Οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης συνεχίστηκε με τους υπερασπιστές του Πάτροκλου Τσελέντη. Ο Βασίλης Κουνέλης, που ξεκίνησε, διευκρίνισε εισαγωγικά ότι θα μεταφέρει τις απόψεις Τσελέντη και όχι τις προσωπικές του απόψεις. Ετσι αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως υπερασπιστής και αυτό του ζήτησε ο εντολέας του. Αναφέρθηκε καταρχάς στο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα την εποχή της μεταπολίτευσης, όταν ο Τσελέντης εντάχτηκε στη 17Ν, για να προχωρήσει στη συνέχεια σε μια έκθεση των απόψεων του Τσελέντη για την αποτυχία και τα αδιέξοδα της Οργάνωσης, που οδήγησαν τον ίδιο στην αποχώρηση και τη μετάνοια. Ηταν μια αξιοπρεπέστατη αγόρευση, η οποία δεν έθιξε κανένα συγκατηγορούμενο του Τσελέντη.
Ο Θωμάς Παπαγιάννης, ο πρώτος συνήγορος του Τσελέντη, ασχολήθηκε κυρίως με τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο Τσελέντης και προσπάθησε να αποδείξει ότι αυτός είναι ειλικρινής σε ό,τι λέει. Οπως είπε, ο Τσελέντης δεν ενδιαφέρεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά μέσω του δικαστηρίου ζητά την επιείκεια και τη συγνώμη της κοινωνίας.
Φυσικά, δεν περιμέναμε από τους συνηγόρους (αυτό θα ήταν ενάντια στα καθήκοντά τους, όπως αυτά ορίζονται από τον Κώδικα περί δικηγόρων) να αναφερθούν στις κραυγαλέες αντιφάσεις που περιλαμβάνουν οι τοποθετήσεις του Τσελέντη. Στα ψέματα που αυτός έχει πει, προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Υπεύθυνος για τη γραμμή είναι ο κατηγορούμενος και όχι οι δικηγόροι του και αυτό ισχύει για όλους.
Ο Αριστείδης Οικονομίδης χαρακτήρισε τους κατηγορούμενος θύματα μιας κατάστασης βίας που χαρακτηρίζει τον κόσμο, ένα κόσμο διαιρεμένο σε τάξεις, σε πλούσιους και φτωχούς, σε πατρίκιους και πληβείους, έναν κόσμο παράφρονα. Αναφέρθηκε αναλυτικά στις ανισότητες και τη βία που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο. Τρομοκράτες χαρακτηρίζονται –είπε- οι Παλαιστίνιοι που στενάζουν 60 χρόνια κάτω από τη μπότα και ανατινάζονται παίρνοντας μαζί τους τα νιάτα τους και κάποιους άλλους, ενώ εκείνοι που βομβαρδίζουν χώρες και λαοί τιμούνται με Νόμπελ Ειρήνης. Εάν δεν εξαλειφθούν οι ανισότητες, δε μπορεί να εξαλειφθεί η βία, κατέληξε ο συνήγορος, για να ερμηνεύσει την ένταξη του νεαρού επαναστάτη Τσελέντη στη 17Ν, διευκρινίζοντας ότι δεν παρασύρθηκε από τον Κουφοντίνα ή κανέναν άλλο, αλλά ότι αυτή η ένταξη ήρθε ύστερα από δική του παρόρμηση. Το ίδιο προσωπική ήταν και η επιλογή της αποχώρησής του από την Οργάνωση, η μετάνοια και η συντριβή.
Σε νομικό επίπεδο, η υπεράσπιση Τσελέντη δεν διαφώνησε με τον καταλογισμό της ενοχής στις διάφορες πράξεις για τις οποίες πρωτοδίκως καταδικάστηκε. Εριξε το βάρος στη διεκδίκηση περισσότερων ελαφρυντικών (πρωτοδίκως του έχει αναγνωριστεί η ειλικρινής μεταμέλεια και ζητήθηκαν τα ελαφρυντικά των μη ταπεινών ελατηρίων, της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς κ.λπ.), ώστε να μειωθεί η ποινή του κάτω από τα 25 χρόνια. Με ένα ελαφρυντικό ακόμα αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί. Μένει να δούμε αν αυτό θα αποτυπωθεί στην απόφαση του έκτακτου τρομοδικείου.
Ακολούθησαν οι υπερασπιστές του Βασίλη Ξηρού, με πρώτο τον Δημήτρη Λούβρη, που ευθύς εξαρχής χαρακτήρισε εσφαλμένη την εισαγγελική πρόταση, και κατά το γενικό της μέρος και κατά το ειδικό της μέρος που αφορά τον Β. Ξηρό. Η εισαγγελική πρόταση –είπε- είναι ένα λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από μια συγκεκριμένη λογική επεξεργασία που στηρίζεται σε εσφαλμένα δεδομένα. Στο πρώτο σκέλος της αγόρευσής του ο συνήγορος στράφηκε ενάντια στις αποφάσεις με τις οποίες το δικαστήριο απέρριψε όλες τις ενστάσεις της υπεράσπισης, αντιγράφοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστήριου. Εστρεψε τα βέλη του ενάντια στον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος φέρνει νέα ήθη, νέες αντιλήψεις στο Δίκαιο, προσπαθεί να επιβάλει ένα Μεσαίωνα. Εφευρέθηκε ο αόριστος όρος «τρομοκρατία», για να πολεμηθούν όλοι οι αντίπαλοι του συστήματος, όπως είχε γίνει και την περίοδο που διώκονταν και εξοντώνονταν οι αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΔΣΕ καθώς και τα μέλη και στελέχη του παράνομου ΚΚΕ. Ο ιστορικός του μέλλοντος –κατέληξε ο συνήγορος- θα αποτιμήσει αυτή τη δίκη ως μια σημαντική πολιτική δίκη, γιατί τέτοια είναι.
Το δεύτερο θέμα που επεσήμανε ο Δ. Λούβρης ως εσφαλμένη βάση της εισαγγελικής πρότασης, είναι πως οργανώθηκε μια δίκη ομολογιών και όχι δίκη μαρτύρων. Ομολογιών που πάρθηκαν με παράνομους τρόπους, που συνιστούν βασανιστήριο. Με πρώτες και καλύτερες τις ομολογίες του Σάββα στον «Ευαγγελισμό», με τις οποίες ο συνήγορος ασχολήθηκε επί μακρόν. Περνώντας στον Βασίλη, ο συνήγορος απαρίθμησε όλες τις παρανομίες που συνόδευσαν τη σύλληψή του: παράνομη σύλληψη χωρίς ένταλμα, απαγόρευση επικοινωνίας με συνήγορο, παράνομη κράτηση, στέρηση ύπνου, ψυχολογική πίεση. Ολα αυτά δημιουργούν ένα μελανό σημείο για το κράτος δικαίου. Στη συνέχεια: Απολογία στον ανακριτή με την παρουσία πάνοπλων μασκοφόρων αστυνομικών. Στην πραγματικότητα, η προδικασία για τον Βασίλη τελείωσε με τη μαρτυρική του κατάθεση στην Ασφάλεια. Η προανακριτική του απολογία αποτελεί κατά λέξη αντιγραφή αυτής της μαρτυρικής κατάθεσης.
Στη συνέχεια ο Δ. Λούβρης άρχισε να εξετάζει μία προς μία τις κατηγορίες κατά του Β. Ξηρού. Για τη ρουκέτα κατά της αμερικάνικης πρεσβείας επικαλέστηκε τη μαρτυρία του Κονδύλη, ότι δεν υπήρχε εκεί Βασίλης. Για τη ρουκέτα κατά της οικίας του γερμανού πρέσβη επικαλέστηκε την προκήρυξη της 17Ν, την τοποθέτηση του Σάββα στο πρωτόδικο και την τοποθέτηση του Κουφοντίνα σ’ αυτή τη δίκη, που αποδεικνύουν ότι η 17Ν δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον πρέσβη (δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να το πει η Οργάνωση), αλλά να χτυπήσει το σπίτι του ως σύμβολο. Η έλλειψη ανθρωποκτόνου πρόθεσης φαίνεται και από τις καταθέσεις των δυο αυτοπτών μαρτύρων. Ο οδηγός του πρέσβη κατέθεσε πως ο ίδιος του είχε πει πως δεν είχαν πρόθεση να χτυπήσουν τον ίδιο, αλλά να χτυπήσουν το σπίτι συμβολικά. «Αν ήθελαν να με σκοτώσουν –του είχε πει ο πρέσβης- μπορούσαν να με χτυπήσουν στο δρόμο», γιατί ο πρέσβης καθημερινά έβγαζε το σκύλο του βόλτα, ενώ πολλές φορές κυκλοφορούσε μόνος του με το αυτοκίνητο, χωρίς συνοδεία.
Για την υπόθεση Σόντερς ο συνήγορος υποστήριξε πως ακόμα και με βάση τις προανακριτικές δεν προκύπτει αιτιώδης συνάφεια της όποιας συμμετοχής του Β. Ξηρού (ότι άφησε κάπου ένα φορτηγάκι και έφυγε) με την ενέργεια και γι’ αυτό δεν πρέπει να καταδικαστεί.
Ο Δ. Λούβρης αναφέρθηκε στην αποδιδόμενη στον Β. Ξηρό συμμετοχή σε μερικές ληστείες, η οποία δεν προέκυψε από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Στον ΟΤΕ Πειραιά που ένας τον «αναγνώρισε», η αναγνώριση είναι βουτηγμένη στις αντιφάσεις, στηρίζεται σε «προϊούσα μνήμη» και δείχνει ότι είναι προϊόν του κλίματος της τρομοϋστερίας του 2002. Οσοι προχωρούν σε αναγνωρίσεις πηγαίνουν στον ειδικό εφέτη ανακριτή και καταθέτουν πράγματα διαφορετικά από αυτά που είχαν καταθέσει προανακριτικά, αμέσως μετά το συμβάν στο οποίο ήταν μάρτυρες.
Ακόμα χειρότερα για την κατηγορία είναι τα πράγματα στην περίπτωση μιας σειράς εκρήξεων. Κανένα άλλο στοιχείο δεν υπάρχει για τον Βασίλη (ο Σάββας δεν τον αναφέρει πουθενά), πλην των αναφορών στη δική του προανακριτική. Έρεται, δηλαδή, να αυτοενοχοποιείται και σ’ αυτό αποκλειστικά στηρίχτηκε η πρωτόδικη απόφαση, η οποία, επειδή δεν έχει κανένα στοιχείο, με στερεοτυπικό τρόπο αποδίδει στον Βασίλη την ίδια μορφή συμμετοχής (απλή συνέργεια) σε όλες τις εκρήξεις.
Για το τέλος ο Δ. Λούβρης άφησε την υπόθεση Περατικού, πιάνοντας έναν-έναν τους ψευδομάρτυρες «αναγνωριστές» και καταδεικνύοντας τις αντιφάσεις του. Για παράδειγμα, ο Αβδούλος, κατέθεσε στον ανακριτή ότι αναγνώρισε τον Βασίλη όταν τον είδε στην τηλεόραση, μαζί με τον παπα-Τριαντάφυλλο, να επισκέπτονται το Σάββα στον «Ευαγγελισμό». Πράγμα που είναι ψευδές, γιατί ο Βασίλης ουδέποτε ήρθε στην Αθήνα για να δει το Σάββα μαζί με άλλα μέλη της πολυπληθούς οικογένειας Ξηρού. Ο ίδιος μάρτυρας ήρθε στο δικαστήριο και παραδέχτηκε ότι «αναγνώρισε» τον Βασίλη όταν του είπαν ότι αυτός έχει ομολογήσει τη συμμετοχή του! Για να προσδώσει, μάλιστα, αξιοπιστία στην «αναγνώριση» αναφέρει ότι είδε τρία άτομα να βαδίζουν στο δρόμο, ενώ όλοι οι άλλοι αυτόπτες μάρτυρες έχουν καταθέσει ότι δύο άτομα πλησίασαν τον Περατικό, ενώ ο τρίτος τους περίμενε ως οδηγός στο βανάκι για να φύγουν! Με τον ίδιο εξονυχιστικό και διεισδυτικό τρόπο ο συνήγορος ασχολήθηκε με όλους τους «αναγνωριστές», τους οποίους επικαλέστηκε η εισαγγελική πρόταση, αποδεικνύοντας –με βάση το υλικό της ακροαματικής διαδικασίας- ότι είναι οι μόνοι που έρχονται σε αντίθεση με εκείνους τους αυτόπτες μάρτυρες που ήταν πιο κοντά στο συμβάν και οι οποίοι κάνουν λίγο ως πολύ την ίδια περιγραφή. Υπήρξε, για παράδειγμα, άλλος «αναγνωριστής» (ο Μπούας) που στο πρωτόδικο «θυμήθηκε» τον Βασίλη ως το άτομο που πυροβόλησε τον Περατικό, ενώ τον Σάββα δεν τον είχε δει, διότι τον έκρυβαν κάτι κολόνες. Στο δευτεροβάθμιο έκανε στροφή 180ο, επειδή στο μεταξύ έχει μεσολαβήσει η απόφαση: αναγνωρίζει το Σάββα ως δράστη, ενώ τον Βασίλη δεν τον είδε, γιατί τον έκρυβαν οι κολόνες! Παρά ταύτα, τον θυμάται από το… χορευτικό βάδισμα!!! Αλήθεια, στον ανακριτή του πήγαν τον Βασίλη και τον έβαλαν να περπατήσει για να θυμηθεί το βάδισμα, όταν δεν θυμάται και δεν μπορεί να περιγράψει κανένα χαρακτηριστικό του προσώπου του; Άλλος μάρτυρας κατέθεσε πως είδε μόνο ένα σωματότυπο, έναν ψηλό, αδύνατο, με καπέλο και γυαλιά. Δέκα άτομα να του έδειχναν μ’ αυτό το σωματότυπο, θα μπορούσαν να είναι και οι δέκα. Ομως –εδώ είναι όλο το ζουμί- όταν σου δείχνουν έναν άνθρωπο με τέτοιο σωματότυπο και σου λένε «αυτός έχει ομολογήσει», τότε τον αναγνωρίζεις!
Ογδόντα εννέα μάρτυρες είχαν καταθέσει προανακριτικά για την υπόθεση Περατικού. Εισιτήριο για το πρωτοβάθμια δικαστήριο πήραν μόνο όσοι δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν τον Βασίλη Ξηρό. Δεν κλήθηκαν όλιο ιοι ουσιώδεις μάρτυρες, όπως απαιτεί ο νόμος, αλλά μόνο οι αναγνωριστές. Με ποια κριτήρια, όμως, κάποιοι κρίθηκαν ουσιώδεις και κάποιοι μη ουσιώδεις; Την προσωπικότητα του Β. Ξηρού δεν την έχει γνωρίσει το δικαστήριο, κατέληξε ο συνήγορος. Είναι ένας κλειστός άνθρωπος και πλην ενός μικρού κύκλου επικοινωνεί με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω της ζωγραφικής του. Ολοκλήρωσε την αγόρευσή του με τα λόγια κάποιων φίλων του, που κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, ζωγραφίζοντας το φίλο τους με λόγια τρυφερότητας που ανέδιδαν ένα άρωμα παιδικής αφέλειας. Κάλεσε τους δικαστές να μείνουν μακριά από το κλίμα τρομοϋστερίας και διαπόμπευσης των κατηγορούμενων. Ως συνήγορος –είπε- θα σας ζητήσω να κρίνετε δίκαια τον Βασίλη Ξηρό. Ως πολίτης, θα σας ζητήσω να αποκαταστήσετε την τάξη και την δικαιική ειρήνη.
Ηταν μια λεπτοδουλεμένη αγόρευση αυτή του Δ. Λούβρη. Ειδικά στα όσα αφορούν την υπόθεση Περατικού. Δυστυχώς, το ρεπορτάζ δε μπορεί να την καταγράψει με πληρότητα. Ενα «άρωμά» της μπορεί να δώσει μόνο. Αναζητήστε το πλήρες κείμενο από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά στην ιστοσελίδα μας (www.eksegersi.gr).