Η συνεδρίαση ξεκίνησε με την ανάγνωση εγγράφων (κυρίως δημοσιεύμάτων εφημερίδων), που είχε ζητήσει η υπεράσπιση. Ετσι, για μια ώρα αναβίωσε εν μέρει το ζοφερό κλίμα του καλοκαιριού του 2002. Τότε που οι πιο στοιχειώδεις δικονομικές εγγυήσεις πετάχτηκαν στο καλάθι των σκουπιδιών και βασίλευε η τρομοϋστερία και η αμερικανόπνευστη κρατική τρομοκρατία.
Στη συνέχεια, κλήθηκε να καταθέσει ο παπα-Τριαντάφυλλος Ξηρός και προέκυψε, όπως και στο πρώτο δικαστήριο, το πρόβλημα του όρκου. Ο παπα-Τριαντάφυλλος αρνήθηκε να διαβεβαιώσει στην ιεροσύνη του ότι θα πει στην αλήθεια, επειδή θεωρεί ότι αυτό αντίκειται στους κανόνες της Εκκλησίας, το δικαστήριο όμως επέμεινε στο τυπικό μέρος. Εγινε ένα μικρό διάλειμμα και ο παπα-Τριαντάφυλλος επανήλθε λέγοντας: «Οπως επιβάλλει το ευαγγέλιό μας, σας διαβεβαιώνω ότι θα πω την αλέθεια». Ούτε αυτό, όμως, έγινε δεκτό από το δικαστήριο και τελικά δεν επετράπη στο γέροντα να καταθέσει. Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η αναφορά της εισαγγελέα, που με ύφος απαξιωτικά πρότεινε να απορριφθεί το σχετικό αίτημα της υπεράσπισης, επειδή «ο παπα-Τριαντάφυλλος μας λέει δεν ξέρω τι». Αυτό σχολιάστηκε από τη Γ. Κούρτοβικ και τον Χρ. Ξηρό, ενώ η εισαγγελέας, σε ιδιαίτερα έντονο ύφος, προσπάθησε να υποστηρίξει ότι δεν είχε τίποτα το απαξιωτικό η αναφορά της (τότε γιατί προκάλεσε σε όλους μας την ίδια εντύπωση;).
Ο Δ. Κουφοντίνας έθεσε και πάλι το ζήτημα των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών. Τα πρακτικά –είπε- απομαγνητοφωνούνται κανονικά από την ιδιωτική εταιρία και στέλνονται στην «Ελευθεροτυπία», η οποία όμως από την επανέναρξη της δίκης σταμάτησε να τα δημοσιεύει στο Ιντερνετ, με αποτέλεσμα να μην είναι στη διάθεση κανενός παράγοντα της δίκης. Μαγνητοφωνούνται από ιδιώτη και μένουν στα χέρια ιδιώτη. Ο Δ. Κουφοντίνας εξέφρασε την υποψία, ότι επιχειρείται η φίμωση των κατηγορούμενων, τώρα που αρχίζει η κατάθεση των μαρτύρων υπεράσπισης και θα ακολουθήσουν οι απολογίες και οι αγορεύσεις των συνηγόρων. Και κατέληξε ζητώντας να επιτραπεί και σε συνεργείο της υπεράσπισης να παίρνει το μαγνητοφωνημένο υλικό και να το απομαγνητοφωνεί. Ο πρόεδρος αναφέρθηκε σε «συμφωνία κυρίων» για τη συγκεκριμένη εργασία και παρέπεμψε κατηγορούμενους και υπερασπιστές στην «Ελευθεροτυπία». Να ρωτήσουν και να μάθουν τι ακριβώς συμβαίνει και μετά να δει το δικαστήριο αν θα συνεχίσει να επιτρέπει τη μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση από ιδιωτικό συνεργείο.
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση της Αλίθια Ρομέρο, συντρόφου του Σάββα Ξηρού. Οταν για πρώτη φορά της επετράπη να μπει στην Εντατική ήταν 11 Ιούλη. Είδε το Σάββα «καθισμένο στο κρεβάτι να χαζογελάει με την Αντιτρομοκρατική». Ρώτησε τους παριστάμενους της Αντιτρομοκρατικής «πώς τον κάνατε έτσι;» και ο Σύρος της απάντησε: «Εμείς τον αγαπάμε, να δεις πόσο μας αγαπάει κι αυτός. Πες Σάββα, ποιον αγαπάς περισσότερο, την Αλίθια ή εμένα; Και ο Σάββας έμεινε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει». Στο ερώτημα αν ο Σάββας μιλούσε με την ελεύθερη βούλησή του μαζί της ή αν του είχαν χορηγηθεί ψυχοφάρμακα, η κ. Ρομέρο ήταν κατηγορηματική: «Από τη συμπεριφορά του, από τον τρόπο που μιλούσε , από τον τρόπο που κούναγε το κεφάλι του. Μιλούσε όπως θα μίλαγε ένα ηλίθιο παιδάκι, όχι ένα κανονικό παιδάκι». Οσο για την κατάθεσή του στον ειδικό εφέτη ανακριτή Λ. Ζερβομπεάκο, θύμισε την κατάθεση του δικηγόρου του Γ. Αγιοστρατίτη: «Ηταν σαν ένα παιδί με σύνδρομο Ντάουν». Και γιατί δεν τον σταμάτησε ο δικηγόρος; Γιατί «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Εγώ δε φώναζα; Ο Σάββας δεν άκουγε κανέναν και τίποτα. Δεν ήταν άνθρωπος, ήταν αντικείμενο. Ετσι ήταν ακόμα και τρεις μήνες μετά. Ηταν τελείως άβουλος
Η Α. Ρομέρο μίλησε για ένα συνδυασμό απειλών, εικονικών εκτελέσεων και χρήσης ψυχοφαρμάκων. Ο αντίλογος –μέσω ερωτήσεων- από τον πρόεδρο ήταν ότι τα επανέλαβε και τα προσαύξησε στον ανακριτή, παρουσία δικηγόρου, ενώ και στο πρώτο δικαστήριο προέβη σε κάποιες ομολογίες για τη συμμετοχή του. Η απάντηση της κ. Ρομέρο ήταν ένα ερώτημα: «Σημασία για σας έχει αν ήταν αλήθεια ή δεν ήταν κάποια από αυτά που είπε ο Σάββας ή ο τρόπος με τον οποίο τα είπε; Εσείς είσαστε υπεύθυνοι για την τήρηση του νόμου, νομίζετε ότι είναι σωστό να ανακρίνεται ένας άνθρωπος μέσα στην Εντατική, να του έχουν δώσει ψυχοφάρμακα, να του έχουν βάλει ένα πιστόλι στο κεφάλι και να τον απειλούν για τη ζωή του και για τη ζωή των δικών του; Αυτό δεν είναι παράνομο, αυτό δεν προβλέπει η δικιά σας νομοθεσία;».
Αναφέρθηκε στο συνωστισμό πρακτόρων στην Εντατική: «Ηταν εκεί όλων των εθνικοτήτων, ξανθοί, μελαχροινοί, Αγγλοι, Αμερικάνοι, ό,τι ήθελες έβλεπες εκεί μέσα. Ποιος τα είπε, ο Σάββας ή αυτοί που το φτιάξανε; Ο Σάββας δεν ήξερε τι λέει όχι μόνο στο νοσοκομείο, αλλά ούτε τρεις μήνες μετά στη φυλακή. Εγώ ερχόμουνα κι έκλαιγα. Σάββα τι λες, τι κάνεις και δίνεις συνεντεύξεις τέτοιου είδους στον Τριανταφυλλόπουλο; Η απάντησή του ήταν: τι είπα, τι έκανα;». Επίσης, στην παρεμπόδιση της ίδιας και της οικογένειάς του να τον επισκεφτούν: «Πηγαίναμε κάθε μέρα με μια εξουσιοδότηση για δικηγόρο, για να την υπογράψει, και δεν μας άφηναν να το δούμε. Ζητήσαμε να τον πάρουμε και να τον πάμε αλλού και δεν μας άφηναν. Ζήτησαν να το πάρουμε αίμα και να το στείλουμε στο εξωτερικό για εξετάσεις και δεν μας άφησαν». Αλλά και στην τρομοκρατία που βίωσε η ίδια εκείνη την περίοδο. Οταν απαγόρευαν στους φίλους της να κάνουν παρέα μαζί της, όταν δε μπορούσε να βρει δουλειά, όταν πήγαινε να πάρει ένα σπίτι και τρομοκρατούσαν τον ιδιοκτήτη να μη της το δώσει και έμεινε στο δρόμο. Τέλος, ήταν κατηγορηματική ότι ο Σάββας δεν ήταν καλά ούτε στη φυλακή, ούτε στο πρώτο δικαστήριο. Η κατάσταση της υγείας του είχε χειροτερέψει.
Η εισαγγελέας επανήλθε στις ίδιες ερωτήσεις και η κ. Ρομέρο ήταν ακόμη πιο σαφής στις απαντήσεις της: «Ημουν νεαρή την εποχή των παιδιών των λουλουδιών και θυμάμαι πως ήταν τα παιδιά που έπαιρναν ψυχοτρόπες ουσίες. Αυτό κατάλαβα αμέσως μόλις είδα το Σάββα. Ηταν χειρότερα απ’ ό,τι είδαμε τον Οτσαλάν στην τηλεόραση». Για την εισαγγελέα, όμως, απόδειξη του ότι ο Σάββας ήταν μια χαρά, είναι η συνέντευξη στον Τριανταφυλλόπουλο, στην οποία άκουσε το Σάββα να κάνει λογικούς συλλογισμούς!
Και οι υπόλοιπες ερωτήσεις από την έδρα ήταν στον ίδιο καμβά: Ο Σάββας είπε αυτά στον Τριανταφυλλόπουλο, ο Σάββας επαίνεσε το Ζερβομπεάκο, ο Σάββας ανέλαβε την ευθύνη για ενέργειες που παραδέχτηκε στις προανακριτικές καταθέσεις στους Διώτη-Σύρο, οι γιατροί είπαν ότι δεν του χορηγήθηκαν ψυχοφάρμακα κ.λπ. Οι απαντήσεις της Α. Ρομέρο δεν παρεξέκλιναν καθόλου από την αλήθεια που αυτή βίωσε: Αυτός που έβλεπα δεν ήταν ο Σάββας που ήξερα. Εγώ δεν ήρθα να σας πω ποια απ’ αυτά που είπε ο Σάββας ήταν αλήθεια και ποια όχι, γιατί δεν ξέρω. Εγώ ήρθα να σας πω αυτά που έβλεπα.
Αυτή είναι η ουσία του ζητήματος και σ’ αυτή εστιάστηκαν οι ερωτήσεις της υπεράσπισης (Γ. Γκουντούνας, Γ. Κούρτοβικ). Η κ. Ρομέρο είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που μπορούν να καταθέσουν και να περιγράψουν τα όσα είδαν και τα όσα κατάλαβαν από την επαφή τους με το Σάββα. Και αυτά περιέγραψε: την πλήρη απομόνωσή του, την απαγόρευση ακόμα και των επισκέψεων των συγγενών, την απαγόρευση σ’ αυτούς οποιασδήποτε συζήτησης σχετικά με την υπόθεση, τη στέρηση με το έτσι θέλω του νομικού συμπαραστάτη και τέλος την εικόνα ενός ανθρώπου βαρύτατα τραυματισμένου, με δεμένα μάτια, σχεδόν κουφού, δεμένου με ιμάντες σ’ ένα κρεβάτι, που συμπεριφέρεται σαν νήπιο, που έχει παραισθήσεις κ.λπ. Το ερώτημα προς το δικαστήριο είναι σαφές: Είναι νόμιμες καταθέσεις που δίνονται υπ’ αυτές τις συνθήκες; Συνιστά ή όχι βασανιστήριο η ανάκριση κρατούμενου υπ’ αυτές τις συνθήκες; Κι ακόμη: ποιος μπορεί να γνωρίζει τι απ’ αυτά που αναφέρονται σ’ αυτές τις καταθέσεις είναι αλήθεια και τι είναι ψέματα;