Μια συγκλονιστική αποκάλυψη έκανε τη δεύτερη μέρα της κατάθεσής του ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Καράμπελας. Μια αποκάλυψη που δείχνει τις μαφιόζικες μεθόδους με τις οποίες οργανώθηκε από το επίσημο κράτος και τη Δικαιοσύνη του η «εξάρθρωση της τρομοκρατίας». Μια αποκάλυψη που θα τη φάει το σκοτάδι, όπως και τόσες άλλες.
Πρέπει να ήταν γύρω στα 1997 με 1998, δε θυμάμαι ακριβώς. Μου τηλεφώνησε στην Καλαμάτα συνάδελφος
δημοσιογράφος και μου ζήτησε να ανέβω επειγόντως στην Αθήνα. Συναντηθήκαμε στην πλατεία Βικτωρίας και μου είπε ότι υπάρχουν σε βάρος μου δυο χαρτιά, ένα στην ΚΥΠ και ένα στην Αντιτρομοκρατική. Το πρώτο χαρτί αναφέρει ότι εγώ είμαι έμπορος ναρκωτικών και όπλων. Οτι κάνω ανταλλαγές με καραβιές. Το δεύτερο χαρτί αναφέρει ότι έχω εκπαιδευτεί στα όπλα στην κοιλάδα Μπεκάα. Τα έχεις αυτά τα χαρτιά; του είπα. Μου απάντησε πως δεν τα έχει, αλλά τα έχει δει και μου είπε ότι θέλει να με συναντήσει ο εισαγγελέας Διώτης. Εγώ τότε ακολουθούσα την τακτική να μην επιτίθεμαι και συμφώνησα. Εκείνη τη στιγμή τηλεφώνησε στον Διώτη και κανόνισε να πάμε την άλλη μέρα. Πήγαμε την άλλη μέρα το πρωί και έξω από το γραφείο του Διώτη με περίμενε η Μαρία Μπόση. Μπήκαμε μαζί μέσα και παρουσία της Μπόση ο Διώτης μου είπε: Εκτελώ εντολές της ελληνικής κυβέρνησης. Ποιων ακριβώς; τον ρώτησα. Του πρωθυπουργού, κάποιου υπουργού, ολόκληρης της κυβέρνησης; Δε μπορώ να σου πω, μου απάντησε, πάντως εκτελώ κυβερνητικές εντολές. Και μπήκε αμέσως στο θέμα, ψυχρά. Οπως ακριβώς σας τα λέω: Σου δίνουμε δύο, τρία, τέσσερα και πέντε δισεκατομμύρια, αν θες και περισσότερα. Δε θέλουμε να μας πεις ονόματα, θέλουμε να μας πεις το δρόμο που θα φτάσουμε στη 17Ν. Του είπα ότι δεν έχω να τους πω τίποτα και να μη με ξαναενοχλήσουν. Μου είπε να το σκεφτώ πιο νηφάλια και σε 15 μέρες θα μου τηλεφωνήσει η Μπόση. Του απάντησα να μην επικοινωνήσει κανένας μαζί μου και να με αφήσουν ήσυχο. Μετά από 15 μέρες μου τηλεφώνησε η Μπόση, της είπα τα ίδια και εκεί τέλειωσε αυτή η ιστορία.
Ο πρόεδρος είχε την απορία πώς έκαναν σ’ αυτόν, έναν μαοϊκό –όπως δήλωσε-, σοβαρό άνθρωπο, δημοσιογράφο, μια τέτοια πρόταση! Ο Γ. Καράμπελας απάντησε, ότι αποδεδειγμένα υπήρξαν άνθρωποι από την Αριστερά που στρατολογήθηκαν στις μυστικές υπηρεσίες. Ευελπιστούσαν, ότι μπορούσαν να τον εξαγοράσουν και αυτόν. Από την άλλη –συμπλήρωσε ο μάρτυρας- υπάρχουν και ανεγκέφαλοι στις μυστικές υπηρεσίες, που ακόμα πιστεύουν ότι επειδή έγραψα το βιβλίο, έχω ανάμιξη στις οργανώσεις της ένοπλης πάλης.
Δικό μας σχόλιο για την αποκάλυψη Καράμπελα δε χρειάζεται. Να θυμίσουμε μόνο, ότι την ίδια περίοδο είχαν πλησιάσει και την Ειρήνη Αθανασάκη, στην οποία επίσης πρότειναν χρήματα για να καταθέσει σε βάρος του Κώστα Αγαπίου. Τα ερωτήματα μπαίνουν για το δικαστήριο: Θα βγάλει απόφαση στηριγμένη σε προανακριτικές «ομολογίες» που πάρθηκαν είτε στην Εντατική του «Ευαγγελισμού» είτε στο 12ο όροφο της ΓΑΔΑ, στο άντρο της Αντιτρομοκρατικής, και καταγγέλθηκαν αμέσως μόλις οι «ομολογήσαντες» ξέφυγαν από τα νύχια του Διώτη και του Σύρου και βρέθηκαν στον Κορυδαλλό;
Ο Γ. Καράμπελας αποκάλυψε επίσης, ότι απολύθηκε από ημερήσια εφημερίδα της Καλαμάτας, ύστερα από απαίτηση των Αμερικανών. Υστερα από την εκτέλεση Σόντερς, υψηλόβαθμο στέλεχος της αμερικάνικης πρεσβείας πήρε σβάρνα όλα τα επαρχιακά ΜΜΕ και «κανόνιζε» υποθέσεις σύμφωνα με τα σχέδια της πρεσβείας.
Στη συνέχεια συζητήθηκαν δυο αιτήματα που είχαν τεθεί από την υπεράσπιση Καρατσώλη. Το πρώτο αίτημα ήταν να μην αναγνωστεί η μηνυτήρια αναφορά του ιδιοκτήτη του τυπογραφείου στο οποίο εργαζόταν ο Καρατσώλης και από το οποίο κλάπηκαν τσίγκοι και να κληθούν να καταθέσουν ο ιδιοκτήτης και ο αστυνομικός που του πήρε την κατάθεση. Οπως σημείωσε ο Γ. Μαντζουράνης, δεν θα ετίθετο κανένα πρόβλημα, αν η εισαγγελέας, με τη βοήθεια της Αντιτρομοκρατικής, δεν προσπαθούσε οψίμως να ακυρώσει ένα υπερασπιστικό όπλο. Στο κρυσφήγετο της 17Ν βρέθηκαν κάποιοι τσίγκοι με αποτυπώματα που αποδόθηκαν στον Καρατσώλη. Από το τυπογραφείο Μαστραντώνη, όπου εργαζόταν, κλάπηκαν τσίγκοι σε ανύποπτο χρόνο. Η εισαγγελέας έφερε την κατάθεση Μαστραντώνη, στην οποία αναφέρεται ότι κλάπηκαν τυπογραφικοί μεταλλικοί δίσκοι. Η υπεράσπιση λέει το αυτονόητο. Για τσίγκους μίλησε ο ιδιοκτήτης του τυπογραφείου, μεταλλικοί δίσκοι έγραψε στην καθαρεύουσα ο αστυνομικός. Αφού η εισαγγελία αμφισβητεί ότι πρόκειται για το ίδιο πράγμα, να κληθούν να καταθέσουν ο ιδιοκτήτης και ο αστυνομικός που πήρε την κατάθεση, για να ξεκαθαριστεί το ζήτημα. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και ανάγνωσε το έγγραφο που έφερε η εισαγγελέας, χωρίς να δώσει καμιά αιτιολογία.
Η υπεράσπιση Καρατσώλη ζήτησε επίσης να κληθεί να καταθέσει ο δεύτερος Ιωάννου, επειδή η πρωτόδικη απόφαση προσπαθεί να μπλέξει τα δυο άτομα, για να απορρίψει το άλλοθι του Καρατσώλη για τη ληστεία στον ΟΤΕ Πατησίων. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα χωρίς αιτιολογία και μετά από πίεση του Γ. Μαντζουράνη είπε πως το δικαστήριο δέχεται πως πρόκειται για δύο διαφορετικά άτομα.
Η υπεράσπιση του Χρ. Ξηρού κατέθεσε και αναγνώστηκαν μια σειρά έγγραφα (κυρίως υλικό από εφημερίδες και περιοδικά), που αναφέρονταν στην επαγγελματική δραστηριότητα του Χριστόδουλου και στο όνομα που είχε φτιάξει στον μικρό κλάδο της καλλιτεχνικής οργανοποιίας. Δημοσιεύματα σε ανύποπτο χρόνο, που επιβεβαίωσαν στο ακέραιο τα όσα κατέθεσαν μάρτυρες υπεράσπισης αλλά και ο ίδιος ο Χριστόδουλος. Εμείς θυμίζουμε ότι ορισμένοι απ’ αυτούς τους μάρτυρες αμφισβητήθηκαν και απαξιώθηκαν από την εισαγγελέα, η οποία ήθελε ντε και καλά να «βγάλει», ότι ο Χριστόδουλος που και που έφτιαχνε κάνα όργανο. Βλέπετε, η έντονη επαγγελματική δραστηριότητά του διαλύει την εικόνα του επαγγελματικού στελέχους της 17Ν, όπως φέρεται κατά το κατηγορητήριο. Επίσης, η υπεράσπιση του Χρ. Ξηρού υπέβαλε αιτήματα να αναζητηθούν κάποια άλλα στοιχεία (αντίγραφα τηλεοπτικών εκπομπών της ΕΡΤ, στις οποίες εμφανίστηκε ο Χριστόδουλος, αντίγραφα είσπραξης επιταγών από τράπεζα και αντίγραφα τιμολογίων αγοράς από μεγάλη αποθήκη ξυλείας), διότι στην υπεράσπιση δεν χορηγήθηκαν.
Η εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη όλων των αιτημάτων, διότι –όπως είπε- όλα τα σχετικά τα κατέθεσαν μάρτυρες και διότι το δικαστήριο δεν έχει ως αποστολή να ζητάει έγγραφα που αποδεικνύουν υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του κατηγορούμενου. Είχε όλο το χρόνο να το κάνει μόνος του! Τι να πούμε πια εμείς; Σηκώνουμε τα χέρια ψηλά. Η εισαγγελέας που αμφισβήτησε τους μάρτυρες (και γι’ αυτό η υπεράσπιση ζητάει πρόσθετα υπερασπιστικά στοιχεία), τώρα παραπέμπει σ’ αυτούς! Η εισαγγελέας που έσπευσε να ζητήσει την κασέτα με τη «συνέντευξη» Σάββα στον Τριανταφυλλόπουλο, επειδή έτσι θέλησε ο εκπρόσωπος των Αμερικανοβρετανών, τώρα λέει ότι άμα θέλει ο κατηγορούμενος να βρει μόνος του τα στοιχεία!!
Ο Α. Κωνσταντάκης στηλίτευσε την πρωτοφανή άποψη της εισαγγελέα, ότι η ανεύρεση στοιχείων που κατατείνουν στη στήριξη υπερασπιστικών ισχυρισμών δεν είναι αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Πρέπει να δούμε κι εμείς –είπε- σε ποιο δικονομικό πλαίσιο δικάζουμε. Στο ισχύον ή σε κάποιο άλλο. Ανεξάρτητα από την απόφαση που θα πάρει το δικαστήριο για τα αιτήματα, πρέπει να απαντήσει με σαφήνεια πώς βλέπει αυτή την άποψη της εισαγγελέα. Γιατί αυτό είναι ένα ευρύτερο ζήτημα, που δεν αφορά μόνο την παρούσα δίκη, αλλά το ποινικό σύστημα γενικώς.
Το δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα, με το σκεπτικό ότι ενόψει των καταθέσεων των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών στοιχείων, δεν κρίνεται απαραίτητη η προσκόμιση των στοιχείων που ζητήθηκαν. Εμμέσως πλην σαφώς, δηλαδή, «αδειάστηκε» η άποψη της εισαγγελέα.
Στη συνέχεια, δόθηκε ο λόγος στους κατηγορούμενους για να τοποθετηθούν συμπληρωματικά επί των ενστάσεων για τις προανακριτικές καταθέσεις.
Ο Δ. Κουφοντίνας ζήτησε να κάνει μια δήλωση και αναφέρθηκε στις προανακριτικές του Ευαγγελισμού. Οπως προέκυψε από την κατάθεση του εντατικολόγου Πιταρίδη –είπε- την πρώτη μέρα ο Σάββας ήταν ένας αντάρτης: αρνούνταν να πιει νερό, έσπαγε τα σωληνάκια. Στη συνέχεια ήταν ένας Σάββας διαφορετικός, ένα υποκείμενο άβουλο, υποτονικό, άθυρμα στα χέρια των υπάνθρωπων και αδίστακτων βασανιστών του, που έφεραν και το ψευδώνυμο του δικαστικού λειτουργού. Τι μεσολάβησε και υπήρξε αυτή η μεταστροφή μπορούμε να το συνάγουμε με την κοινή λογική. Ακόμα και αν δεν του χορηγήθηκαν φάρμακα, που ο γιατρός Χριστοδουλάκης ανέφερε μια σειρά φάρμακα και τις συνέπειές τους, οι συνεχείς ολονύχτιες ανακρίσεις από την πρώτη μέρα της αποσωλήνωσης ενός πολυτραυματία, που δεν έβλεπε, δεν άκουγε, ήταν δεμένος στο κρεβάτι, συνιστούν βασανιστήριο. Συνεπώς, οι προανακριτικές καταθέσεις, που πάρθηκαν από τον υπάνθρωπο Διώτη, είναι παράνομες και πρέπει να τις απορρίψετε.
Αποδείχτηκε εδώ ότι ο Σάββας είχε φρουρά, απαγορευόταν η είσοδος σε όλους, απαγορευόταν οι συνομιλίες και υπαγορευόταν οι επιτρεπόμενες συνομιλίες, κανένας δικηγόρος δεν άκουσε από το στόμα του Σάββα ότι δεν θέλει δικηγόρο. Αυτά συνιστούν κράτηση. Και επειδή το ένταλμα βγήκε πολύ αργότερα, συνιστούν παράνομη κράτηση. Επομένως, τα προϊόντα της προανάκρισης είναι προϊόντα εγκλήματος και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που δεν πρέπει να τα δεχτείτε. Αν τα νομιμοποιήσετε ανοίγεται δρόμους επικίνδυνους όχι μόνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, αλλά για να πάμε στη δικονομία του μέλλοντος που είπε ο κ. Κωνσταντάκης, που είναι βέβαια δικονομία του παρελθόντος.
Η ανακριτική του Σάββα ήταν συνέχεια της κατάστασης που τον είχαν φέρει και συνέπειά της. Αυτό φάνηκε καθαρά και από τη συνέντευξη που είδαμε. Είδαμε έναν άνθρωπο σε κατάσταση σύγχυσης. Ο λόγος του δεν είναι ορθολογικός. Λέει κάποια πράγματα, όπως ότι τον επισκέφτηκε ο Σημίτης. Δεν αντιλαμβάνεται αυτά που λέει. Είναι ένας άνθρωπος που αγωνίζεται να επανακάμψει. Η αποδόμηση της προσωπικότητας είναι εύκολη και γρήγορη, η επαναφορά είναι μακρά και επώδυνη. Αν νομιμοποιήσετε όλ’ αυτά, ανοίγετε επικίνδυνους δρόμους. Θα σας διαβάσω αποσπάσματα από την αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Χειρδάρη. Χαρακτηρίζει προβληματικό για την ελληνική Πολιτεία το 40ήμερο τιου Σάββα Ξηρού στον Ευαγγελισμό. Λέει ότι κατανοεί τη σκοπιμότητα, αλλά αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί. Και παρακάτω λέει ότι ντρέπεται για το 40ήμερο του Σάββα.
Οι άλλες προανακριτικές πάρθηκαν υπό καθεστώς σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων, στο έρεβος της νύχτας και σε κάποιες περιπτώσεις με παζάρι για ανταλλάγματα. Είναι παράνομες και γι’ αυτό στηρίζω τις ενστάσεις των συγκατηγορουμένων μου.
Ο Δ. Κουφοντίνας έκλεισε διαβάζοντας μερικές σειρές από το άρθρο του καθηγητή Κώστα Μπέη με τίτλο: «Ο δικαιικός πολιτισμός στο στόχαστρο». Όταν ένας κατηγορούμενος καταγγέλλει ότι υπέστη σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, το βάρος της απόδειξης δεν το έχει ο κατηγορούμενος. Το δικαστήριο πρέπει αυτεπαγγέλτως να διατάξει αποδείξεις, να κάνει ενδελεχή έρευνα. Αν αμφιβάλλει, η αμφιβολία πρέπει να ερμηνεύεται σε βάρος της κατηγορούσας αρχής και όχι σε βάρος εκείνου που καταγγέλλει βασανιστήρια. Ολες αυτές οι καταθέσεις είναι άκυρες.
Στα ίδια ζητήματα αναφέρθηκε εισαγωγικά και ο Χρ. Ξηρός. Η Αστυνομία και οι ξένοι πράκτορες έστησαν πανηγύρι στην Εντατική, είπε. Δεν μπορούμε βέβαια να το αποδείξουμε, δεν το έστησαν στην πλατεία Συντάγματος. Εχουμε όμως ενδείξεις γι’ αυτό. Εχουμε τον πατέρα μου που δήλωσε ότι τον είδε και γέλαγε σαν μικρό παιδί και δεν ήξερε τίποτα για την υπόθεση! Εχουμε τη δήλωσή του ότι ήθελε να πάει διακοπές με το Σύρο. Ηταν στην Εντατική, αντιμετώπιζε δεκάδες βαρύτατες κατηγορίες κι αυτός ήθελε παντρειά. Και έρχεται η εισαγγελέας και λέει ότι μπορεί να ήθελε να αποκαταστήσει το κορίτσι. Είναι ντροπή σας, κυρία εισαγγελέα, και μόνο που το είπατε. Παρεμπιπτόντως, τέσσερα χρόνια πέρασαν κι ακόμα δεν το έχει αποκαταστήσει το κορίτσι. Αυτό είναι το μέλλον που θέλετε να κληροδοτήσετε στα παιδιά μας; Τα σύγχρονα βασανιστήρια δεν αφήνουν σημάδια στο σώμα. Οπως είπε ο γιατρός ο Νικηφοράκης, βιάζουν το νου, ξεσκίζουν την ψυχή κι έρχονται μετά οι δημοσιογράφοι και βγάζουν τα κομμάτια στην αγορά.
Στη συνέχεια, ο Χριστόδουλος αναφέρθηκε σ’ αυτά που υπέστη ο ίδιος. Στην αιχμαλωσία της οικογένειάς του (τέσσερα αδέρφια κρατούμενοι κι ο Σάββας πέντε), στο μαρτύριο της αϋπνίας, στις απειλές για εκπαραθύρωση, στην απειλή ότι θα του φέρουν τον αδερφό του στο κουτί, στα ύποπτα υγρά, την τεράστια πίεση και τον αδικαιολόγητο φόβο που άρχισε να αισθάνεται, στην απαγόρευση να συνεργαστεί με δικηγόρο, στην ανάκριση με τους ένοπλους της Αντιτρομοκρατικής να τον σημαδεύουν, στην επιστροφή από τα δικαστήρια στην Αντιτρομοκρατική, στην επίσκεψη του συνηγόρου Κ. Παπαδάκη που τον είχαν προειδοποιήσει (το Χριστόδουλο) να τον διώξει, στην απόλυση με fax από την Αντιτρομοκρατική του δικηγόρου Ασημάκη.
Από την έδρα η αμφισβήτηση υπήρξε έντονη. Από τον πρόεδρο σε ήπιους τόνους, από την εισαγγελέα με το γνωστό πλέον ύφος. Σε τι συνέτειναν οι ερωτήσεις; Γιατί φοβήθηκε και υπέγραψε, αυτός ο πολιτικοποιημένος άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο συνδικαλιστής. Ο πρόεδρος απλώς ρωτούσε, χωρίς να σχολιάζει. Η εισαγγελέας σχολίαζε και έβγαζε συμπεράσματα: «Ε, καλά, τώρα», «αυτή είναι η άποψή σας», «δηλαδή θα σας σκότωνε ο Σύρος αν λέγατε στον κ. Παπαδάκη ότι τον απειλούν;» κ.λπ. Προσέξτε και εδώ την πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας: ο κατηγορούμενος περιγράφει μια σειρά συνθήκες απειλών, πιέσεων κτλ. Η εισαγγελέας τα βάζει όλα στην άκρη και μένει μόνο στο ότι κάποια στιγμή τον επισκέφτηκε ένας δικηγόρος. Μάταια προσπαθεί ο Χριστόδουλος να της εξηγήσει, ότι δεν βρισκόταν σε κανένα τηλεπαράθυρο να κάνει καταγγελίες, αλλά ήταν στα χέρια τους, με όλη την οικογένειά του αιχμάλωτη. «Φοβήθηκα, δεν ντρέπομαι να το πω», καταλήγει, αλλά η εισαγγελέας δεν πείθεται. «Ου με πείσεις καν με πείσεις», καταλήγει ο Χριστόδουλος. Η εισαγγελέας φτάνει στο σημείο να επιστρατεύσει τα πιο απίθανα σοφίσματα: Αφού σας προόριζαν, όπως λέτε, για αντικαταστάτη του Σάββα, επειδή φοβούνταν ότι θα πεθάνει, γιατί μετά που έζησε ο Σάββας δεν έσκιζαν τη δική σας κατάθεση; (!!!) Οταν ο Α. Κωνσταντάκης υπενθυμίζει ότι η κατάθεσή του είχε δημοσιευτεί την επομένη σε όλες τις εφημερίδες, εξακολουθεί να επιμένει για λίγο, μετά το συνειδητοποιεί και σταματάει (μιλάμε για πάθος στα όρια του μένους).
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας μεταξύ των άλλων έκανε το εξής εκπληκτικό ερώτημα: Το θεωρείται εύκολο εκείνη την εποχή, με τα ΜΜΕ στραμμένα στην υπόθεση, να καταπνιγεί μια καταγγελία; Επειδή τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε, εύκολα μπορεί ο καθένας μας να ανακαλέσει το κλίμα εκείνης της εποχής για να απαντήσει στον εισαγγελέα.
Ανάλογου περιεχομένου ήταν και οι ερωτήσεις από τις συνέδρους. Με εμφανή την αμφισβήτηση των καταγγελιών Χριστόδουλου. Στην πραγματικότητα, τον καλούσαν να απαντήσει αυτός για λογαριασμό της Αντιτρομοκρατικής. Γιατί να βάλει το ένα και όχι το άλλο, γιατί να υπάρχουν λάθη και αντιφάσεις, αφού ήταν κατασκευασμένη γιατί να μην είναι όλα τέλεια, γιατί να βάλουν και ληστείες, γιατί να μη σας βγάλουν από ορισμένες πράξεις; Απορούμε ειλικρινά. Πρώτη φορά βλέπουν δικαστές με τόση πείρα κακοκατασκευασμένες αστυνομικές δικογραφίες; Ο Χριστόδουλος δεν είχε δυσκολία να αντιστρέψει τα ερωτήματα: Πιάνουν το πρώτο υποτίθεται μέλος της 17Ν και το ρωτάνε μόνο για 32 από 96 ενέργειες. Γιατί δεν ρωτάνε για τις υπόλοιπες; Γιατί να ομολογήσω ψέματα για τον εαυτό μου; Γιατί να ομολογήσω για το Βύρωνα που ήμουν στο χωριό μου; Γιατί να ομολογώ ότι έκανα τον κρατούμενο στο Βύρωνα και με κράταγε από το χέρι ο Κουφοντίνας και έρχονται οι μάρτυρες αστυνομικοί και λένε ότι ο αστυνομικός (δηλαδή ο Κουφοντίνας) ήταν 1,85 και ο κρατούμενος (δηλαδή εγώ) ήταν 1,75; Ποιος κατηγορούμενος θα επιβάρυνε τη θέση του και μάλιστα με ανθρωποκτονίες; Τόσο μαλάκας είμαι, για να το πω λαϊκά. Τη στιγμή που ήμουν ο πρώτος, θα μπορούσα να τα μοιράσω γύρω και να βγω λάδι, να κάνω την πάπια. Δεν το έκανα όμως, γιατί δεν έγινε καμιά ανάκριση.
Αξίζει τον κόπο να περιγράψουμε το πιο εκπληκτικό κατά τη γνώμη μας περιστατικό. Ο Χριστόδουλος ζητάει από μια εφέτη να του διαβάσει την απολογία του στην ανακρίτρια Μπούρη. Είναι μια λακωνική απολογία, στην οποία επιβεβαιώνει την προανακριτική του και προσθέτει ότι γνώρισε και ένα άτομο με το ψευδώνυμο Χάρης, που είναι από την Ηπειρο και το μικρό του όνομα είναι Ηρακλής. Και όμως, λέει ο Χριστόδουλος, σ’ ένα παγκάκι έξω από το ανακριτικό γραφείο καθόμασταν πέντε. Εγώ, ο αδερφός μου ο Βασίλης, ο Γεωργιάδης, ο Κωστάρης και ο Καρατσώλης. Αν γνώριζα τον Κωστάρη, τι πιο απλό από το να μπω μέσα (γιατί πρώτος απολογήθηκα) και να τους πω «να, έξω είναι ο Ηρακλής». Οχι να πω ότι ξέρω και κάποιον Ηρακλή από την Ηπειρο. Δεν είπα «αυτός που είναι έξω», γιατί δεν τον είχα ξαναδεί τον Κωστάρη. Στην έδρα επικρατεί αμηχανία, γιατί το επιχείρημα είναι συντριπτικό. Τη σιωπή σπάει η εισαγγελέας, που με ύφος λες και τον έπιασε επ’ αυτοφόρω, λέει στον Χριστόδουλο: «Μα πώς θα λέγατε ότι είναι έξω αφού δεν τον γνωρίζατε;»!!! Χρειάστηκε να επαναλάβει δυο φορές ο Χριστόδουλος «καταλαβαίνετε τι ρωτάτε;», για να καταλάβει τη γκάφα της.
Στο τέλος, ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει η μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση των πρακτικών, σημειώνοντας ότι αυτό δεν είναι θέμα του δικαστηρίου. Ο Δ. Κουφοντίνας δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να καθορίσει τη στάση του και θα αναφερθεί στο ζήτημα την Τρίτη που θα επαναληφθεί η διαδικασία. Σημείωσε δε ότι καταλαβαίνουμε καλά για ποιο λόγο γίνεται αυτό, τώρα που αρχίζουν οι απολογίες.