Με την έναρξη της διαδικασίας η Γιάννα Κούρτοβικ, εκπροσωπώντας τον Δημήτρη Κουφοντίνα, υπέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 97 του Συντάγματος. Είναι η περίφημη ένσταση για το «πολιτικό έγκλημα», όπως έχει πολιτογραφηθεί, η οποία βάλλει ευθέως κατά του θεσμού των έκτακτων τρομοδικείων και ζητά την εκδίκαση των υποθέσεων πολιτικής βίας από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.
Η συνήγορος διευκρίνισε αρχικά τη στάση του εντολέα της, ο οποίος έχει μια ειδική θέση σ’ αυτή τη διαδικασία. Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους στις αρχές ο Δ. Κουφοντίνας δήλωσε ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στην οργάνωση 17Ν. Αυτό σημαίνει ότι αποδέχεται τη συμμετοχή του στην οργάνωση και αποδέχεται τις πολιτικές θέσεις και τη δράση της. Δεν σημαίνει, όμως, ότι αποδέχεται και το ποινικό περιεχόμενο των κατηγοριών που του αποδόθηκαν. Γι’ αυτό και η θέση του είναι ότι δεν θα αναφερθεί σε γεγονότα, δεν θα πει που συμμετείχε ο ίδιος, ούτε και που δεν συμμετείχε.
Το πρώτο κεφάλαιο της αγόρευσης της Γ. Κούρτοβικ αφορούσε τον τρομονόμο και την προφανή αντισυνταγματικότητά του. Η συνήγορος αναφέρθηκε στο ιστορικό της ψήφισης αυτού του νόμου, στις αποχωρήσεις όλων των πανεπιστημιακών (μεταξύ τους οι διασημότεροι καθηγητές του Ποινικού Δικαίου) από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στα πυρά που δέχτηκε από τον επιστημονικό και το νομικό κόσμο. Ακόμη και δικαστές έβαλαν κατά του νόμου αυτού (αναφέρθηκε σε σχετικά δημοσιεύματα), ενώ από τον νομικό κόσμο ουδείς τον υπερασπίστηκε (η συνήγορος διάβασε και απόψεις του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Η. Αναγνωστόπουλου, ο οποίος ξιφουλκούσε λάβρος κατά του τρομονόμου).
Στο δεύτερο και μεγαλύτερο κεφάλαιο της αγόρευσής της η Γ. Κούρτοβικ ασχολήθηκε με το «πολιτικό έγκλημα», που κατά το Σύνταγμα πρέπει να εκδικάζεται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Αναφέρθηκε στις θεωρίες που υπάρχουν στη νομική επιστήμη και, βέβαια, αναφέρθηκε στο χαρακτήρα της 17Ν, ως μιας οργάνωσης της επαναστατικής αριστεράς, η οποία ανέπτυξε οργανωμένη πολιτική δράση επί 27 έτη. Μια δράση που αποσκοπούσε στην ενεργοποίηση του ελληνικού λαού σε εξεγερτική κατεύθυνση, για την ανατροπή του συστήματος και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού και της λαϊκής εξουσίας. Η συνήγορος έκανε εκτεταμένες αναφορές στον πολιτικό λόγο της 17Ν, για να στοιχειοθετήσει την άποψη ότι τα αδικήματα που δικάζονται είναι πολιτικά. Η αγόρευσή της, όπως και των υπόλοιπων συνηγόρων, δεν μπορεί να μεταφερθεί περιληπτικά σ’ ένα ρεπορτάζ. Αξίζει τον κόπο να αναζητήσει κανείς τις αγορεύσεις στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά που δημοσιεύονται στο Internet.
Ακολούθησε ο δεύτερος υπερασπιστής του Δ. Κουφοντίνα, ο Βασίλης Καρύδης, πανεπιστημιακός, ο οποίος τοποθέτησε εξαρχής το ζήτημα στη θεωρητική του βάση, αναφερόμενος στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστήριου, που κατάντησε την ίδια την έννοια του «πολιτικού εγκλήματος» ένα αδειανό πουκάμισο, μια έννοια χωρίς περιεχόμενο. Στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης, σημείωσε ο Β. Καρύδης, δεν υπάρχουν πολιτικά αδικήματα. Ουδέποτε δικάστηκαν πράξεις με προδήλως πολιτικό περιεχόμενο από μικτά δικαστήρια, γιατί πάντοτε προβλεπόταν ειδικά δικαστήρια. Την περίοδο του ιδιώνυμου οι κομμουνιστές δικάζονταν από ειδικά δικαστήρια, γιατί κρίθηκε ότι οι παραβάτες στρέφονταν κατά της κοινωνίας και όχι κατά του κράτους. Οι κομμουνιστές μετά τον εμφύλιο δικάζονταν από στρατοδικεία, γιατί κρίθηκε ότι δρούσαν ως κατάσκοποι και έθεταν σε κίνδυνο τις εξωτερικές σχέσεις. Ακόμα και η κατηγορία της συγκρότησης ένοπλης ομάδας το 1946 κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε πολιτικό αδίκημα! Σύμφωνα με την προσέγγιση του Β. Καρύδη, πολιτικό είναι το αδίκημα συγκροτημένων ομάδων που διακηρύσσουν και επιδιώκουν σκοπούς προοδευτικούς, σκοπούς που οδηγούν στην κοινωνική πρόοδο και όχι ομάδων που αποσκοπούν στην κοινωνική οπισθοδρόμηση. Με την έννοια αυτή –σημείωσε- δεν θα συμφωνούσα να χαρακτηριστεί «πολιτικό έγκλημα» η δράση της Κου-Κλουξ-Κλαν ή των νεοναζιστών. Μ’ αυτή την αφετηρία, ο συνήγορος αναφέρθηκε στη δράση και τους πολιτικούς σκοπούς της 17Ν, αποδεικνύοντας ότι αποτελεί τον ορισμό του «πολιτικού αδικήματος».
Αμέσως μετά και χωρίς να περιμένει τη σειρά του, ο συνήγορος του Παύλου Σερίφη, Θέμης Σοφός, ζήτησε το λόγο για να κάνει μια δήλωση εκ μέρους του πελάτη του. Ο Π. Σερίφης δηλώνει ότι επί της υποβληθείσας ένστασης για το πολιτικό έγκλημα διαχωρίζει ρητώς τη θέση του από τους συγκατηγορουμένους του. Πάντοτε ήτα βαθιά του πίστη η τήρηση των νόμων και των κανόνων της Πολιτείας, που πιστά τήρησε. Καταδικάζει την τρομοκρατία και κάθε πράξη βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται. Το ζήτημα της ένστασης εντάσσεται πλέον στην αρμοδιότητα του ιστορικού. Είναι βέβαιος ότι το δικαστήριο θα κρίνει τα ζητήματα της ποινικής δίκης βάσει των αρχών του Συντάγματος και του δικονομικού μας δικαίου.
Επόμενος συνήγορος που αγόρευσε ήταν ο Φρ. Ραγκούσης, εκ μέρους του Χριστόδουλου Ξηρού, ο οποίος αναφέρθηκε αρχικά στην αντισυνταγματικότητα του τρομονόμου, που στερεί από τον κατηγορούμενο τον φυσικό του δικαστή, που εν προκειμένω είναι το Μικτό Ορκωτό και στη συνέχεια μίλησε για τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης της 17Ν.
Ο Γ. Γκουντούνας, υπερασπιστής επίσης του Χρ. Ξηρού, ξεκίνησε την αγόρευσή του με μια μακρά αναδρομή στη νεοελληνική ιστορία και στην ποινικοποίηση της ανατρεπτικής-αντικαθεστωτικής δράσης σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, για να τοποθετήσει στη συνέχεια τη δράση της 17Ν στο μεταπολιτευτικό πολιτικό φόντο. Για τον συνήγορο, η 17Ν ήταν μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση, με δράση που αναπτυσσόταν σε άξονες αντικαπιταλιστικούς και αντιιμπεριαλιστικούς. Αυτό ανέπτυξε, στεκόμενος κυρίως σε ιστορικοπολιτικά ζητήματα και αποφεύγοντας τη στενά νομική προσέγγιση. Ο Γ. Γκουντούνας στάθηκε ιδιαίτερα στην υποκρισία εκείνων που μας βομβαρδίζουν με το ανιστόρητο ιδεολόγημα της απόλυτης αξίας της ανθρώπινης ζωής, αποδεικνύοντας πως η ιστορία είναι γεμάτη από πράξεις που νομοτυπικά συνιστούν τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας, της ληστείας και της οπλοκατοχής, όμως αποτελούν τις πιο τυπικές πράξεις άσκησης πολιτικής και διεξαγωγής των πολιτικών ανταγωνισμών. Οι αναφορές του ξεκίνησαν από τις προγραφές του Μάριου και του Σύλλα στην αρχαία Ρώμη και την τυραννοκτονία στην αρχαία Αθήνα, πέρασαν από τον αγώνα της ελληνικής κλεφτουριάς και την επαναστατική τρομοκρατική δράση των ναρόντνικων στη Ρωσία, για να φτάσουν στον εμφύλιο και τον αγώνα ενάντια στη χούντα. Ηταν μια αγόρευση έντονα φορτισμένη πολιτικά, που ξέσκισε την υποκρισία της αποπολιτικοποίησης των πολιτικών δικών.
Σύντομη αλλά περιεκτική και καίρια ήταν η αγόρευση της Τασίας Χριστοδουλοπούλου (υπεράσπιση Κωστάρη), ενώ ο Γιάννης Ιωαννίδης (υπεράσπιση Γ. Σερίφη), που έκλεισε τη συνεδρίαση, διευκρίνισε ότι ο εντολέας του δεν έχει κανένα ιδιοτελή λόγο να μη θέλει να δικαστεί μόνο από τακτικούς δικαστές, αφού έχει αθωωθεί κατ’ επανάληψη από δικαστήρια μόνο από τακτικούς δικαστές. Ισως και να τον «συμφέρει» κιόλας, αφού πλανάται η εντύπωση ότι οι ένορκοι αθωώνουν τους τρομοκράτες, οπότε η αθώωσή του από τακτικούς δικαστές θα απαντούσε και σ’ αυτή την πλάνη. Πλην όμως, υπάρχει ένα θέμα αρχής και γι’ αυτό στηρίζει την ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστηρίου.
Αμέσως μετά το διάλειμμα, ο Β. Τζωρτζάτος έκανε μια δήλωση που ουδείς κατάλαβε τη σκοπιμότητά της. Είπε: «Από τα όσα ειπώθηκαν στην πρώτη δίκη για τον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης και από τα λίγα που ξέρω από τη μικρή συμμετοχή μου στην οργάνωση ως περιφερειακό μέλος, δεν υπήρχε αρχηγός ούτε επιχειρησιακός αρχηγός. Κανένα μέλος της οργάνωσης, οποιοσδήποτε και αν ήταν, δεν είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει πόσοι και ποιοι ήταν μέλη της οργάνωσης. Κατά συνέπεια, όσα δηλώνουν παράγοντες της δίκης, από οποιαδήποτε πλευρά και αν βρίσκονται, είναι αναληθή, αυθαίρετα και εξυπηρετούν σκοπιμότητες στήριξης του κατηγορητηρίου σε βάρος κατηγορουμένων». Οι δημοσιογράφοι που καλύπτουμε τη δίκη ζητήσαμε διευκρινίσεις από τον συνήγορό του Ι. Μυλωνά, ο οποίος έφερε μια συμπληρωματική δήλωση από τον εντολέα του: «Είχα σοβαρό λόγο να την κάνω σήμερα τη δήλωση. Ο νοών νοείτω. Τα πρώτα πράγματα που έμαθα όσον αφορά την οργάνωση ήταν ότι υπήρχαν πυρήνες στεγανοί μεταξύ τους και σε κάθε ενέργεια έμπαινε ένας υπεύθυνος. Δεν υπήρχαν αρχηγοί παρά μόνο πυρήνες που έπαιρναν τις αποφάσεις». Το μόνο σχόλιο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι ότι… δεν εννοήσαμε.