«Κύριε Πρόεδρε , η δήλωση που έκανα πιο πριν ήταν η τελευταία σ’ αυτή την αίθουσα. Εδώ για μένα αυτή η δίκη τελείωσε, η διαδικασία ολοκληρώθηκε. Δεν με ενδιαφέρει η απόφασή σας και δεν με αφορά. Δεν με ενδιαφέρει τι λέει το δίκαιο και η δικονομία σας, δεν έχει καμία σημασία για μένα. Αλλωστε μας αποδείξατε ότι δεν έχει ούτε για σας. Θέλω να πω στους συνηγόρους μου, ιδίως στη Γιάννα Κούρτοβικ, που στάθηκε δίπλα μου από την πρώτη στιγμή δίνοντας σκληρές μάχες, ότι εξακολουθούν να έχουν την εμπιστοσύνη μου. Ομως η παρουσία μας σ’ αυτή τη δίκη εδώ τελείωσε. Δεν θέλω να αγορεύσουν για μένα, δεν έχω τίποτε άλλο να πω και τίποτε να ζητήσω από το δικαστήριο. Θα τους ζητήσω όμως ακόμη, να μην επιτρέψουν το διορισμό συνηγόρων από το δικαστήριο και να μη δώσουν το δικαίωμα σε κανέναν αχυράνθρωπο να με εκπροσωπεί σ’ αυτό το δικαστήριο. Τέλος θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους και συντρόφους που ήρθαν εδώ σήμερα σ’ αυτό το δικαστήριο».
Μ’ αυτά τα λόγια, ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποχώρησε από το έκτακτο τρομοδικείο του Κορυδαλλού. Περήφανος, στηρός, με ψηλά το κεφάλι, όπως τον γνωρίσαμε όλοι από τη στιγμή της σύλληψής του. Είχε προηγηθεί ένα σαραντάλεπτο «κατηγορώ», αντί για απολογία. Γιατί οι επαναστάτες δεν απολογούνται στα ταξικά δικαστήρια της αστικής τάξης. Απολογούνται μόνο στο λαό και την Ιστορία.
Ολόκληρο το κείμενο αυτής της τελευταίας τοποθέτησης του Δ. Κουφοντίνα δημοσιεύεται σ’ αυτό το τετρασέλιδο αφιέρωμα. Είναι ένα κείμενο λιτό και ταυτόχρονα μεστό, που αγκαλιάζει το χτες και το σήμερα και οραματίζεται το αύριο. Το αύριο της κοινωνικής απελευθέρωσης, που θα προκύψει μέσα από μια πραγματική λαϊκή επανάσταση. Ενα κείμενο με αναφορές στον Τσε και τη Ρόζα (στην επέτειο της δολοφονίας της μάλιστα), τον Αρη και το Μακρυγιάννη, τον ΕΛΑΣ και το ΔΣΕ, την Παλαιστινιακή, την Ιρακινή και τη Λιβανέζικη Αντίσταση, τα αντάρτικα και τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Ενα κείμενο στο οποίο αποτυπώθηκε η αγωνία του επαναστάτη όχι για την προσωπική του τύχη (για μια φορά ακόμη το ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής: «Δεν ζήτησα και δεν ζητώ τίποτε από το δικαστήριό σας. Δεν με ενδιαφέρει η απόφασή σας για μένα και το δήλωσα από την πρώτη στιγμή της δίκης»), αλλά για την πορεία της επανάστασης, για το δύσβατο δρόμο μέσα από τον οποίο θα περάσει «η έφοδος στους ουρανούς».
Αν εξαιρέσουμε την εισαγγελέα, που για μια φορά ακόμη αντέδρασε σχεδόν υστερικά, το δικαστήριο αντιμετώπισε τον Δ. Κουφοντίνα με το σεβασμό που αρμόζει στον πολιτικό αντίπαλο. Ο πρόεδρος απέφυγε εντελώς τις υστερίες και δεν δοκίμασε να εκκενώσει την αίθουσα από τον κόσμο που ξέσπασε σε χειροκροτήματα και συνθήματα. Σιωπηλοί και χωρίς προκλήσεις έμειναν και οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής, που ύστερα από καιρό ξαναβρέθηκαν στη δίκη (Αναγνωστόπουλος, Τσόλκα, Κατσαντώνης, Λυκουρέζος, Λίβος, Τζαννετής κ.ά.).
Κατάμεστα τα έδρανα των δικηγόρων υπεράσπισης, ενώ στο ακροατήριο ξεχώριζαν δυο σεμνές μορφές. Ο Χρήστος Τσιγαρίδας, που τον είδαμε κατασυγκινημένο, να προσπαθεί με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυά του, και ο καθηγητής Κώστας Μπέης, ένας άνθρωπος που έχει εκφραστεί δημόσια (σε άρθρα του στην «Ελευθεροτυπία» με θετικό τρόπο για την προσωπικότητα του Κουφοντίνα, ενώ λίγο πριν την έναρξη της τοποθέτησής του πέρασε στα έδρανα των συνηγόρων υπεράσπισης, χαιρέτισε τον Κουφοντίνα και είχε μια σύντομη συνομιλία μαζί του.
Οπως ξεκαθαρίστηκε μετά την αποχώρηση Κουφοντίνα, οι συνήγοροί του Γ. Κούρτοβικ και Β. Καρύδης θα εξακολουθήσουν να τον εκπροσωπούν με τυπική και μόνο παρουσία στη δίκη.
Το «κατηγορώ» του Δημήτρη Κουφοντίνα
«Οτι αρχή και τέλος παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν το μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά» ( σ.σ. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα)
Δεν παίρνω το λόγο για να απολογηθώ. Δεν έχω τίποτε και για τίποτε να απολογηθώ σε σας. Δεν ζήτησα και δεν ζητώ τίποτε από το δικαστήριό σας. Δεν με ενδιαφέρει η απόφασή σας για μένα και το δήλωσα από την πρώτη στιγμή της δίκης. Δεν διάβηκα την πόρτα της Ασφάλειας για να τεθώ στην κρίση σας. Ούτε για να θέσω στην κρίση σας την ιστορία της Οργάνωσης. Δεν μπορεί ένα ταξικό δικαστήριο, πολύ περισσότερο ένα ειδικό δικαστήριο σαν το δικό σας, να κρινει τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν μπορεί να δικάσει ένα ιστορικό φαινόμενο.
Η πάλη των τάξεων κρίνεται αλλού και η Ιστορία βγάζει τις δικές της αποφάσεις. Η δίκη αυτή είναι δίκη του ταξικού αντιπάλου. Θα με δικάσετε και καταδικάσετε σαν ταξικό αντίπαλο, για όσα εγώ εκπροσωπώ στην αίθουσα αυτή. Θα γράψετε κι εσείς σελίδες ολόκληρες πασχίζοντας να δικαιολογήσετε ηθικά και πολιτικά την απόφασή σας, όπως έκανε και το πρωτόδικο, ό,τι τότε οι δημοσιογράφοι χαρακτήρισαν προκήρυξη της καθεστηκυίας τάξεως.
Και μαζί με εμένα θα δικάσετε τυφλά και όλους όσοι έπεσαν στα δίχτυα εκείνης της τρομερής επιχείρησης που στήθηκε το καλοκαίρι του 2002. Αποτελείτε ένα ειδικό δικαστήριο επιλεγμένων δικαστών, εξοπλισμένο με την έκτακτη νομοθεσία και τη μεθοδολογία εκτάκτων στρατοδικείων, που επιστρατεύει πάντοτε η εξουσία όταν βρίσκεται σε κρίση.
Αυτή είναι μια πολιτική δίκη. Δικάζετε τη 17 Νοέμβρη, την Οργάνωση που αμφισβήτησε ένοπλα το πολιτικό σύστημα σε όλο το εύρος του μετώπου. Που καταρράκωσε το κύρος της πολιτικής εξουσίας που εσείς στηρίζετε, που αμφισβήτησε το μονοπώλιο της κρατικής βίας. Αυτή είναι μια δίκη όπου δεν αρκεί η συντριβή του κατηγορουμένου, αλλά και των αξιών στο όνομα των οποίων πάλεψε. Για να καταδειχθεί η δήθεν ανωτερότητα των κυρίαρχων αξιών, για να σταλεί στους υπηκόους το μήνυμα ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη και όποιος αντιστέκεται θα εξοντωθεί.
Στη δίκη αυτή, χωρίς να τηρούνται καν τα προσχήματα, υποτάχθηκε το δίκαιο στη σκοπιμότητα, εξευτελίστηκε στο όνομα του κρατικού συμφέροντος η διαδικασία, περιφρονήθηκε επιδεικτικά η διερεύνηση της αλήθειας, καταπατήθηκαν όλα εκείνα που κομψά λέγονται τεκμήριο αθωότητας, αποδεικτικοί κανόνες, βάρος της απόδειξης, δικαιώματα του κατηγορουμένου, δικονομική τάξη και άλλα τέτοια ηχηρά. Ευτελίστηκε αυτό που λέγεται αξιοπρέπεια των δικαστών. Ακόμη και μεγάλες εφημερίδες μίλησαν για δίκη παρωδία.
Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια παρωδία. Αυτή η υπόθεση από τις 29 Ιουνίου μέχρι σήμερα αποτελεί ένα τεράστιο πολιτικό, νομικό και δικαστικό σκάνδαλο, όπου καταστρατηγήθηκαν δικαιώματα και ελευθερίες, καταπατήθηκε η ίδια η εξουσιαστική νομιμότητα, το ίδιο το Σύνταγμα, κατακουρελιάστηκε ο ίδιος ο περίφημος νομικός πολιτισμός σας. Και κάθε δικαστική βαθμίδα εντέλλεται να επικυρώσει και να νομιμοποιήσει αδιακρίτως και οπωσδήποτε όλες τις παραβιάσεις που έχουν συντελεστεί από την προδικασία μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα, το δικαστήριό σας επικύρωσε όλες τις προανακριτικές προϊόντα βασανιστηρίων στην εντατική του Ευαγγελισμού, τη στιγμή που για τις βαριές καταδίκες θα αρκούσε η ανακριτική, αποτέλεσμα των βασανιστηρίων, όπου τηρήθηκαν κάποια προσχήματα νομιμότητας. Ομως, όχι, έπρεπε να νομιμοποιηθούν τα πάντα, έπρεπε να νομιμοποιηθεί και αυτή η έσχατη κατάπτωση της αστικής νομιμότητας. Βλέπετε, η υπόθεση αυτή έπρεπε, εκτός από όσα ανέφερα πιο πριν, να επιτελέσει μια επιπλέον σημαντική λειτουργία: να συμβάλει στην εναρμόνιση του νομικού πλαισίου με τις ανάγκες της νέας ολοκληρωτικής μορφής του καπιταλισμού.
Στις νέες συνθήκες της εργασιακής και κοινωνικής ανασφάλειας απαιτείται ένας επανακαθορισμός της νομιμότητας, μια μονιμοποίηση των εκτάκτων μέτρων. Στον νέου τύπου εργασιακό μεσαίωνα των ευέλικτων, πρόσκαιρων, άτυπων μορφών εργασίας και του κοινωνικού- εργασιακού αποκλεισμού αντιστοιχεί ένας νέου τύπου νομικός μεσαίωνας.
Στη δίκη αυτή δεν έγιναν απλώς βήματα, συντελέστηκαν άλματα προς τα πίσω. Το πρώτο δικαστήριο είχε να αντιστοιχίσει σώνει και καλά κατηγορούμενους με ενέργειες. Δε δίστασε γι’ αυτό να στηριχτεί σε κραυγαλέες ψευδομαρτυρίες, σε κατασκευασμένα σενάρια, στην ιδιοτελή συνεργασία των προθύμων βοηθών εισαγγελέα. Αυτό εδώ το δικαστήριο είναι φανερό ότι δε μπορεί ή δεν θέλει να κάνει τίποτ’ άλλο από την πάση θυσία επιβεβαίωση των αποφάσεων της πρώτης δίκης. Εχετε να δικάσετε με ένα παράλογο και αντιφατικό κατηγορητήριο, να επιβεβαιώσετε πράγματα που δεν θα μπορούσαν με τον τρόπο που περιγράφονται να έχουν γίνει. Πράγματα αυτονόητα για όλους, η κοινή λογική, φαίνεται να μην ισχύουν για σας.
Το ξαναείπα στη δίκη, δεν θα μπορούσαν άπραγα παιδιά να συμμετέχουν σε κρίσιμες ενέργειες. Δεν θα μπορούσαν νεομύητα μέλη να διαδραματίσουν ρόλους κλειδί. Δεν θα μπορούσε κάποιος να βρίσκεται ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη. Σε μια επαναστατική οργάνωση κανείς δεν διατάζει κανέναν και κανείς δεν δέχεται εντολές για ό,τι είναι κρίσιμη απόφαση για την επαναστατική δράση όπου επέλεξε να συμμετάσχει.
Εχει στηριχθεί η κατηγορία σε αυτά τα τετράδια και τα κωδικά ονόματα. Ομως είναι γνωστό, ότι ψευδώνυμα και κωδικά ονόματα χρησιμοποιούνται από τις παράνομες οργανώσεις για να διασφαλιστεί η μυστικότητα τόσο προς τα έξω όσο και στο εσωτερικό της οργάνωσης. Οτι αυτά αλλάζουν ή εναλλάσσονται ή σχετίζονται με συγκεκριμένες λειτουργίες και όχι με συγκεκριμένα πρόσωπα. Οτι το ίδιο άτομο μπορεί να έχει ταυτόχρονα διαφορετικά ονόματα ή το ίδιο όνομα να λαμβάνουν διαφορετικά πρόσωπα. Αυτά είναι πολύ γνωστά πράγματα. Τα συμπεράσματα που βγάζει η πρωτόδικη απόφαση είναι πέρα για πέρα λανθασμένα, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και υπάρχει πλήρης σύγχιση.
Δεν ήρθα εδώ γιατί πίστεψα ότι θα μπορούσε κάποιο δικαστήριο να κάνει κάτι διαφορετικό από το πρώτο. Σ΄αυτόν τον τόπο όμως υπήρξαν δικαστές που έμειναν στην Ιστορία. Πρόσφατα, για παράδειγμα, ο ΔΣΑ τίμησε τον δικαστή Παύλο Δελαπόρτα. Νομίζετε ότι θα τιμήσει ποτέ κανείς τον βασανιστή εισαγγελέα Διώτη; Ούτε καν οι εντολείς του, που περιορίστηκαν να του κρεμάσουν ένα ντενεκεδάκι στο πέτο και αυτός ο υποτελής καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι.
Δεν πρόκειται εδώ για μια συνηθισμένη δίκη. Εδώ αντιπαρατάσσονται εκπρόσωποι από τις δύο Ελλάδες, από τα δύο σώματα της διχασμένης Ελλάδας. Ποτέ άλλοτε σε μια αίθουσα δικαστηρίου δεν συνασπίστηκαν τόσος πλούτος, τόση ισχύς, απέναντι σε μια χούφτα ανθρώπους από τα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα. Τρεις μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ Μεγάλη Βρετανία, Τουρκία, μαζί με τις ισχυρότερες πολιτικά και οικονομικά οικογένειες της χώρας, θέλουν να τους καταδικάσουν με βαριές ποινές ως μέλη της 17Ν, αδιαφορώντας για τα πραγματικά περιστατικά. Τους αρκεί, όπως δήλωσε κυνικά ο εκπρόσωπος των Αμερικανών, να υπάρξουν οι πιο βαριές ποινές.
Με καλείτε να απολογηθώ. Δεν ξέρω ποιος θα έπρεπε να απολογηθεί εδώ μέσα. Αυτοί που αντιστάθηκαν με τα μέσα της παράδοσης των κινημάτων, είτε αυτά των μαζικών αγώνων των δρόμων, είτε αυτά της ένοπλης παράδοσης; Ή μήπως αυτοί που αποτελούν θανάσιμη και εφιαλτική απειλή για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο υπ’ αριθμόν ένα τρομοκράτης του πλανήτη, με τις συνεχείς πολεμικές επεμβάσεις, υπεύθυνος για το μεγαλύτερο έγκλημα, τις μαζικές σφαγές αμάχων; Ή οι υπεύθυνοι για τα εκατομμύρια των θανάτων από τους άλλους, τους πιο αθόρυβους αλλά πιο δολοφονικούς πολέμους, τον οικονομικό πόλεμο που αφαιμάσει ολόκληρο τον πλανήτη και τον πόλεμο στο περιβάλλον που επιφέρει μη αναστρέψιμες οικολογικές καταστροφές;
Ο ελληνικός λαός δεν ξεχνά τα τόσα δεινά στα οποία τον υπέβαλαν οι ΗΠΑ και ο πιστός και περισσότερο ίσως κυνικός ακόλουθός τους, η Μεγάλη Βρετανία. ‘Η ακόμη να αγνοήσει την επιθετική και επεκτατική πολιτική του στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας. Υπάρχουν οι μνήμες του Δεκέμβρη, των ναπάλμ κατά του Δημοκρατικού Στρατού, η τρομοκρατία των πέτρινων χρόνων, το παρακράτος, η αποστασία, η δικτατορία, το έγκλημα της εισβολής και κατοχής της Κύπρου. Ή μήπως πρέπει να απολογηθούν οι ισχυρές πολιτικά και οικονομικά οικογένειες, οι απόγονοι των μαυραγοριτών, των δωσίλογων, των πρακτόρων των ξένων, αυτοί που από το πουθενά έκαναν αμύθητες περιουσίες ληστεύοντας και διαγουμίζοντας τη χώρα; Ή μήπως το πολιτικό προσωπικό της διαπλοκής, της διαφθοράς, του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, της απαξίωσης της δημόσιας παιδείας και υγείας; Της εξάρτησης και της υποτέλειας. Της μόνιμης λιτότητας για τους πολλούς και των προνομίων για τους λίγους. Μήπως οι μεγαλοδικηγόροι της πολιτικής αγωγής, κατ’ εικόνα και ομοίωση της διεφθαρμένης αστικής τάξης, των κυκλωμάτων και της αγοραπωλησίας των δικαστικών αποφάσεων; Ή μήπως οι εκπρόσωποι ενός άδικου και υποκριτικού δικαστικού συστήματος των δύο μέτρων και δύο σταθμών;
Για όλους τους λόγους αυτούς εγώ δεν απολογούμαι σε σας. Εμείς από τα σπλάχνα του λαού προερχόμαστε, τα συμφέροντά του θελήσαμε να υπηρετήσουμε, τους πόνους του αφουγκραστήκαμε, με τη φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή μιλήσαμε. Σ’ αυτούς τώρα απευθύνομαι, σ’ αυτούς τώρα απολογούμαι, λογοδοτώ. Σ’ αυτούς θα απευθυνθώ όταν τελειώσει κι αυτή η δικη, ώστε χωρίς το βάρος της και μακριά από τις σκοπιμότητές της, να επικοινωνήσω, να εκθέσω, να εκτεθώ και να κριθώ. Πολύ περισσότερο, να δώσω τις σκέψεις μου αλλά και μαζί τους να σκεφτώ.
Το δικαστήριό σας επιτελεί την πολιτική εντολή να δικάσει, υποτίθεται, τη βία, την τρομοκρατική βία. Στην πραγματικότητα, σ’ αυτή την αίθουσα τίθενται αντιμέτωπες δύο μορφές βίας, ριζικά διαφορετικές ως προς το νόημά τους, ως προς το αξιακό σύστημα στο οποίο αναφέρονται. Από τη μια η πρωτογενής, απεριόριστη, επιθετική, ηγεμονική και ισοπεδωτική βία. Βία πολύμορφη, πολυπρόσωπη, καθημερινή, αδιαμφισβήτητη και αλαζονική. Από την άλλη η συμβολική ή αμυντική λαϊκή αντιβία, βία ως έσχατη επιλογή, βία αυτοαμφισβητούμενη.
Αυτή η αίθουσα γίνεται η σκηνή όπου διαδραματίζεται ένα ακόμα επεισόδιο του κοινωνικού πολέμου, εκτυλίσσεται εκείνη η κύρια πλευρά του, αυτή του ιδεολογικού πολέμου. Με δικάζετε ως τρομοκράτη, μια έννοια που μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε στον Ποινικό Κώδικα, παρότι αποτελούσε ένα από τα κύρια όπλα του ιδεολογικού πολέμου του συστήματος, εδώ και δεκαετίες τουλάχιστον.
Μας αποκαλούν τρομοκράτες, όπως κατά καιρούς έχουν αποκαλέσει έτσι τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, τον Παναγούλη και τους Κύπριους αγωνιστές που κρεμούσαν οι Αγγλοι, τους Βάσκους ή τους Παλαιστίνιους μαχητές. Μας αποκαλούν τρομοκράτες αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τις κορυφαίες μορφές βίας και τρομοκρατίας, τον πόλεμο, τη φτώχεια και την ανεργία. Ποτέ όμως ο ελληνικός λαός δεν τρομοκρατήθηκε από τη 17Ν, την ένιωθε δίπλα του και όχι απέναντί του.
Ο όρος «Τρομοκρατία» είναι ιδεολογική, πολεμική έννοια, η οποία επιτελεί διπλή λειτουργία. Από τη μια απαξιώνει τον αντίπαλο και από την άλλη νομιμοποιεί την εξουσία, ως «αντιτρομοκρατική», ως αμυνόμενη. Πρόκειται για εκείνη την πλευρά του ιδεολογικού πολέμου που, αναποδογυρίζοντας το νόημα των λέξεων, αντιστρέφει την πραγματικότητα. Πρώτος την περιέγραψε ο Θουκυδίδης, όταν έγραφε, αναφερόμενος στον κοινωνικό πόλεμο μέσα στις πόλεις-κράτη της εποχής του: «Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει» (ακόμη και τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων σε σχέση με τα πράγματα την άλλαξαν καταπώς τους άρεσε).
Η 17Ν πήρε μέρος σε αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο, που έρχεται πολύ πριν από μας και θα συνεχίζεται όσο υπάρχει κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση. Δεν είχαμε την αυταπάτη ότι με τη δράση μας αναλαμβάναμε να οικοδομήσουμε μια ολοκληρωμένη, αρθρωμένη και αποκλειστική στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού. Δεν υπερεκτιμήσαμε το ρόλο μας, δεν θεωρήσαμε ότι είμαστε το κέντρο ή η φωτισμένη καθοδήγηση του κινήματος. Η κύρια πλευρά της στρατηγικής μας ήταν να επέμβουμε στο μερικό επίπεδο της διαμόρφωσης των ιδεολογικών όρων για να αναδειχθεί και να συγκροτηθεί από ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις εκείνη η πολύπλευρη και αρθρωμένη πολιτική στρατηγική που είναι απαραίτητη για την κοινωνική αλλαγή. Η δράση και τα κείμενά μας αποσκοπούσαν στο να μπορέσουν να ερμηνεύσουν οι κοινωνικά δρώντες την πραγματικότητα με όρους αλήθειας. Να αποκαλυφθούν οι ρίζες των προβλημάτων, οι αιτίες που τα γεννούν. Να χτυπηθεί το κυρίαρχο και οργανωμένα παραγόμενο και αναπαραγόμενο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό ψεύδος.
Η συνολική δράση της Οργάνωσης, με αυτή την έννοια, είχε πολιτικά αποτελέσματα, τα οποία θα συνεχίσουν να επιδρούν και στο μέλλον, παρά και ανεξάρτητα από αυτούς που τα δημιούργησαν. Η ανάδειξη και η συσχέτιση της διαφθοράς με τη φύση του κοινωνικού συστήματος. Η επαναφορά και ο τονισμός της έννοιας της κοινωνικής αδικίας. Η συνεχής αποκάλυψη των εγκλημάτων των Αμερικανών και της ωμής λειτουργίας του «δόγματος ισχύος» στις διεθνείς σχέσεις, ιδιαίτερα μέσα στο δυσμενές εθνικό και διεθνές περιβάλλον της δεκαετίας του ’80. Η ανάδειξη της ανάγκης για πραγματική δράση στη κατεύθυνση μιας πραγματικής και όχι ψευδεπίγραφης ελευθερίας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας. Η ίδια η δράση, πέρα από τα άμεσα αποτελέσματα, για τους αδύναμους της ελληνικής κοινωνίας αποσκοπούσε στην ανατροπή της μοιρολατρίας, της ηττοπάθειας, στη συνεχή υπόμνηση και απόδειξη ότι ο Δαβίδ μπορεί να πλήξει τον Γολιάθ, ο αδύνατος μπορεί να κλονίσει τον ισχυρό.
Η σύνδεση της πρακτικής και του λόγου της 17Ν με το όραμα του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού έδειχνε τη σχέση των μερικών αντιστάσεων μεταξύ τους, καθώς και με τον τελικό σκοπό, αυξάνοντας την κατανόηση για τη σχέση της μερικής δράσης με τη δυναμική της κοινωνίας. Αναδείκνυε έτσι την ανάγκη και τη δυνατότητα εναλλακτικής πρότασης απέναντι στην υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Αυτό που νομιμοποιούσε τη δράση της 17Ν ήταν αυτό που πάντα νομιμοποιούσε τη δράση της επαναστατικής Αριστεράς. Το ότι δεν ζούμε σε μια κοινωνία ειρήνης, ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας, αλλά σε έναν διχασμένο κόσμο πελώριων κοινωνικών ανισοτήτων, όπου μαίνεται ένας αδυσώπητος και ανειρήνευτος κοινωνικός πόλεμος. Οτι για μας οι αρχές της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι θεμελιώδεις και αδιαπραγμάτευτες. Οτι αυτές δεν μπορούν να πραγματωθούν στα πλαίσια του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος. Οτι αυτό το καθεστώς δεν μπορεί να βελτιωθεί και να εξανθρωπιστεί, παρά μόνο να ανατραπεί, πριν οδηγήσει την ανθρωπότητα στην αυτοκαταστροφή. Οτι η ιστορική πείρα έχει δείξει ότι η κυρίαρχη τάξη ποτέ δεν θα παραδώσει την εξουσία της σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα αλλά αντίθετα θα την υπερασπίσει με τη χρήση του μέγιστου ποσού βίας (δεν είναι για το τίποτε που υπάρχουν όλοι αυτοί οι τρομακτικοί και εξειδικευμένοι μηχανισμοί βίας), όπως την υπερασπίζει με την πολύμορφη καθημερινή βία. Οτι η κοινωνική αλλαγή, ο αυτοδιαχειριζόμενος σοσιαλισμός με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, δεν θα πέσει από τον ουρανό, δεν θα μας τον χαρίσει κανένας, αλλά θα είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης, πολύπλευρης και πολύμορφης προσπάθειας. Και ότι αυτή η προσπάθεια, αυτή η προοπτική πρέπει να αρχίσει να προετοιμάζεταο από τώρα. Οτι η επαναστατική Αριστερά καθορίζει τα μέσα πάλης της ανάλογα με την κάθε φορά συγκυρία και αυτή η επιλογή είναι δικαίωμά της.
Η ηθική και πολιτική νομιμοποίηση της δράσης της 17Ν επιβεβαιωνόταν από ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού και έτσι την εισπράτταμε και εμείς. Την εκλάμβανε ως απόδοση δικαιοσύνης. Την έβλεπε ως ένα αναγκαίο πολιτικό και κοινωνικό αντίβαρο στην ασυδοσία των κυρίαρχων. Εκτιμούσε τη συνέπεια λόγων και έργων. Ομως καταλάβαινε πολύ καλά ότι βρισκόμασταν στην ίδια πλευρά, παλεύαμε για τα ίδια συμφέροντα, για την ίδια υπόθεση.
Σ’ αυτόν τον τόπο που σπαράσσεται από τον πόλεμο ανάμεσα στις δυό Ελλάδες, όσοι διαλέξαμε τον ένοπλο δρόμο δεν θέλαμε να περάσουμε στην απέναντι πλευρά από τις ασφαλείς διαβάσεις. Σταθήκαμε στα κοινωνικά σύνορα, στο σημείο της σύγκρουσης, εκεί που μαίνεται ο κοινωνικός πόλεμος. Εκεί όμως που η βία είναι μονοπώλιο της μιας πλευράς, η πρωτοβουλία της βίας, η οργάνωση και οι μορφές που θα πάρει το σχέδιο της βίας αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των κυρίαρχων. Εκεί που η ταξική πάλη αποκτά πρόσωπο και ονοματεπώνυμο: Κεφαλαιοκράτες, κρατικά όργανα, πολιτικό προσωπικό, εκπρόσωποι των ξένων επικυρίαρχων και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών τους. Συγκεκριμένα πρόσωπα που λαμβάνουν τις επιτελικές αποφάσεις σ’ αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο, τον οργανώνουν και τον διεξάγουν. Που έχουν την πολιτική και ηθική ευθύνη για την εκμετάλλευση, την καταπίεση, τους πολέμους, την καταστολή και βαρύνονται με εγκλήματα, που η τάξη των ισχυρών του πλούτου και της εξουσίας θεωρεί ανδραγαθήματα και βέβαια δεν τιμωρούνται από τη Δικαιοσύνη τους.
Σας μίλησα για τα θύματα, από τη δική μας πλευρά, αυτών των κοινωνικών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα εκείνης της διάστασής τους, της σημαντικότερης, του ακήρυχτου κοινωνικού πολέμου. Τους δολοφονημένους στα λεγόμενα εργατικά ατυχήματα. Κάθε τρεις μέρες σκοτώνουν έναν εργάτη, κάθε τρεις μέρες ένας άνθρωπος, ένας συγκεκριμένος άνθρωπος θυσιάζεται στο βωμό του κέρδους. Εννέα στους δέκα από αυτούς τους θανάτους, δολοφονίες τις λέμε εμείς, θα μπορούσαν να αποφευχθούν, σύμφωνα με έκθεση των Επιθεωρητών Εργασίας, αν τηρούνταν στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Ομως το αίμα των εργατών είναι φθηνό, η αξία της δικής τους ζωής μηδαμινή, αφού πίσω περιμένουν οι στρατιές των ανέργων.
Μετρούμε τους νεκρούς της δικής μας Ελλάδας. Τους δολοφονημένους στους σκυλοπνίχτες των φιλοπάτριδων εφοπλιστών. Τους καμένους στα αμπάρια για να γλιτώσουν τα λίγα ψωροδολάρια για τα γκαζ φρι. Τους χαλικωμένους με τα τρύπια πνευμόνια στις στοές των ορυχείων των φιλότεχνων καπιταλιστών. Μετρούμε τους νεκρούς μας. Τους εκατοντάδες νέους που δολοφονεί η δεύτερη πηγή κέρδους στον καπιταλισμό (ή μήπως η πρώτη;) μετά τη βιομηχανία των όπλων, αυτή των ναρκωτικών. Τους απελπισμένους αυτόχειρες στα κελιά της φυλακής, στην απόγνωση της ανεργίας και της φτώχειας, στα εγκαταλειμένα γηρατειά. Για τους ισχυρούς, τους τεχνοκράτες και τους ειδικούς τους, αποτελούν απλά νούμερα, στοιχεία των στατιστικών τους, αναγκαία «κακά» στους κοινωνικούς ισολογισμούς της λειτουργίας του οικονομικοκοινωνικού τους συστήματος. Για μας δεν είναι αριθμοί, είναι άνθρωποι που άφησαν χαροκαμένες μάνες, ορφανεμένες αγκαλιές, παιδιά χωρίς πατρική στοργή. Για μας κάθε ένα όνομα είναι μια πληγή στην καρδιά μας, ένα χτύπημα στη συνείδηση, μια επιβεβαίωση της ανάγκης του αγώνα για μια κοινωνία δικαιοσύνης, που δεν θα ευτελίζει τη ζωή, δεν θα εξευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αθροίζουμε τους νεκρούς της οικονομικής βίας, της κοινωνικής, της κρατικής βίας στη χώρα μας. Τους προσθέτουμε στα σαράντα χιλιάδες παιδιά που πεθαίνουν καθημερινά στον κόσμο από την πείνα, στους χιλιάδες νεκρούς της κάθε μέρας από τους πολέμους του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας. Δεν κάνουμε συμψηφισμούς θυμάτων, απορρίπτουμε την αριθμητική του πόνου. Η επαναστατική βία είναι δευτερογενής, είναι απάντηση στην πρωταρχική βία πελώριας έκτασης, που χύνει καθημερινά ποταμούς αίματος, έχει και αυτή όμως κόστος ζωών. Αυτό είναι το δράμα της Ιστορίας, όπως θα έλεγε ο Ντεμπρέ. Για μας ακόμη και ο πόνος του αντιπάλου είναι και δικός μας πόνος. Θα θέλαμε να μην είναι έτσι τα πράγματα και οι δίκαιοι αγώνες να μην έχουν κόστος. Πιστέψαμε όμως και πιστεύουμε στο δίκαιο αυτού του αγώνα. Το επαναστατικό κίνημα είχε και έχει να σκεφτεί πώς ο αγώνας που διεξάγει μπορεί να συνεχιστεί αντιμετωπίζοντας συγχρόνως τούτη την αντίφαση. Γιατί, ας μην έχουμε αυταπάτες, ο αγώνας για μια δίκαιη κοινωνία θα συνεχίζεται όσο υπάρχουν άνθρωποι.
To 1975, η 17Ν εκτελεί τον σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα, Γουέλς. Το 2000, τον Σόντερς, ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του αγγλικού στρατιωτικού μηχανισμού. Ιδιος ο επιτελικός ρόλος τους: Ο πρώτος, με προϋπηρεσία στη χώρα μας κατά τα πέτρινα μετεμφυλιακά χρόνια, στη συνέχεια στην Κύπρο, κατά τη δύσκολη περίοδο 60-64, καθοδηγητής του Σαμσών, έπειτα στη Γουατεμάλα, οργανωτής των δολοφονικών ταγμάτων θανάτου, πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος που θα ματώσει έκτοτε όλη τη Λατινική Αμερική και όχι μόνο. Σήμερα στο Ιράκ, περισσότεροι από δέκα χιλιάδες παραστρατιωτικοί, οργανωμένοι σε τάγματα θανάτου, χρηματοδοτούνται από τον αμερικανικό στρατό κατοχής, για να κάνουν τη βρόμικη δουλειά, αυτή που τώρα βλέπουμε να έχει παρει τη μορφή εμφύλιου πολέμου. Ο τελευταιος, ο Σόντερς, ήταν παρών σε όλους τους πολέμους της ξεπεσμένης αυτοκρατορίας: κατά των αγωνιστών στις Μαλβίδες, στο Ιράκ, στη Γιουκοσκλαβία, στη Σιέρα Λεόνε.
Ιδια ήταν η προπαγάνδα των δύο μεγάλων δυνάμεων: ονόμασαν αυτούς τους επιτελείς των εγκληματικών επεμβάσεων σε κάθε γωνιά του πλανήτη έντιμους ανθρώπους και εθνικούς ήρωες.
Κρίνοντας αυτά τα δύο γεγονότα, αυτές τις δύο ενέργειες της 17Ν, μέσα από τη μεταξύ τους χρονική απόσταση των 25 χρόνων, κρίνοντάς τα ακόμη από την απόσταση των χρόνων που τα χωρίζει από το σήμερα, μπορούμε να πούμε πως διαφορετικές ήταν οι συνθήκες της κάθε περιόδου. Αλλες στην αρχή και άλλες στο τέλος του ιστορικού κύκλου της ενεργητικής συμμετοχής της 17Ν τόσο στην πάλη κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης όσο και στην ταξική πάλη στη χώρα μας. Το 1975, η επαναάσταση φαινόταν ως κοντινή πραγματικότητα. Το 2000 δεν φαίνεται, είναι αλήθεια, ακόμη ως άμεση δυνατότητα. Ομως, όσο και αν διαφοροποιήθηκαν οι συνθήκες, όσο και αν πρέπει να δίνονται κάθε φορά συγκεκριμένες και επίκαιρες απαντήσεις, τα βασικά ερωτήματα παραμένουν τα ίδια. Και στο κύριο, στο πρωταρχικό ερώτημα, σε αυτό που αφορά την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης, η απάντσηη είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, καταφατική.
Είναι η μονοαδική απάντηση μπροστά σε μια τρελή πορεία της ανθρωπότητας, που νομίζω ότι όσοι πραγματικά σκέφτονται και αισθάνονται τη βλέπουν, προς την αυτοκαστροφή. Ζούμε σε έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό από αυτόν του 1975. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση εισήγαγε στο χώρο της παραγωγής ένα νέο τεχνολογικό παράδειγμα, ενώ η κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση προσέλαβε τη μορφή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτή η τελευταία αποτελεί το νέο τύπο κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε συνθήκες γενικευμενου ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού. Αυτός ο τύπος παγκοσμιοποίησης μεταμόρφωσε βαθιά τόσο τις δομές όσο και τις σκέψεις ανάμεσα στους ανθρώπους, μέσα σε κάθε έθνος αλλά και ανάμεσα στα έθνη ολόκληρου του πλανήτη, επιφέροντος τεράστιες αλλαγές στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Ζούμε εποχές αβεβαιότητας, ανασφάλειας, σύγχυσης, αγωνίας και άγχους. Βαθύτατης κρίσης, με οδυνηρότατες συνέπειες για τους λαούς ολόκληρου του πλανήτη. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν πιο βαθιές κοινωνικές ανισότητες. Κατά τον Ραμονέ, οι 358 πλουσιότεροι άνθρωποι της Γης έχουν εισόδημα μεγαλύτερο από το σύνολο του εισοδήματος της πλειονότητας των κατοίκων του πλανήτη. Και ενώ ποτέ άλλοτε η τεχνολογία δεν παρουσίασε τέτοιες απελευθερωτικές δυνατότες, ποτέ άλλοτε δεν χρησιμοποιήθηκε από τους ισχυρούς του κόσμου για τον ολοκληρωτικό έλεγχο της ανθρωπότητας, για τη μετατροπή της σε κοπάδι αριθμημένων ατόμων.
Ο άγριος καπιταλισμός της εποχής μας, ο νεοφιλελευθερισμός, έχει ένα οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό σχέδιο για να ελεγξει και να διαμορφώσει τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες του, για να διατηρήσει και να αυξήσει τα προνόμοια μιας ελάχιστης μειονότητας σε τεράστιο επίπεδο. Το οικονομικό του σχέδιο συνίσταται στην οικονομική και κοινωνική απορρύθμιση, την εξάλειψη όλων των περιορισμών για το κεφάλαιο, την ιδιωτικοποίηση όλων των δημόσιων υπηρεσιών: εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση. Τη μείωση του κοινωνικού κράτους, την εργασιακή ανασφάλεια. Το κοινωνικό του σχέδιο είναι ο μέγιστος κατακερματισμός της κοινωνίας. Μια διαιρεμένη κοινωνία σε αντιμαχόμενες ή απομονωμένες ομάδες, που να μη μπορούν να συγκροτήσουν μια πλειονότητα αμφισβήτησης.
Συστατικό στοιχείο του σχεδίου είναι η ιδεολογία του τέλους των ιδεολογιών, που πλασάρουν πρόθυμα οι ενσωματωμένοι διανοούμενοι. Το πολιτικό τους σχέδιο είναι η αυταρχική δημοκρατία. ‘Η, για να παραφράσω τον Θουκυδίδη, «λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε η λίγων ανδρών αρχή». Η φιλελεύθερη ολιγαρχία, η μεταδημοκρατία, όπως έιναι ο μοντέρνος όρος. Οπου τηρείται η δημοκρατική τελετουργία των εκλογών και του πολυκομματισμού, αλλά οι ουσιαστικές οικονομικές αποφάσεις δεν λαμβάνοντια στη Βουλή, ούτε ελέγχονται από αυτή. Η ιδεολογική του βάση δημιουργήθηκε από την κρίση έως και την έκλειψη του κρατικού σοβιετικού σοσιαλισμού, καθώς και την αποτυχία της δυτικοευρωπαικής σοσιαλδημοκρατίας.
Στις μέρες μας, πίσω από τη δημοκρατική βιτρίνα που προβάλλουν τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα βρίσκεται το αυταρχικό κράτος, έτοιμο να διασφαλίσει με την ωμή βία τα συμφέροντα των ολίγων και να ελέγξει, εξοπλισμένο με νέες τεχνολογίες, τη ζωή και το μυαλό των πολλών. Συστατικό στοιχείο του πολιτικού σχεδίου είναι ο καθοριστικός ρόλος των σύγχρονων ΜΜΕ στο να «εξημερώνουν το σαστισμένο κοπάδι», όπως λέει ο Τσόμσκι, και να κατασκευάζουν τη συναίνεση. Κοντά σε αυτά και ο άλλος μηχανισμός εξημέρωσης: ο καταναλωτισμός, κυρίως μέσω του δανεισμού, αυτής της δαμόκλειας σπάθης των υπερχρεωμένων ομήρων, δουλοπάροικων του καθεστώτος.
Πρόκειται για ένα πολιτικό σχέδιο που δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τη συναίνεση και τη νομιμοποίηση που του παρέχει η νεοφιλελευθεροποιημένη Αριστερά. Μια Αριστερά που υπέστειλε τη σημαία του σοσιαλισμού και επέτρεψε στους απατεώνες του ονείρου να ευτελίσουν τις αξίες του αγώνα και να εξαργυρώσουν το παρελθόν, οδηγώντας ένα μεγάλο τμήμα του λαού στην απογοήτευση και την αποστρατεία.
Το ιδεολογικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού συνίσταται στη γκεμπελικού τύπου επαναληπτική εξύμνηση των αρετών της αγοράς και του ατομικισμού, δαιμονοποιώντας καθετί δημόσιο και συλλογικό. Η νεοφιλελεύθερη εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης με τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες οδηγεί την ανθρωπότητα και το περιβάλλον στην καταστροφή. Είναι η παγκοσμιοποίηση της φτώχειας, της ανεργίας, της βίας, των πολέμων. Του αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, του ρατσισμού, της καλλιέργειας των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις εθνότητες. Της πολιτισμικής ισοπέδωσης, της καταστροφής των εθνικών ταυτοτήτων και της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Της παραχάραξης της Ιστορίας, της καταστροφής των ανθρωπιστικών αξιών, των αξιών του συλλογικού και της αλληλεγγύης. Των οικολογικών καταστροφών, της σταθερής υπερθέρμανσης του πλανήτη, της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων, της μη αναστρέψιμης μόλυνσης των νερών, του εδάφους και του αέρα.
Απέναντι σε αυτή την ολομέτωπη επίθεση, την επέλαση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και του νέου αποικιοκρατικού τύπου ιμπεριαλισμού, η Αριστερά βρέθηκε ανέτοιμη και βυθίστηκε σε βαθιά θεωρητική, προγραμματική και οργανωτική κρίση. Ο κορμός της, το πιο παραδοσιακό κομμάτι της δεν αποτόλμησε να πραγματοποιήσει μια οργανική και σε βάθος κριτική θεώρηση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και να τοποθετηθεί απλά και απερίφραστα εξηγώντας ότι δεν ήταν αυτός ο σοσιαλισμός που θέλουμε και ονειρευόμαστε. Η Αριστερά στο σύνολό της δεν έχει επίσης κατορθώσει να βελτιώσει και επικαιροποιήσει τα θεωρητικά της εργαλεία. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να αναλύσει συνολικά και σε βάθος τον σημερινό ολοκληρωτικό καπιταλισμό της τεχνολογικής επανάστασης, της μεταφορντικής οργάνωσης, της παγκοσμιοποίησης, των χρηματοοικονομικών πολέμων. Ετσι, η Αριστερά βιώνει μια βαθιά προγραμματική κρίση, δυσκολεύεται να βρει μια σοβαρή και αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση που να περιλαμβάνει τα δεδομένα της νέας πραγματικότητας και να οδηγεί στη σύγκλιση όλων των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται από το κυρίαρχο καθεστώς. Υπάρχει πλεόνασμα διαγνώσεων και έλλειμμα θεραπείας, όπως λέει η Μάρτα Α.
Μέσα σε ένα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, μία κατακερματισμένη κοινωνία όπου ηγεμονεύει η κυρίαρχη ιδεολογία, ο ατομισμός και ο καταναλωτισμός, το ζητούμενο είναι να επεξεργαστούμε μια εναλλακτική πρόταση. Μια πρόταση που, ξεκινώντας από τις σημερινές αδυναμίες του λαϊκού κινήματος, να βρει τα δυνατά στοιχεία του, με στόχο να οικοδομηθεί εκείνη η κοινωνική δύναμη που θα συναρθρώνει το σύνολο των εργαζομένων με το σύνολο των καταπιεσμένων, περιθωριοποιημένων και αποκλεισμένων και θα μπορεί να αντιπαρατεθεί με τη δύναμη της κυριαρχίας. Κανένα κοινωνικό τμήμα δεν είναι δυνατό από μόνο του να κερδίσει σήμερα μια μάχη, αν δεν στηριχθεί στον υπόλοιπο πληθυσμό.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η μεγάλη πρόκληση, για να μετατραπούν οι αδυναμίες σε δύναμη, για να υπάρξει αντιπαράθεση στην κυριαρχία, για να πραγματοποιηθεί το αδύνατο, για να γίνει η έφοδος στον ουρανό, χρειάζεται να πατάμε γερά στο έδαφος των εμπειριών, τις επιτυχίες και τα λάθη των αγώνων που προηγήθηκαν. Η εμπειρία της 17Ν αποτελεί πλέον ένα τμήμα αυτής της πολύτιμης κληρονομιάς του κινήματος και μπορεί να προσφέρει υλικό σε αυτή τη διαδικασία.
Στη σημερινή εποχή των υποχωρήσεων, όμως, υπάρχουν δύο πολύτιμες πηγές άντλησης διδαγμάτων που είναι αδύνατο να αγνοήσουμε. Πρώτον, η μεγαλειώδης αντίσταση των λαών της Μέσης Ανατολής, της ακατάβλητης Παλαιστίνης, του Ιράκ και του Λιβάνου, που ταπείνωσαν και εξευτέλισαν τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες μηχανές του κόσμου, τις ΗΠΑ, την Αγγλία, το Ισραήλ, αχρηστεύοντας τα πλέον υπερσύγχρονα οπλικά τους συστήματα. Ο αυτοσεβασμός του απλού καθημερινού ανθρώπου, οι πολιτισμικές του αξίες και η εθνική αξιοπρέπεια απέναντι στην ξένη βια και τη βαρβαρότητα. Ο Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ. Οι άνθρωποι εκεί πέτυχαν το μεγαλύτερο άθλο: ανέτρεψαν το σχεδιασμό για τον αμερικανικό 21ο αιώνα, άλλαξαν στην κυριολεξία την πορεία των παγκόσμιων εξελίξεων. Και έδωσαν σε όλους μας ένα πολύτιμο μάθημα: ότι η ένοπλη αντίσταση απέναντι στους ισχυρούς αυτού του πλανήτη μπορεί να είναι και νικηφόρα. Η εμβέλεια αυτής της νίκης και οι επιπτώσεις στις παγκόσμιες εξελίξεις φαίνεται πως θα είναι μεγαλύτερες από αυτές της ήττας των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.
Δεύτερον, από τη Λατινική Αμερική, από τη γη που γέννησε την κουβανέζικη επανάσταση και τον Τσε, την ιδέα του Φοκισμού και της πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης, τα αντάρτικα της πόλης και των ορεινών ιθαγενικών περιοχών, μας έρχονται ελπιδοφόρες ειδήσεις. Πρωτοβουλίες βάσης και κοινωνικά κινήματα, διεργασίες αντίστασης και νέες οργανωτικές μορφές, που επεξεργάζονται εναλλακτικές προτάσεις, αλλάζουν την παραδοσιακή αντίληψη της πολιτικής, συναρθρώνουν τις μερικές αντιστάσεις και επιχειρούν να οικοδομήσουν σε νέες βάσεις μια αντισυστηματική κοινωνική δύναμη.
Οφείλουμε να διδασκόμαστε από τις εμπειρίες αυτών των κινημάτων. Για να χτίσουμε την άλλη, τη διαρκή Αριστερά. Την αντάρτικη Αριστερά. Της αντίστασης και του αγώνα. Της ανυπακοής και της ανατροπής. Που θα χτυπά τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική του κατακερματισμού και της εξατομίκευσης. Που δεν θα αυτοκαταργείται περιοριζόμενη στα πλαίσια της εκάστοτε αστικής νομιμότητας, αλλά με ευελιξία θα επιλέγει και θα εναλλάσσει διαρκώς τα μέσα πάλης, ανάλογα με τις ανάγκες και τη συγκυρία. Που θα αρνείται τη λογική και τις πρακτικές τόσο της φωτισμένης πρωτοπορίας όσο και της αυτάρκειας των επιμέρους κινημάτων. Που θα ενσαρκώνει τις αρχές για τις οποίες μάχεται. Που δεν θα καταφεύγει πάντοτε στην ευκολία της διαμαρτυρίας, αλλά θα εκτίθεται στην ευθύνη της θέσης. Που δε θα μεταθέτει στη δευτέρα παρουσία της οραματιζόμενης αλλαγής των σχέσεων παραγωγής τις αναγκαίες και υποχρεωτικές αλλαγές του σήμερα, γιατί όπως λέει ο Μάρκος «δεν θα ‘χει αξία ένας καινούριος κόσμος, αν δεν κάνουμε τίποτε για να αλλάξουμε αυτόν που έχουμε».
Η ΕΟ 17Ν δεν υπάρχει πλέον. Σε μένα έλαχε από εκείνη την Οργάνωση να μιλήσω, να καλυφθεί το κενό της σιωπής. Πήραμε μέρος στον παλιόν αγώνα, των καταπιεσμένων, των απόκληρων, των ταπεινών και καταφρονεμένων όπου Γης, στον μεγάλο αγώνα για το προαιώνιο ιδανικό, την απελευθέρωση του ανθρώπου. Γοητευτήκαμε από τη μεγαλύτερη αφήγηση, απ’ την προϊστορία της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα, την αγία αφήγηση του κομμουνισμού. Από τις ευγενικές και ηρωικές παραδόσεις του ελληνικού λαού στο διάβα των αιώνων, των κλεφτών του 21, των αγροτικών εξεγέρσεων, της ανεπανάληπτης εποποιίας του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού.
Δεν μείναμε στην πικρή ειρωνεία, όπως λέει ο Τσε, των κραυγών εμψύχωσης των πληβείων προς τους αγωνιζόμενους μονομάχους, αλλά διαλέξαμε να μπούμε στην αρένα, να μοιραστούμε τη μοίρα τους, να