Με την έναρξη της συνεδρίασης, η Γ. Κούρτοβικ έθεσε προς το δικαστήριο ζήτημα απαξιωτικής συμπεριγφοράς του δικαστήριου προς τους δικηγόρους, διαμαρτυρόμενη έντονα για όσα έγιναν την περασμένη Παρασκευή. Ο πρόεδρος ξεπέρασε και πάλι το ζήτημα χωρίς να μπει στην ουσία, ενώ η εισαγγελέας δεν είπε λέξη για όσα περί παρακώλυσης της διαδικασίας είχε ισχυριστεί.
Η δίκη συνεχίστηκε με καταθέσεις ΜΑΤάδων που είχαν τραυματιστεί από την έκρηξη στο «Κάραβελ». Αυτή τη φορά ήρθαν καλά δασκαλεμένοι από τους δικηγόρους τους, για να μην επαναλάβουν τη γκάφα του συναδέλφου τους, που θεώρησε δικαιολογημένη τη δολοφονία του Καλτεζά, επειδή φορούσε φουλάρι. Ετσι, όταν οι ερωτήσεις της υπεράσπισης έφταναν στα ονόματα Καλτεζάς και Μελίστας, πάθαιναν μια ξαφνική αμνησία.
Ο πρόεδρος τήρησε πιστά την τακτική της αποστασιοποίησης από την πολιτική ουσία της υπόθεσης και απαγόρευσε κάθε ερώτηση της πολιτικής αγωγής, που αναζητούσε ονόματα δραστών στις προανακριτικές «ομολογίες» που έχουν προσβληθεί ως προϊόν βασανιστηρίων. Η εισαγγελέας, όμως, φρόντιζε να υποβάλει στους μάρτυρες απαντήσεις για την ανθρωποκτόνο πρόθεση της έκρηξης. Εκπληκτικής πολιτικής σύλληψης ήταν μια απ’ αυτές τις παρεμβάσεις της, στην οποία οδήγησε το μάρτυρα να βγάλει το συμπέρασμα ότι υπήρχε ανθρωποκτόνος πρόθεση, επειδή στην προκήρυξη της 17Ν γινόταν λόγος περί λαϊκής βίας. Η ρελάνς ήρθε από τον συνήγορο Γ. Γκουντούνα, που ρώτησε τον μάρτυρα, αν στο πλαίσιο της καθεστωτικής βίας που ασκούν τα ΜΑΤ έχουν πρόθεση να σκοτώσουν κάθε φορά που ανεβοκατεβάζουν τα γκλομπ σε κεφάλια διαδηλωτών. Ο μάρτυρας, φυσικά, απάντησε αρνητικά και έτσι ο συλλογισμός της εισαγγελέα κατέρρευσε ως ένα φτηνιάρικο σόφισμα.
Η ίδια αμηχανία επικράτησε και σε άλλη σειρά ερωτήσεων-συλλογισμών του ίδιου συνήγορου, ο οποίος έφερε το παράδειγμα των μαχητών της ελευθερίας στο Ιράκ: Εκεί βάζουν μια βόμβα και σκοτώνουν δεκάδες αστυνομικούς κάθε φορά. Αν, λοιπόν, η 17Ν ήθελε να τους «ξεπαστρέψει» όλους, όπως ισχυρίστηκε ένας μάρτυρας ΜΑΤάς, δεν θα μπορούσε να το πετύχει; Και βέβαια, πλήρη αμνησία δήλωναν οι μάρτυρες στην ανάγνωση αποσπασμάτων από εφημερίδες της εποχής, που έκαναν λόγο για την αγριότητα της συγκεκριμένης διμοιρίας των ΜΑΤ κατά την επιχείρηση εισβολής στο Χημείο και κατά τις συγκρούσεις τη μέρα που ήρθε στην Ελλάδα ο Λεπέν. Από ένα σημείο και μετά ο πρόεδρος άρχισε να απαγορεύει τις σχετικές ερωτήσεις, γεγονός που προκάλεσε την παρέμβαση του Δ. Κουφοντίνα, ο οποίος, χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του, είπε στον πρόεδρο ότι η ερώτηση έχει νόημα, γιατί η οργάνωση έχει εξηγήσει άλλη φορά ότι θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη έκρηξη και να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά, βάζοντας για παράδειγμα βίδες.
Αλλος ΜΑΤάς, σε μια στιγμή έντασης, γύρισε στο Δ. Κουφοντίνα, που κάτι είπε, και του είπε: «Σταμάτα εσύ κύριε τρομοκράτη». Οταν, όμως, η Γ. Κούρτοβικ τον ρώτησε να της πει τι σημαίνει τρομοκράτης, πετάχτηκε η πολιτική αγωγή και ζήτησε να απαγορευθεί η ερώτηση. Μετά πολλών βασάνων ο ΜΑΤάς απάντησε ότι «τρομοκράτης είναι όποιος ενσπείρει τρόμο και ανησυχία» («στους καπιταλιστές και τα όργανά τους», φώναξε σε έντονο ύφος ο Δ. Κουφοντίνας), όταν όμως ακολούθησε μια σειρά ερωτήσεων από τη συνήγορο, σχετικές με την κρατική τρομοκρατία, ο μάρτυρας, με την προτροπή και του προέδρου που έλεγε διαρκώς «μην απαντάτε», κατάπιε τη γλώσσα του.
Γενικά, και από τον πρόεδρο και από την πολιτική αγωγή (πετάγονταν σαν κοκοράκια οι δυο συνήγοροι και διέκοπταν τους υπερασπιστές) καταβλήθηκε προσπάθεια να μην υπάρξει αναπαράσταση της εποχής και του κλίματος μέσα στο οποίο έγινε η συγκεκριμένη ενέργεια της 17Ν. Αυτό, όμως, δεν επιτεύχθηκε. Με ερωτήσεις και με χρήση εφημερίδων της εποχής, στις οποίες κυριαρχούσε το όργιο της αστυνομικής τρομοκρατίας, φάνηκε καθαρά ότι η συγκεκριμένη ενέργεια δεν ήταν «τυφλή τρομοκρατία», αλλά ενέργεια στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού πολέμου.