Ας ξεκαθαρίσουμε εισαγωγικά μερικά πράγματα. Ακόμα και σε μια πολιτική δίκη ιστορικής σημασίας αναγνωρίζουμε το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του με σενάρια. Ακόμα και με απίθανα σενάρια που δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Δεν θα σχολιάζαμε ποτέ αρνητικά αυτά τα σενάρια, δεν θα μετατρεπόμαστε σε εισαγγελείς και δικαστές. Με δυο προϋποθέσεις, όμως: ότι αυτού του τύπου η υπεράσπιση δεν θα περιλάμβανε βρομιές και λάσπη και ότι δεν θα στηριζόταν στην κατάδοση άλλων.
Δεύτερο. Δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με το αν ο Τέλιος είναι ψυχικά άρρωστος και υποβάλλεται σε θεραπεία ή απλώς «το παίζει». Δεν είμαστε ψυχίατροι και στο τέλος-τέλος μια τέτοια προσέγγιση δεν μας οδηγεί πουθενά. Το βέβαιο είναι ότι ο Τέλιος είναι ένας απόλυτα λογικός άνθρωπος (το λέει και ο ίδιος άλλωστε), ότι έχει «σώας τας φρένας», ότι έχει απόλυτο έλεγχο της συνείδησης και της λογικής του, γι’ αυτό και ο λόγος του είναι συγκροτημένος, ελεγχόμενος, αυτοκυριαρχούμενος. Η όποια ψυχική νόσος αυτό δεν φαίνεται να το επηρεάζει.
Τρίτο. Ο Τέλιος είναι ο μοναδικός από τους καταδικασθέντες για την υπόθεση 17Ν που αφέθηκε ελεύθερος –για λόγους υγείας- από το δικαστήριο του πρώτου βαθμού. Ο Παύλος Σερίφης, ανάπηρος από το ένα χέρι και πάσχων από σκλήρυνση κατά πλάκας, με ποινή πολύ μικρότερη απ’ αυτή του Τέλιου, αποφυλακίστηκε πολύ αργότερα και αφού μεσολάβησε μια καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ο δε Σάββας Ξηρός, σχεδόν τυφλός, σχεδόν κουφός, ακρωτηριασμένος, με αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα, εξακολουθεί να βρίσκεται στη φυλακή, από την οποία μεταφέρεται σχεδόν κάθε βδομάδα στα νοσοκομεία για τις διάφορες θεραπείες που πρέπει να κάνει, οι οποίες εξελίσσονται με απελπιστικά αργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας του να επιδεινώνεται αντί να βελτιώνεται.
Δεν ξέρουμε πόσο καλός δάσκαλος είναι ο Τέλιος. Από κάποια ποιήματά του που διαβάσαμε νομίζουμε ότι δεν είναι αξιόλογος ποιητής, αλλά ένας από τους πάρα πολλούς Ελληνες που γράφουν ποιήματα και τα εκδίδουν (στη χώρα μας έχουμε το ρεκόρ έκδοσης ποιητικών συλλογών, αναλογικά με τον πληθυσμό). Εκείνο που πλέον μπορούμε να πούμε με απόλυτη κατηγορηματικότητα είναι πως είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Δεν ξέρουμε αν έχει κάνει μαθήματα υποκριτικής, αν έχει συμμετάσχει σε ερασιτεχνικούς θιάσους, είμαστε όμως βέβαιοι πως έχει παρακολουθήσει πολύ θέατρο και πως είναι θαυμαστής της παράδοσης του Καρόλου Κουν. Εχει «κοπιάρει» τον τρόπο εκφοράς του λόγου της «σχολής» του Θεάτρου Τέχνης (η ενασχόλησή του με την ποίηση τον βοηθά αναμφισβήτητα σ’ αυτή τη «μετρική» εκφορά του λόγου) και τη μέθοδο της «ταύτισης», που θεμελιώθηκε από τον Στανισλάφσκι και την εξέλιξε ο Κουν.
Εφοδιασμένος μ’ αυτά τα εργαλεία έδωσε την παράσταση «Ο Ρασκόλνικοφ στην Αθήνα», με βάση ένα δικό του σενάριο που περιείχε απ’ όλα: Κακοχωνεμένο ντοστογιεφσκισμό, με πινελιές από Αριστοτέλη και Αμος Οζ, εικόνες από χολιγουντιανά b-movies με μοχθηρούς τρομοκράτες, αλλά και σκηνές από ελληνικά μελό της δεκαετίας του ’60. Και βέβαια, όλα αυτά διανθισμένα με δάνεια από Παπαχελά και διακηρύξεις του «Ως εδώ». Οπως καταλαβαίνετε, το αποτέλεσμα ενός τέτοιου συνδυασμού κλίνει περισσότερο προς το γκροτέσκο, παρά προς το αληθοφανές. Οταν δε η υποκριτική είναι στανισλαφσκική και όχι μπρεχτική, όταν χρησιμοποιείται η «ταύτιση» και όχι η «αποστασιοποίηση», πρέπει να είναι και το «κοινό» στο κόλπο για να «δουλέψει» η παράσταση.
Βέβαια, ακόμα και ο μεγαλύτερος ηθοποιός δε μπορεί ν’ αναμετρηθεί μ’ ένα μονόλογο τριών περίπου ωρών και να μην έχει και κακές στιγμές στη διάρκειά του. Να μη βγει από το ρόλο και να είναι ο εαυτός του. Ετσι, περί το μέσον περίπου του μονολόγου, ο Τέλιος ξέχασε τη «μετρική» εκφορά του λόγου, μέσω της οποίας προσομοίαζε τη βραδυγλωσσία του ανθρώπου με ψυχικά προβλήματα, και η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι, μολονότι η παράσταση προέβλεπε και την είσοδο ενός βωβού προσώπου, του αδελφού του, που του προσέφερε τα φάρμακα (τρις, αν μετρήσαμε καλά). Ετσι, το έργο έγινε ακόμα πιο γκροτέσκο και άρχισε να μετατρέπεται σε μπαλαφάρα.
Ας δούμε, όμως, το σενάριο, γιατί αυτό είναι που έχει τη σημασία.
Ο Τέλιος βρέθηκε στη 17Ν από μια… παρεξήγηση. Γνωρίστηκε με το Χριστόδουλο κι αυτός το έβαλε αμέτι μουχαμέτι να τον βάλει στην Οργάνωση (δεν καταλάβαμε γιατί, αλλά δεν έχει σημασία). Ο βλαξ Χριστόδουλος κάποια στιγμή νόμισε πως του είχαν ξεφύγει πράγματα και τα είχε πάρει χαμπάρι ο Τέλιος. Σ’ αυτό έγκειται η παρεξήγηση. Διότι ο Τέλιος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Απελπισμένος ο Χριστόδουλος απευθύνθηκε στον Κουφοντίνα, αυτός τον επέπληξε για τη μαλακία του και οι δυο μαζί αποφάσισαν να «χειριστούν» τον Τέλιο, γιατί αλλιώς έπρεπε να τον σκοτώσουν. Ετσι, χωρίς ο ίδιος να το θέλει και χωρίς αυτοί να το θέλουν αλλά όντας αναγκασμένοι να το κάνουν, τον έβαλαν με το ζόρι στη 17Ν! Από μια παρεξήγηση, ρε γαμώτο! Είδατε τι παιχνίδια παίζει η πουτάνα η ειμαρμένη;
Αυτός ποτέ δεν αισθάνθηκε μέλος. Δεν ήθελε να είναι μέλος. (Εδώ το σενάριο προβλέπει λάσπη, βρομιές, τάχαμου ιδεολογική πολεμική από ανθρωπιστικές θέσεις. Δεν θα μπούμε στον κόπο να ασχοληθούμε. Μπορεί στους άσχετους δικαστές ο Τέλιος να έδωσε την εντύπωση ιδεολογικά κατηρτισμένου ανθρώπου, έτσι καθώς αράδιαζε τσιτάτα από ποικίλους συγγραφείς, όμως για κάποιον που έχει πραγματική μόρφωση στον τομέα των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών, τα λεγόμενά του αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο με επιφανειακή εγχειριδιακή μόρφωση, αβαθή, έρμαιο των αστικών στερεοτύπων και της γελοίας ηθικολογίας).
Βρέθηκε, λοιπόν, με το ζόρι στη 17Ν και ενώ αυτός ήθελε να φύγει, αυτοί τον κράταγαν και τον απειλούσαν. (Αυτό, βέβαια, δεν συνέβη με κανέναν άλλο, όπως για παράδειγμα με τον Τσελέντη, τον Κονδύλη, τον Θωμά Σερίφη, αλλά… αυτό προέβλεπε το σενάριο). Κι όχι μόνο δεν τον άφηναν να φύγει, αλλά τον έπαιρναν και σε ενέργειες για να τον δέσουν. Πώς τον έπαιρναν; Σαν παρατηρητή. Χωρίς κανένα ρόλο! Ετσι για να ‘χουν να σέρνουν και κάποιο βαρίδι στις ενέργειες της Οργάνωσης. Ηταν μαζοχιστές, πώς να το κάνουμε! Ετσι τον πήραν στον Ανδρουλιδάκη και στον Παλαιοκρασά. (Οταν γίνεται αναφορά στις ενέργειες αυτές, το σενάριο προβλέπει ένταση, συγκινησιακή κορύφωση, κλάμα. Ο πρωταγωνιστής ανταποκρίνεται πλήρως στο ρόλο. Ειδικά όταν περιγράφει την περιπλάνηση στα άγνωστα στενά του Ψυρρή μετά την ενέργεια κατά Παλαιοκρασά, μέχρι που βρίσκει καταφύγιο σε μια εκκλησία και αναλύεται σε λυγμούς για πολύ ώρα. Εδώ μάλλον θα ταίριαζε το γνωστό από τις ελληνικές ταινίες τραγούδι «Στην εκκλησιά γονατιστή…», αλλά μια παράσταση ενώπιον δικαστηρίου πρέπει να είναι γυμνή από κάθε ηχητική επένδυση).
Πριν φτάσουμε στην αποχώρηση, η οποία κάποια στιγμή επετράπη από τον Κουφοντίνα (γιατί άραγε δεν επιτρεπόταν πιο πριν;), έχουμε μια άλλη κορυφαία στιγμή του δράματος. Κουφοντίνας και Χριστόδουλος, εναλλασσόμενοι σε ρόλο «καλού» και «κακού», δεν καταφέρνουν να χειριστούν τον ατίθασο διαφωνούντα, δεν έχουν και το δικό του επίπεδο άλλωστε, φτάνουν σε απελπισία και τότε αποφασίζεται να προσεχθεί ενώπιον του ανώτατου ιερατείου. Η μέρα που ο δασκαλάκος από τη Θεσσαλονίκη με την τεράστια μόρφωση εμφανίζεται ενώπιον της τριμελούς ιεράς εξέτασης είναι ιστορική. Μεταφέρεται κάπου στα Πατήσια και διατάσσεται από Κουφοντίνα και Χριστόδουλο να περπατά και να κοιτάζει μόνο τα παπούτσια του. Οδηγείται σε υπόγειο διαμέρισμα, του φορούν κουκούλα στον προθάλαμο και τον περνούν στο ναό. Τον καθίζουν σε μια καρέκλα και στέκονται δεξιά του και αριστερά του όρθιοι. Απέναντι κάθονται οι τρεις μεγάλοι ιεροεξεταστές, φορώντας τις κουκούλες τους: ο Λάμπρος στη μέση, ο Νικήτας αριστερά, ο άλλος (γι’ αυτόν δεν έχουμε όνομα) δεξιά. Η συζήτηση κρατά ώρες. Ο Λάμπρος είναι μορφωμένος, αλλά δε μπορεί να τα βγάλει πέρα με το δασκαλάκο μας, που πήγε καλά διαβασμένος. Αραδιάζει Λένιν, Μπακούνιν, Μαρξ, Νετσάγιεφ, Μαριγκέλα, Αριστοτέλη, τον κάνει σκόνη. Ετσι, μένουν μόνο οι απειλές για τον ίδιο και την οικογένειά του, στις οποίες αναγκάζεται να υποκύψει και να συνεχίσει να βοηθά παρά τη θέλησή του.
Να μη συνεχίσομε καλύτερα. Νομίζουμε πως έχετε καταλάβει. Ο Κ. Τέλιος επέλεξε να υπερασπιστεί τον εαυτό του σπιλώνοντας τη 17Ν, επαναλαμβάνοντας όλη τη χυδαία προπαγάνδα που εδώ και δεκαετίες αντιπαρατίθεται στον ένοπλο αγώνα. Και βέβαια, επιβεβαιώνοντας σενάρια της Αντιτρομοκρατικής. Οπως, για παράδειγμα, το σενάριο της πυραμιδικής οργάνωσης, με κάποια τριμελή καθοδήγηση στην κορυφή της πυραμίδας, το οποίο το είδαμε στην πρωτοβάθμια απόφαση.