε το φόβο των συνεπειών, ίσως να επεδείκνυε μεγαλύτερη γενναιότητα.
Ας σημειωθεί, ότι ο ίδιος παραδέχτηκε, ότι δυο φορές έγιναν σκίτσα με βάση την περιγραφή του, μια με Ελληνα και μια με Αμερικανό σκιτσογράφο (δεν ξέραμε ότι είχε φέρει και σκιτσογράφους το FBI!) και κανένα από τα δυο σκίτσα δεν έμοιαζε του Β. Ξηρού! Τελικά, οι σκιτσογράφοι ήταν ατζαμήδες ή η περιγραφή του δεν ταίριαζε του Βασίλη; Εύκολη η απάντηση, δε νομίζετε;
Αυτή η ταλάντευση, αυτή η αμφιβολία, αυτή η υπαναχώρηση από τη βεβαιότητα του μάρτυρα, όμως, δεν άρεσε, ως συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στην εισαγγελέα. Η κ. Κουτζαμάνη, εφαρμόζοντας και πάλι τη «δικονομία των τρομιδικείων» (και όχι την ποινική δικονομία που λέει ότι μάρτυρας που αναγνωρίζει πρόσωπο κατηγορούμενου πρέπει να καλείται πρώτα να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου που τον οδήγησαν στην αναγνώριση), προσπάθησε να καθοδηγήσει το μάρτυρα προς την παλιά έωλη βεβαιότητά του, από πλάγιες ατραπούς, που καμιά σχέση δεν έχουν με την αναζήτηση της αλήθειας. Παραθέτουμε τον πλήρη διάλογο, για να μη λέει η κ. Κουτζαμάνη ότι την αδικούμε:
«ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Απ’ ό,τι κατάλαβα συγκρατήσατε τη μορφή ενός απ’ τους τρεις. Ας μη μπλέκουμε με χαρακτηριστικά γιατί καταλαβαίνω ότι άμα βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση κάποιος δε μπορεί να συγκρατήσει χαρακτηριστικά, όμως μπορεί να κρατήσει μια μορφή στο μυαλό του. Μια μορφή. Αν δηλαδή εγώ τώρα σας πω, κλείστε τα μάτια και περιγράψτε μου, πρέπει να έχετε μεγάλη ευχέρεια να δώσετε τα χαρακτηριστικά μου, όμως την εικόνα μου την έχετε στο μυαλό σας, έτσι δεν είναι;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Βεβαίως.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Λοιπόν, κρατήσατε μια εικόνα. Αυτή την εικόνα, ας μη μπλέκουμε με εφημερίδες και ομολογίες κτλ., αυτή την εικόνα την είδατε ξανά π.χ. στην τηλεόραση και σας έκανε ένα “κλικ”, είπατε “να τος!”;
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Τώρα καταθέτετε κα Εισαγγελεύ;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Οχι, ρωτά κα Κούρτοβικ και σας παρακαλώ. Δε θα κάνω ό,τι θέλετε εσείς, κάπου πρέπει να το ψάξουμε.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Η ερώτηση όπως έγινε επιδέχεται μόνο “ναι” ή “όχι”. Τι είναι αυτά τα πράγματα; Λίγη σοβαρότητα περισσότερη!
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Σας παρακαλώ κ. Κουφοντίνα! Εσείς να έχετε σοβαρότητα!
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Οχι δα! Πώς εξετάζετε έτσι δηλαδή;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δε θα αντιδικήσω μαζί σας κ. Κουφοντίνα.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Αυτό το συνηθίζετε, το έχετε ξανακάνει…
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πείτε μου κύριε, είδατε στην τηλεόραση εικόνα κάποιου απ’ αυτούς τους τρεις και είπατε “να αυτός που είδα κάποτε”;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Είδα…
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πείτε μου πού, πότε;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Είδα στις τηλεοράσεις.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πείτε μου, περιγράψτε μου.
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Ηταν ο αδερφός του στο νοσοκομείο, έδειχναν πλάνα με τη μητέρα του, με τα αδέρφια του, πηγαινοέρχονταν οι κάμερες, αυτά. Και είδα στην τηλεόραση το πρόσωπό του.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Οταν λοιπόν είδατε το πρόσωπο αυτό, ποιο είναι το πρόσωπο είπατε;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Ο Βασίλης Ξηρός.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Οταν λοιπόν είδατε αυτό το πρόσωπο στις τηλεοράσεις είπατε μέσα σας “να, αυτόν τον άνθρωπο τον έχω ξαναδεί”, σας έκανε να είστε πεπεισμένος ότι κάπου τον έχετε δει;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Είπα ότι του έμοιαζε.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κοιτάξτε, πριν από λίγο μου λέγατε “διάβασα στην εφημερίδα” κτλ. Αν μας κάνει κάτι “κλικ”, το είδαμε ή δεν το είδαμε. Δεν έχει ποσοστό, 50%, 70%, 90%. Ή αναγνωρίζω ή δεν αναγνωρίζω. Δεν έχει ποσοστά, αναγνωρίζω 80%, αναγνωρίζω 99% (σ.σ. αυτό είναι καρφί για τον κ. Μαργαρίτη, που στην πρώτη δίκη εισήγαγε τη μέθοδο των αναγνωρίσεων με ποσοστά;). Ή βλέπω αυτό το πρόσωπο και λέω “το ξαναείδα το πρόσωπο αυτό, να το πρόσωπο που είδα κάποτε” ή δεν το ξέρω. Ενα απ’ τα δύο. Ετσι σταράτα απαντήστε μου να συνεννοηθούμε. Γιατί μη μου λέτε τώρα “είπε ο παρκαδόρος μπλε μπλουζάκι, είπε ο άλλος κόκκινο”. Σίγουρα. Γιατί δε μπορώ να συγκρατήσω χαρακτηριστικά. Δε μας ενδιαφέρει όμως και το μπλουζάκι το κόκκινο ή το παπούτσι αν ήταν ελβιέλα ή δεν ξέρω τι ήταν. Λοιπόν, πείτε μου τώρα.
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Εγώ είπα από την αρχή ότι μοιάζει πάρα πολύ.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αλλος από αυτούς τους τρεις, είδατε στην τηλεόραση; Είπατε “να, αυτός είναι”;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Οχι δεν αναγνώρισα άλλο πρόσωπο. Ηταν από τη δεξιά πλευρά.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αρα από τους τρεις αυτούς αναγνωρίσατε στην τηλεόραση, πριν διαβάσουμε εφημερίδες “ομολογώ” ή “δεν ομολογώ”, εντάξει μπορεί να ομολογεί, μπορεί να μην ομολογεί, δεν μας ενδιαφέρει αυτό. Εσείς τι είδατε. Δεν μας ενδιαφέρει αν ομολόγησε. Αν το πρόσωπο που είδατε, είπατε “νάτος, αυτός που είδα στο φορτηγάκι, αυτός που είδα στο ΤΑΞΙ”.
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Είπα ότι με το που τον είδα στην τηλεόραση, είδα ένα πρόσωπο που του μοιάζει πάρα πολύ.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ευχαριστώ.
Γ. ΒΛΑΣΣΗΣ (αναπλ. Εισαγγελέας): Επομένως δεν έχει καμία σημασία αυτό που είπατε προηγούμενα ότι συνδέσατε την ταυτοποίηση με την ομολογία του. Δηλαδή αν δεν είχατε διαβάσει ότι είχε ομολογήσει ή δεν είχε ομολογήσει, θα άλλαζε το πράγμα;
Απαντήστε μου ευθέως. Αν δεν είχατε διαβάσει στις εφημερίδες αν είχε ομολογήσει ή δεν είχε ομολογήσει, θα άλλαζε το πράγμα;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Φυσικά θα άλλαζε.
Γ. ΒΛΑΣΣΗΣ: Δηλαδή;
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Δηλαδή ενώ τώρα είμαι με το δεύτερο τρόπο σχεδόν 100%, θα πέσω στο 80% – 90%. Δηλαδή του μοιάζει πάρα πολύ. Ματιές ήταν αυτές, δηλαδή μισό λεπτό τη μια φορά και μισό λεπτό την άλλη από 30 μέτρα. Δεν μπορώ να καταδικάσω κάποιον επειδή του μοιάζει.
Γ. ΒΛΑΣΣΗΣ: Μα προηγούμενα είπατε στον κ. Πρόεδρο 99,9%.
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: Με την ταυτοποίηση.
Γ. ΒΛΑΣΣΗΣ: Και με την ομολογία που είδατε στις εφημερίδες, 100%.
Θ. ΑΒΔΟΥΛΟΣ: 99% με την ομολογία».
Νομίζουμε ότι δε χρειάζεται κανένα δικό μας σχόλιο. Ο διάλογος τα λέει όλα. Εμείς να προσθέσουμε μόνο την περιγραφή που έκανε ο Αβδούλος μόλις τέσσερις ώρες μετά το συμβάν, όταν δεν υπήρχε στο προσκήνιο Β. Ξηρός ή οποιοσδήποτε άλλος κατηγορούμενος: «Από τα τρία άτομα εκείνο μόνο που είδα καλά τα χαρακτηριστικά και τον οποίο μπορώ να αναγνωρίσω, είναι του ατόμου που όπως τον είδα ήταν στη θέση του οδηγού και εκείνο που είδα στο ΤΑΞΙ. Το άτομο αυτό ήταν ηλικίας 38 ετών, ύψους 1.76-1.79, είχε σωματική διάπλαση κανονική προς αδύνατη αλλά όχι καχεκτικός, τα μαλλιά μαύρα χτενισμένα προς τα πίσω με άνοιγμα στη μέση, ίσια πλούσια, σκέπαζαν τα μισά αυτιά και δεν ήταν πολύ μακριά από το πίσω μέρος, κανονικά χωρίς να σχηματίζουν χαίτη. Μαύρο περιποιημένο μουστάκι το οποίο έφτανε μέχρι την άκρη των χειλιών, το πρόσωπό του είχε σχήμα ωοειδές και χρώμα σταρένιο όχι προς το μαύρο, τα χείλη του κανονικά προς λεπτά και η μύτη του κανονική. Δεν φορούσε γυαλιά».
Μ’ αυτές τις περιγραφές, εμπλουτισμένες φυσικά από την προφορική συζήτηση με τον Αβδούλο και με τη μέθοδο «σκιτσάρω-διορθώνω», έφτιαξαν τα σκίτσα οι δυο σκιτσογράφοι. Και δεν έμοιαζαν στον Β. Ξηρό, γιατί η περιγραφή δεν ταιριάζει στον Β. Ξηρό. Αρκεί και μόνο η περιγραφή του προσώπου («χρώμα σταρένιο όχι προς το μαύρο»). Γιατί ο Βασίλης είναι… καραμπινάτος μελαχροινός, γι’ αυτό και ο Αβδούλος άλλαξε την περιγραφή στο δικαστήριο και μίλησε για «μελαψό». Η διαφορά ανάμεσα στο «σταρένιο» και το «μελαψό» είναι όση ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Και τι να πούμε για το ύψος, όταν ο Βασίλης είναι πάνω από 1.85. Ενας αστυνομικός που δίνει περιγραφή 1.76-1.79 (και μάλιστα ταιριάζει με το δικό του ύψος, που είναι 1.76 και έχει την εύκολη σύγκριση) σίγουρα δεν περιγράφει τον ψιλόλιγνο Β. Ξηρό, αλλά ένα άτομο μετρίου αναστήματος. Τέλος, η ηλικία. Στην κατάθεση του στο δικαστήριο ο Αβδούλος προσπάθησε να τα μασήσει: «Είχα πει τότε ότι ήταν 30άρης, δε θυμάμαι την ηλικία, 28, 30, 32». Αμ’ δεν είπες αυτό, μάγκα. Ησουν κατηγορηματικός: 38 ετών, δηλαδή σαφώς μεγαλύτερος ηλικιακά από σένα, που τότε ήσουν 33! Κι ο Βασίλης τότε δεν ήταν ούτε 25! Και μη μας πει κανείς ότι δεν διακρίνεται διαφορά ηλικίας ανάμεσα σε έναν 25άρη και έναν 38άρη. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη ότι ο Β. Ξηρός μικροδείχνει ακόμα και σήμερα, είναι αυτό που οι Αμερικανοί λένε «baby face», μπορούμε να αντιληφθούμε ακόμα καλύτερα πόσο αξιόπιστη είναι η αναγνώριση του Αβδούλου.
Και τα τελευταία. Ο Αβδούλος, προσπαθώντας να δικαιολογήσει γιατί συγκράτησε τα χαρακτηριστικά μόνο ενός από τους τρεις, υποστήριξε ότι αυτός καθόταν στη θέση του οδηγού και τον είδε όταν κατέβαινε, ενώ οι άλλοι δύο κατέβηκαν από την πόρτα του συνοδηγού, που ήταν προς τον τοίχο, και γι’ αυτό δεν τους είδε καλά. Ομως, στην κατάθεση που έδωσε αμέσως μετά το συμβάν, έλεγε ότι και οι τρεις κατέβηκαν από την πόρτα του συνοδηγού. Αρα, όσο είδε τον ένα τόσο είδε και τους άλλους δύο. Το επιχείρημα με το οποίο προσπάθησε να στηρίξει την αναγνώριση (έστω και χωρίς βεβαιότητα) του ενός το έχει ανατρέψει μόνος του, σε ανύποπτο χρόνο. Δεύτερη ανατροπή: Για να στηρίξει την αναγνώριση, υποστήριξε ότι όταν είδε τα τρία άτομα, ο οδηγός ήταν έξω από το αυτοκίνητο και εκείνη τη στιγμή έμπαινε. Ομως, στην κατάθεσή του μετά το συμβάν είχε πει, ότι όταν τους είδε, οδηγός και συνοδηγός ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο! Αρα, το πολύ να είδε ένα πρόσωπο μέσα από το παρμπρίζ ενός βαν, σε απόσταση 25-30 μέτρων και μάλιστα κλεφτά, αφού όπως καταθέτει ήταν καλυμμένος στη γωνία, πίσω από ένα ΚΑΦΑΟ και έβγαζε στιγμιαία το κεφάλι του για να βλέπει!! Οταν του επισημάνθηκε αυτό από την υπεράσπιση, κατέφυγε στο αγαπημένο σλόγκαν όλων των μαρτύρων αυτής της υπόθεσης, όταν συλλαμβάνονται να αντιφάσκουν με τις αρχικές τους καταθέσεις:«Πώς γράφτηκε αυτό δεν ξέρω»!! Δηλαδή, οι ασφαλίτες της Αντιτρομοκρατικής λέγραφαν άλλα απ’ αυτά που τους έλεγε! Για ποιο λόγο άραγε; Το ίδιο και για το παντελόνι που φορούσε ο υποτιθέμενος Β. Ξηρός. Μαύρο παντελόνι είπε μετά το συμβάν, μπλουτζίν το έκανε τώρα!
Αν ο αστυνομικός Αβδούλος με τα τελευταία λόγια του εξέφρασε αμφιβολία («Δεν πρόκειται να υπογράψω, εγώ είδα ένα άτομο που του μοιάζει πάρα πολύ, μπορεί να ήταν μπορεί να μην ήταν»), ο επόμενος μάρτυρας Π. Ρούσσης ήταν τόσο κατηγορηματικός στην «αναγνώριση» και τόσο αντιφατικός σε όλα, που έπεισε τους πάντες ότι πρόκειται για έναν ακόμα στημένο ψευδομάρτυρα. Αλλωστε, είχε την αφέλεια να εκθέσει ευθέως το credo του, την ιδεολογικοπολιτική φόρτιση με την οποία προσήλθε να καταθέσει. Οταν η συνήγορος τον καλεί να τιμήσει την κατάθεσή του, γιατί απ’ αυτή μπορεί κάποιος να καταδικαστεί σε 18 χρόνια φυλακή, απαντά αποκαλυπτικά: «Και μπορεί να απαλλαγεί και να φταίω εγώ»!!! Αυτή είναι η περί δικαίου αντίληψη που έχει.
Γιατί τόση αγωνία; Ε, ναυτικός είναι (πρώτος μηχανικός), τουριστικό γραφείο στον Πειραιά έχει ο γιος του, γύρευε τι σχέσεις έχει με το εφοπλιστικό λόμπι. Δεν ήταν, όμως, και το κατάλληλο πρόσωπο για να σηκώσει το βάρος μιας αναγνώρισης. Δεν διαθέτει την ευφυΐα για κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, ισχυρίστηκε ότι τον Β. Ξηρό τον αναγνώρισε για πρώτη φορά στον ειδικό εφέτη ανακριτή Ζερβομπεάκο, όταν του έδειξε φωτογραφίες, ενώ όταν είχε δει τα πρόσωπα των συλλαηφθέντων στην τηλεόραση, στην Ιταλία, δεν είχε δώσει καμιά σημασία. Στο πρωτόδικο δικαστήριο, όμως, είχε καταθέσει ότι αναγνώρισε τον Βασίλη για πρώτη φορά όταν τον είδε στην τηλεόραση μετά τη σύλληψή του! Οταν του το επισήμανε η εισαγγελέας, δεν κατάλαβε καν τη γκάφα του και συνέχισε να λέει: «Στην τηλεόραση που τον είχα δει, δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία, δηλαδή συγκεκριμένα να πω ότι αυτός ο άνθρωπος έτσι κι έτσι, γιατί ήταν κάτι το οποίο το είχα ξεχάσει εγώ». «Καλώς», απάντησε (απογοητευμένη;) η κ. Κουτζαμάνη και δεν συνέχισε τις ερωτήσεις. Ο ψευδομάρτυρας είχε αποκαλυφθεί νωρίς-νωρίς. Γιατί, βέβαια, το πότε αναγνώρισες κάποιον αποκλείεται να μην το θυμάσαι και να δηλώνεις άλλα στη μια δίκη και άλλα στην άλλη.
Ας καταγράψουμε και άλλες αντιφάσεις, που αποδεικνύουν και τη μειωμένη ευστροφία του μάρτυρα. Στην πρώτη κατάθεσή του (αμέσως μετά το συμβάν) είχε πει ότι εκείνη τη μέρα ο γιος του ήταν άρρωστος και κρατούσε αυτός το μαγαζί του. Τώρα δήλωσε ότι ο γιος του ήταν εκεί και μάλιστα αστειεύτηκε μαζί του για το μικρό όπλο με το οποίο προσπάθησε να πιάσει τους δράστες ο Αβδούλος. Μολονότι του το επισήμανε η υπεράσπιση, δεν είχε την εξυπνάδα να πει «ξέρετε, δε θυμάμαι αν ήταν ο γιος μου, μπορεί να αστειεύτηκα με κάποιον πελάτη του μαγαζιού». Απάντησε προκλητικά «ο γιος μου ήταν στο γραφείο», διαψεύδοντας έτσι την πρώτη κατάθεσή του!
Πάμε παρακάτω. Είδε κι έπαθε η συνήγορος Ρ. Καραμπλιάνη μέχρι να της περιγράψει ο Ρούσσης ότι τον υποτιθέμενο Β. Ξηρό τον είδε προφίλ. Τον ρωτάει, λοιπόν, τι είδε από το προφίλ και αυτός της απαντά «είδα το πρόσωπό του όλο»!! Η συνήγορος επικαλείται μια προηγούμενη φράση της εισαγγελέα: «Καθαρά πράγματα να μας πείτε». Και τότε η κ. Κουτζαμάνη δεν κρατιέται άλλο και αναλαμβάνει να δώσει με τον τρόπο της τα εύσημα στο μάρτυρα: «Καθαρά λέει τώρα»!!! Ευτυχώς για την ίδια, δεν έχει τη συνήθεια του συναδέλφου της Χ. Λάμπρου, που στην προηγούμενη δίκη χαρακτήριζε τους ψευδομάρτυρες «κυρίους με το Κ κεφαλαίο».
Η πλήρης κατάρρευση, όμως, ήρθε αμέσως μετά. Ο Ρούσσης καθόταν μέσα στην αίθουσα του δικαστήριου όση ώρα κατέθετε ο Αβδούλος. Τον άκουσε, λοιπόν να λέει ότι αυτός που μοιάζει στον Β. Ξηρό κάθησε στη θέση του οδηγού στι ΤΑΞΙ με το οποίο διέφυγαν οι δράστες. Θέλησε, λοιπόν, να στηρίξει την κατάθεση Αβδούλου, ξεχνώντας εντελώς τι έλεγε μέχρι τώρα. Παγιδεύτηκε μέσα στον ίδιο του τον οίστρο. Εχουμε και λέμε, λοιπόν: Στην προανακριτική του κατάθεση είχε πει ότι ο ψιλόλιγνος, περίπου 1,80, με μακριά μαλλιά και μουστάκι, αυτός που το 2002 αναγνώρισε ως Β. Ξηρό, κάθησε στο πίσω μέρος του ταξί. Στο ανακριτή τα ίδια: Ο υποτιθέμενος Βασίλης κάθησε στο πίσω αριστερό μέρος του ΤΑΞΙ, πίσω από τον οδηγό, που ήταν άτομο ηλικίας 30 με 35, ύψους 1,70 με 1,75, με μούσι κοντό και καπελάκι κασκέτο. Και στο πρωτόδικο δικαστήριο είχε πάλι καταθέσει τα ίδια. Στο πίσω μέρος του ΤΑΞΙ ο υποτιθέμενος Αβδούλος και όχι στη θέση του οδηγού, όπου τον τοποθέτησε σήμερα, νομίζοντας ότι έτσι θα δώσει κύρος στην ταλαντευόμενη και γεμάτη αμφιβολίες κατάθεση του Αβδούλου!
Οταν η Ρ. Καραμπλιάνη του επισημαίνει την αντίφαση σχετικά με το που κάθισε αυτός που αναγνωρίζει ως Β. Ξηρό, η πρώτη αντίδραση είναι «ζεμάτισμα» και… απορία: «Μήπως έχει γίνει λάθος στη διατύπωση;». Στη συνέχεια το γυρίζει στο… τσάμικο: «Τι θέλετε τώρα απ’ αυτό, αν κάθισε μπροστά ή πίσω;». Τότε αναλαμβάνει και πάλι δράση η εισαγγελέας, προσθέτοντας μια ακόμη γκάφα στο παλμαρέ της. Ιδού και πάλι ο πλήρης διάλογος, για να μην παραπονιέται η κ. Κουτζαμάνη:
«Ρ. ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Και στο ακροατήριο (σ.σ. στην πρώτη δίκη) αναγνωρίζετε ως τέτοιο πρόσωπο αυτόν που κάθισε στις πίσω θέσεις του ταξί.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Οχι, με συγχωρείτε, στο ακροατήριο άλλο λέει.
Ο. ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Ετσι είναι κυρία Εισαγγελέα. Να το βρούμε λίγο;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Λέει “αναγνωρίζω μόνο το Βασίλη Ξηρό και όχι και τον οδηγό ή το συνοδηγό”.
Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Επειδή είναι πρόχειρο, κυρία Εισαγγελέα, ο Δικαστής ο κύριος Κουρκάκης κάνει την εξής ερώτηση: “Καταθέσατε εδώ προηγουμένως ότι από τα τρία αυτά άτομα που αναγνωρίσατε από τις φωτογραφίες που έδειξε η τηλεόραση κι εδώ σήμερα, γιατί αφού τους είδαμε τουλάχιστον τους δύο σε ίσο χρόνο, αναγνωρίζετε μόνο τον κύριο Βασίλη Ξηρό και όχι τον οδηγό και το συνοδηγό”. Εχει προηγηθεί κατάθεσή του και ο κύριος Κουρκάκης του λέει “το Βασίλη Ξηρό, όχι τον οδηγό και το συνοδηγό”. Και πραγματικά λέει “ναι, δεν είμαι βέβαιος, δεν μπορώ να πω για τους άλλους δύο”.
Παρακάτω λέει ο κύριος Κουρκάκης: “Αναγνωρίζετε το άτομο που κάθισε στο πίσω κάθισμα του ταξί”; “Μάλιστα και δεν αναγνωρίζω τον άλλον”. Και υπάρχει και συνέχεια βέβαια. Μάλιστα, η υπεράσπιση στις ερωτήσεις που κάνει ακροθιγώς το περνάει αυτό, διότι ήταν δεδομένο. Προανακριτική, ανακριτής και στο πρωτοβάθμιο λέει ότι “αναγνωρίζει όπως αναγνωρίζει το Βασίλη Ξηρό έχοντας καθίσει πίσω” και σήμερα, στα εκατό τοις εκατό των βεβαιοτήτων του, τον αναγνωρίζει σαν οδηγό. Προφανώς, το ότι παρέμεινε στο ακροατήριο όσο κατέθετε ο κύριος Αβδούλος επηρέασε τα όσα καταθέτει εδώ πέρα, διότι ο κύριος Αβδούλος έχει καταθέσει ότι ο φερόμενος ως Βασίλης Ξηρός είναι ο οδηγός».
Στήλη άλατος η εισαγγελέας, προτίμησε να μην πει τίποτα. Ούτε καν ένα τυπικό συγνώμη προς τη συνήγορο, της οποίας αμφισβήτησε τα λεγόμενα. Δικαιούμαστε, λοιπόν, να ρωτήσουμε: Προς τι η παρέμβαση της εισαγγελέα και η αμφισβήτηση των λεγομένων της συνηγόρου; Προσπάθησε να παγιδεύσει τη συνήγορο; Η ίδια δεν είχε μελετήσει επαρκώς τις τρεις (προανακριτική, ανακριτική, πρωτόδικη) καταθέσεις του Ρούσση και διέπραξε το σφάλμα; Ο,τι και να ισχύει (δεν είναι δική μας δουλειά να δώσουμε την απάντηση), ένα συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε: ότι η εισαγγελέας αμφισβητεί την υπεράσπιση, ακόμα και όταν αυτή μιλάει με ντοκουμέντα, και προσπαθεί να στηρίξει τις καταθέσεις παραπαιόντων ψευδομαρτύρων. Κανονικά, αν η κ. Κουτζαμάνη ήθελε να αρθεί στο ύψος εκείνου που αναζητά την αλήθεια, θα έπρεπε ή να αποπέμψει τον Ρούσση μ’ ένα περιφρονητικό «πηγαίνετε κύριε» (στην επιεικέστερη γι’ αυτόν περίπτωση) ή να του απαγγείλει κατηγορία για ψευδομαρτυρία (που θα ήταν και το σωστό).
Πάμε παρακάτω. Ο συνήγορος Κ. Παπαδόπουλος υπενθυμίζει ότι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο Ρούσσης είχε ερωτηθεί αν ο υποτιθέμενος Βασίλης είχε μουστάκι και απάντησε: «Οχι, δεν είχε»! Ο διάλογος είναι ξεκαρδιστικός. Ο άνθρωπος κάθε φορά λέει άλλα.
«Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Είχε μουστάκι αυτό το πρόσωπο;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Είχε.
Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Είχε μουστάκι!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα είπαμε, δεν τα είπαμε κύριε Συνήγορε;
Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Οχι, κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι όχι; Πως δεν το έχει πει;
Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, μισό λεπτό. Ερώτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο: “Μουστάκι είχε; Οχι δεν είχε”. Να σας διαβάσω ό,τι αναφέρεται, δε νομίζω, πρέπει να τα δούμε τα πρακτικά εδώ πέρα. Αναφερόμενος λοιπόν στο πρόσωπο αυτό που αναγνωρίζει, του γίνεται ερώτηση. Να σας την πω ολόκληρη λοιπόν: “Τον κύριο Βασίλη, όπως τον βλέπετε αυτή τη στιγμή, είπατε δε συγκρατήσατε χαρακτηριστικά του προσώπου του, την όλη φυσιογνωμία που σας έχει μείνει και του αναγνωρίσατε κάτι χαρακτηριστικό, μουστάκι είχε”; Ο κύριος Ρούσσης: “Οχι, δεν είχε”. Σήμερα απέκτησε και μουστάκι. Γι’ αυτό είπα προηγουμένως ότι ίσως σας επηρέασε η παραμονή σας εδώ πέρα. Είχε λοιπόν ή δεν είχε;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Είχε.
Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Είχε μουστάκι! Αυτό πότε το θυμηθήκατε, σήμερα; Στον πρώτο βαθμό γιατί απαντήσατε ότι δεν είχε;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Γιατί δε θυμόμουνα»!!!!
Εντάξει, ο Ρούσσης δε θυμάται τι λέει κάθε φορά, ακόμα και για βασικά χαρακτηριστικά, όμως ο πρόεδρος γιατί προσπάθησε να διακόψει τον ειρμό του συνηγόρου, πάνω σ’ ένα τόσο κρίσιμο σημείο; Γιατί προσπάθησε να προστατέψει τον ψευδομάρτυρα από την αποκάλυψη μιας ακόμη αντίφασής του; Μπορείτε να δώσετε όποια απάντηση θέλετε. Εμείς τη δική μας θα τη δώσουμε όταν ακούσουμε την απόφαση και περισσότερο όταν θα διαβάσουμε το σκεπτικό της.
Μετά απ’ αυτό, ο Ρούσσης πανικοβλήθηκε τόσο που αποφάσισε να μην απαντήσει σε καμιά ερώτηση του τρίτου υπερασπιστή, του Δ. Λούβρη, ενώ η Βόζεμπεργκ προσπάθησε να δημιουργήσει επεισόδιο, για να βγάλεςι τον ψευδομάρτυρα από τη δύσκολη θέση. Ιδού ο τελευταίος αποκαλυπτικός διάλογος:
«Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Το άτομο αυτό μας είπατε ότι “έχει μουστάκι”. Συμφωνούμε;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Μάλιστα.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Είχε και τζόκεϊ μας είπατε τώρα.
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Δεν είπε ποτέ τη λέξη τζόκεϊ.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Να μας πει, κυρία συνάδελφε, σας παρακαλώ, να μας το διευκρινίσει τώρα.
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: (Μιλάει μακριά από το μικρόφωνο)
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Σας παρακαλώ, μη μου φωνάζετε, είμαι πολύ ευγενικός μαζί σας, αλλά έχει κι ένα όριο αυτό. Σας παρακαλώ πάρα πολύ, εμένα διακόπτετε.
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Κύριε Πρόεδρε ουδέποτε είπε ο μάρτυρας ότι φορούσε τζόκεϊ.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Να μας το καταθέσει η Συνήγορος τότε.
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Νομίζω φορούσε καπέλο, είπε για πρώτη φορά ερωτώμενος από την κυρία Καραμπλιάνη.
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, μπορώ να συνεχίσω παρακαλώ πολύ τις ερωτήσεις;
Ο. ΚΑΡΑΜΠΛΙΑΝΗ: Απλά να πω ότι το έχει πει στην ανάκριση ούτως ή άλλως.
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Μα δεν το είπε σήμερα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ να μην υπάρχουν αυτές οι αντεγκλήσεις.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Δεν είναι αντεγκλήσεις.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ πολύ.
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Δεν είπε τη λέξη τζόκεϊ ποτέ σήμερα.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, μπορώ να συνεχίσω, παρακαλώ πολύ;
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Δεν την καταλαβαίνω αυτή την υστερία.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Μη με διακόπτετε, κυρία συνάδελφε τότε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ κύριε μάρτυς, μπορείτε να επανέλθετε σε αυτό το θέμα που λέει ο κύριος Συνήγορος, αν φορούσε καπέλο ή όχι;
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Φορούσε τζόκεϊ κύριε μάρτυς;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Τζόκεϊ το λέει ο κύριος.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Ρωτάω, κύριε μάρτυρα, θα μας το πείτε, φορούσε ή όχι;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Δε μου λέτε ρεπούμπλικα, παρά μου λέτε τζόκεϊ. Για να με μπερδέψετε;
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Τι φορούσε, κύριε μάρτυς;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Δηλαδή, παγίδα πάτε να μου κάνετε;
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Τι φορούσε κύριε μάρτυς;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Είπα καπέλο.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Φορούσε καπέλο, μάλιστα. Τι είδους καπέλο επομένως; Να σας βοηθήσω.
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Δε θυμάμαι.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Τι είδους καπέλο;
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Δε θυμάμαι το καπέλο καθόλου.
Δ. ΛΟΥΒΡΗΣ: Δε θυμάστε το καπέλο.
Π. ΡΟΥΣΣΗΣ: Ενα καπέλο, ένα κασκέτο».