Οταν το Δεκέμβρη του 2003 συζητούνταν στη βουλή ο δασοκτόνος νόμος του ΠΑΣΟΚ (3208/2003), ο Ε. Μπασιάκος, ως αρμόδιος τομεάρχης της ΝΔ, είχε χαρακτηρίσει το άρθρο 1 αντισυνταγματικό και είχε δηλώσει, ότι όταν η ΝΔ γίνει κυβέρνηση θα το καταργήσει. Το Μάρτη του 2004 η ΝΔ έγινε κυβέρνηση, ο Ε. Μπασιάκος ορκίστηκε υφυπουργός Γεωργίας και πήρε την αρμοδιότητα για τα δάση, την οποία διατήρησε και μετά την παραίτηση του Σ. Τσιτουρίδη και την αναβάθμισή του σε υπουργό. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της υπουργικής του θητείας φρόντισε να ξεχάσει τις δημαγωγικές αντιπολιτευτικές δεσμεύσεις και με την πρώτη εγκύκλιό του υποχρέωσε τους γενικούς γραμματείς των Περιφερειών να ελέγχουν τους Διευθυντές Δασών στο αν προωθούν τη λύση «των αιτημάτων των πολιτών», σύμφωνα με το δασοκτόνο νόμο 3208/2003! Τον Οκτώβρη του 2004 προώθησε σ’ όλες τις υπηρεσίες πολυσέλιδη δασοκτόνο εγκύκλιο εφαρμογής του 3208/2003 (εγκύκλιος 1099/ 2004), αγνοώντας προκλητικά την εισήγηση όλων των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος (ΓΔΑΠΔΦΠ) του υπουργείου Γεωργίας για κατάθεση τροπολογίας με την οποία θα καταργούνταν άμεσα το άρθρο 1 του δασοκτόνου νόμου 3208/2003 και όλες οι αντισυνταγματικές του διατάξεις.
Με την προώθηση της εγκυκλίου Μπασιάκου, σ’ όλες τις Διευθύνσεις Δασών και στα Δασαρχεία έγινε «το έλα να δεις». Αναψε το πράσινο φως στους δασολόγους εκείνους που αδημονούσαν. Οι κύριοι αυτοί –που δεν είναι λίγοι– κυριολεκτικά ξεσάλωσαν εισηγούμενοι στους γενικούς γραμματείς των Περιφερειών τη λήψη αποφάσεων είτε για άρση είτε για ανάκληση αποφάσεων για αναδάσωση εκτάσεων που η δασική βλάστησή τους είχε καταστραφεί από πυρκαγιές, από παράνομα ξεχερσώματα κ.λπ. κ.λπ. Σε πολλές από τις εισηγήσεις τους συμπεριέλαβαν, ως έγγραφα στα «έχοντας υπ’ όψιν» το δασοκτόνο νόμο 3208/2003 και την εγκύκλιο 1099/2004 του Ε. Μπασιάκου. Μάλιστα, αρκετοί απ’ αυτούς συμπεριέλαβαν στα «έχοντας υπ’ όψιν» και προγενέστερες εγκυκλίους, τις οποίες η ΓΔΑΠΔΦΠ είχε ανακαλέσει, με την εγκύκλιό της 105204/2793/31/07/2002, μετά την έκδοση της απόφασης 838/2002 του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα αυτής της εγκυκλίου που στάλθηκε σ’ όλες τις Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες και στις Διευθύνσεις Δασών:
«Σας γνωρίζουμε ότι το ΣτΕ με την 838/2002 του Ε’ Τμήματος, που συνεδρίασε με επταμελή σύνθεση για να κρίνει κατόπιν παραπομπής και λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος, τις σχέσεις μεταξύ της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 14 του νόμου 998/1979 και εκείνης του άρθρου 38 του ίδιου νόμου, έκανε δεκτά τα εξής:
Η έκδοση πράξης χαρακτηρισμού και η έκδοση απόφασης κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας ακολουθούν διακεκριμένες μεταξύ τους διαδικασίες που αποκλείονται αμοιβαίως. Το αρμόδιο για χαρακτηρισμό όργανο δεν μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης χαρακτηρισμού στην περίπτωση που η προς χαρακτηρισμό έκταση έχει κηρυχθεί ως αναδασωτέα ή διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κήρυξή της σύμφωνα με το άρθρο 117 του Συντάγματος και 38 του Ν.998/1979. Ομοίως δεν είναι δυνατή η έκδοση απόφασης κήρυξης ως αναδασωτέας μιας έκτασης που έχει τελεσίδικα χαρακτηριστεί μη δασική, εκτός εάν υπάρχουν νεότερα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την έκδοσή της και δεν είχαν τεθεί υπόψη των οργάνων που προέβησαν στον χαρακτηρισμό.
Σε εναρμόνιση με το περιεχόμενο της επισυναπτόμενης απόφασης, ανακαλούμε τις 87234/7579/1997, 114959/ 855/2000, 88146/529/2000 εγκύκλιες οδηγίες ως προς τα κεφάλαια που έρχονται σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό της απόφασης και παρακαλούμε για τις δικές σας ανάλογες ενέργειες».
Οι δασολόγοι που δουλεύουν στα δασαρχεία όλης της χώρας οφείλουν να γνωρίζουν την 838/2002 απόφαση του ΣτΕ και τη συνοδευτική εγκύκλιο, τμήμα της οποίας παραθέσαμε παραπάνω, πριν αποφασίσουν να κάνουν πράξεις χαρακτηρισμού σε εκτάσεις για τις οποίες είτε έχουν βγει είτε πρόκειται να βγουν αποφάσεις κήρυξης αναδάσωσης, σύμφωνα με το άρθρο 38 του νόμου 998/1979, επειδή δηλαδή έγιναν παράνομες εκχερσώσεις. Γνωρίζουν, ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις δε μπορούν να κάνουν πράξεις χαρακτηρισμού με σκοπό τη μερική ή ολική άρση της απόφασης αναδάσωσης. Μόνη περίπτωση που χωράει νόμιμα πράξη χαρακτηρισμού είναι αυτή που ενώ στο σώμα της απόφασης αναδάσωσης γίνεται μνεία ότι στην κηρυχθείσα έκταση συμπεριλαμβάνονται και αγροί, εντούτοις, για μια σειρά λόγους (π.χ. επειδή δεν προλάβαιναν να οριοθετήσουν τις συγκεκριμένες θέσεις που καταλαμβάνουν οι αγροί), δεν έχει οριστεί η ακριβής θέση τους. Σύμφωνα δε με απόφαση του ΣτΕ, η απόφαση αναδάσωσης είναι παράνομη και πρέπει να διορθωθεί πάραυτα.
Παρολαυτά, επίορκοι δασολόγοι εισηγήθηκαν άρσεις ή ανακλήσεις, μερικές ή ολικές, με το επιχείρημα ότι στο σώμα της απόφασης αναδάσωσης γίνεται αναφορά σε παράνομη εκχέρσωση (ενώ προβλέπεται απόφαση αναδάσωσης, σύμφωνα με το άρθρο 38 του νόμου 998/1979). Οι παράνομες αυτές αποφάσεις είναι πολλές. Ενδεικτικά, παραθέτουμε το αιτιολογικό μιας απ’ αυτές: «6. Την υπ’ αριθμό 912/17/5/1999 απόφαση του Γ.Γ.Π.Π. σύμφωνα με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση 15.414,00 τ.μ. στη θέση “Γερακίνα” Δ.Δ. Πετρίου της περιφέρειας του Δήμου Νεμέας Νομού Κορινθίας, λόγω εκχέρσωσης… Αίρουμε μερικώς την υπ’ αριθμ. 912/17/5/ 1999 απόφαση του Γ.Γ.Π.Π., με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση εμβαδού 15.410,00 τ.μ. λόγω εκχέρσωσης, για δύο τμήματα αυτής Α και Β συνολικού εμβαδού 4374,00 τ.μ.».
Αλλοι επίορκοι δασολόγοι εισηγήθηκαν τη μερική ή ολική άρση αναδασωτέων εκτάσεων (στις οποίες είχε συντελεστεί φυσική ή τεχνητή αναδάσωση), με το επιχείρημα ότι με τη φωτοερμηνεία που έκαναν στις αεροφωτογραφίες του 1945 κ.λπ. διαπίστωσαν ότι οι εκτάσεις αυτές δεν ήταν ποτέ δασικές. Με βάση όσα αναφέραμε παραπάνω, οι αποφάσεις αυτές είναι παράνομες. Οι εισηγητές δασολόγοι δεν είχαν κανένα νομιμοποιητικό δικαίωμα να κάνουν πράξη χαρακτηρισμού με φωτοερμηνεία, από τη στιγμή που στην απόφαση αναδάσωσης δε γινόταν καμιά αναφορά ότι υπάρχουν αγροί στην έκταση που κηρύχτηκε αναδασωτέα και δεν καθοριζόταν η ακριβής θέση τους. Δεν είναι, άραγε, περίεργο ότι μόνο αυτοί οι δασολόγοι διαπίστωσαν με φωτοερμηνεία ότι αυτές οι εκτάσεις δεν είναι δασικές; Τόσο «αλμπάνηδες» ήταν οι προηγούμενοι δασολόγοι, που εισηγήθηκαν την απόφαση για αναδάσωση, και δε μπόρεσαν να διαπιστώσουν με φωτοερμηνεία το μη δασικό τους χαρακτήρα;
Πολλές, αν όχι όλες, αποφάσεις των Α’ ή Β’ Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων δεν προσβλήθηκαν από τις Διευθύνσεις Δασών, με αποτέλεσμα αυτές οι αποφάσεις να γίνουν τελεσίδικες και έτσι να αρθούν ή ανακληθούν οι αποφάσεις αναδασώσεων. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Η στάση αυτή των Διευθύνσεων Δασών και των Δασαρχών ήταν συντεταγμένη. Ηθελαν να άρουν όλες τις αποφάσεις αναδάσωσης!
Η ΓΔΑΠΔΦΠ με εγκύκλιό της είχε ανακαλέσει και την εγκύκλια οδηγία 87234/7579/1997. Αυτό, όμως, δεν πτόησε το Δασάρχη Καπανδριτίου και δεν τον απέτρεψε από το να επικαλεστεί αυτή την καταργημένη εγκύκλιο, προκειμένου να προτείνει την ανάκληση της απόφασης για αναδάσωση 8 στρεμμάτων. Φυσικά, δεν είναι μόνο ο Δασάρχης Καπανδριτίου που καταφεύγει σε καταργημένες εγκυκλίους, προκειμένου να βγάλει ή να εισηγηθεί άρσεις ή ανακλήσεις αποφάσεων αναδάσωσης. Τέτοιες αποφάσεις έχουν βγει από πολλές Διευθύνσεις Δασών και Δασάρχες.
Ισως κάποιοι πονηροί από τους επίορκους δασολόγους επιχειρήσουν να δικαιολογήσουν τις παράνομες αυτές αποφάσεις επικαλούμενοι παράγραφο της εγκυκλίου Μπασιάκου που αναφέρει: «Για τις περιπτώσεις που είναι ήδη κηρυγμένες, πρέπει οι δασάρχες να εξετάζουν επί της ουσίας τα αιτήματα και εφόσον από την έρευνα διαπιστώσουν ότι το περιεχόμενο της εισήγησής των, επί της οποίας στηρίχθηκε η αναδασωτέα απόφαση, ανατρέπεται, δηλαδή η έκταση κατά τον χρόνο ή και προ της απόφασης δεν είχε το δασικό χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 3208/2003, τότε κινούν την διαδικασία ανάκλησης της εισηγήσεώς των, ως πεπλανημένη, ανακαλούν αυτές και με νέα αναφορά τους ζητούν την ανάκληση των αναδασωτέων αποφάσεων». Θυμίζουμε ότι η παράγραφος αυτή της εγκυκλίου Μπασιάκου κρίθηκε ως αντισυνταγματική με την απόφαση 838/2002 του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ και επομένως δε μπορεί να εφαρμοστεί. Επιπλέον, η παράγραφος αυτή της εγκυκλίου δεν πατάει σε καμιά διάταξη ακόμη και αυτού του δασοκτόνου νόμου 3208/2003. Τώρα δε, μετά την απόσυρση της δασοκτόνου εγκυκλίου 1099/2004, δεν έχει κανείς δασολόγος την κατ’ επίφαση νομιμοποιητική βάση να την επικαλείται και πολύ περισσότερο να βγάζει άρσεις ή ανακλήσεις αποφάσεων αναδάσωσης.
Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι στις 23/2/2005, στις 2/3/2005 και στις 8/3/2005 τα Δασαρχεία Πρεβέζης, Σκοπέλου και Μολάων, αντίστοιχα, εισηγήθηκαν την άρση αναδάσωσης συνολικής έκτασης 11 περίπου χιλιάδων στρεμμάτων, με το επιχείρημα ότι έχει αποκατασταθεί η καταστραφείσα δασική βλάστηση, παραπέμποντας έτσι στην παράγραφο 8 του άρθρου 1 του δασοκτόνου νόμου 3208/2003. Φυσικά, δεν είναι οι μοναδικές άρσεις που βγήκαν την περίοδο από τον Οκτώβρη του 2004 έως τον Ιούνη του 2007. Η παρ. 8 του άρθρου 1 του 3208/2003 εισήχθη για πρώτη φορά ως διάταξη στη δασική νομοθεσία, αναιρεί τον προληπτικό της χαρακτήρα με την άρση της απόφασης αναδάσωσης και καταργεί την ως τώρα νόμιμη πρακτική των δασικών υπηρεσιών να αναστέλλουν τις αποφάσεις αναδάσωσης μόνο στις περιπτώσεις που έπρεπε να γίνουν νόμιμα έργα μέσα σε δάση και δασικές εκτάσεις, αφού πρώτα ολοκλήρωναν το φάκελο για τα έργα αυτά και έφτιαχναν τις περιβαλλοντικές μελέτες. Η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική και αφήνει τα δάση ανυπεράσπιστα στους κάθε είδους καταπατητές.
Με άλλες αποφάσεις, δασικές υπηρεσίες ήραν τις αναδασώσεις, προκειμένου να γίνουν μερικά έργα μέσα σε δάση και δασικές εκτάσεις, σύμφωνα με το κεφάλαιο ΣΤ’ του νόμου 998/ 1979. Παρατηρούμε ότι σε κάποιες από τις αποφάσεις δε διευκρινίζεται αν ολοκληρώθηκε η δασική βλάστηση στις εκτάσεις για τις οποίες αποφασίστηκε άρση της αναδάσωσης, κάτι που είναι ένα από τα προαπαιτούμενα για να εγκριθεί η κατασκευή ενός από τα επιτρεπόμενα έργα. Σε άλλες ξεκαθαρίζεται, ότι αποκαταστάθηκε η δασική βλάστηση. Παρολαυτά, σ’ όλες τις αποφάσεις εγκρίθηκαν οι άρσεις αναδάσωσης και επιτράπηκε η κατασκευή των έργων, μολονότι δεν έγιναν οι περιβαλλοντικές μελέτες και δεν εγκρίθηκαν. Αυτό το διαπιστώσαμε διαβάζοντας απλά τις αποφάσεις και παρατηρώντας ότι δε γίνεται η παραμικρή αναφορά στην παρ. 5 του άρθρου 45 του Ν. 998/19879. Παραθέτουμε τη συγκεκριμένη διάταξη προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού μας: «Διά τας μείζονος σημασίας ή εκτάσεως επεμβάσεις εις τα δάση και τας δασικάς εκτάσεις, περί ων τα άρθρα 49, 50, 51, 52, 56, 57 και 58 παρ. 1 του παρόντος νόμου, ζητείται η παροχή της εγκρίσεως της επεμβάσεως κατά τους όρους των ως είρηται διατάξεων, συνοδεύεται υπό μελέτης επιπτώσεων επί του περιβάλλοντος και αντιμετωπίσεως τούτων θεωρημένης υπό της Υπηρεσίες Χωροταξίας και Περιβάλλοντος… Αι ακριβείς προδιαγραφαί της ως άνω μελέτης… καθορίζονται δι’ εκάστην κατηγορίαν επεμβάσεων εκ των ανωτέρω καθορίζονται διά κοινής αποφάσεως των υπουργών Συντονισμού, Γεωργίας και του αρμοδίου ως εκ της επεμβάσεως Υπουργού».
Δαπανήσαμε εκατοντάδες εργατοώρες, τόσο εμείς όσο και φίλοι που «πονούν» από τη συντονισμένη επίθεση στο δάσος, από την κυβέρνηση, τις εταιρίες δασικών μελετών, τις κατασκευαστικές εταιρίες, τους οικοπεδοφάγους και όλους εκείνους που προσδοκούν οφέλη από τη συρρίκνωση των δασών, για να διαπιστώσουμε από τη μελέτη των ΦΕΚ του τεύχους Δ’ πόση ζημιά έχει συντελεστεί μετά τη δημοσιοποίηση της δασοκτόνου εγκυλίου 1099/2004 του Ε. Μπασιάκου. Εκείνοι οι δασολόγοι δημόσιοι υπάλληλοι που δε σέβονται «το ψωμί που τρώνε» και που προσδοκούν και προσωπικά οφέλη από τις γνωμοδοτήσεις τους για αποχαρακτηρισμούς δασών και δασικών εκτάσεων, για άρση μερική ή ολική, για ανάκληση μερική και ολική αποφάσεων αναδάσωσης, είδαν στην εγκύκλιο Μπασιάκου το πράσινο φως για να βάλουν μπροστά τους αποχαρακτηρισμούς και τις άρσεις ή ανακλήσεις αποφάσεων αναδάσωσης. Αυτή η αντιδασική έφοδος των ξεσαλωμένων δασολόγων πήρε μεγάλες διαστάσεις και φόβισε την κυβέρνηση Καραμανλή. Ετσι, μέσω Π. Παυλόπουλου, δόθηκε εντολή στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης να αυστηροποιήσει το σύστημα ελέγχου των άρσεων και ανακλήσεων των αποφάσεων αναδάσωσης, τις πράξεις χαρακτηρισμού, τις αποφάσεις των Α’ και Β’ Επιτροπών Ελέγχου Δασικών Αμφισβητήσεων, πριν αυτές δημοσιοποιηθούν στα ΦΕΚ τεύχους Δ. Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης ήταν επιφορτισμένη με τον προέλεγχο των αποφάσεων, πριν αυτές πάνε για δημοσίευση στα ΦΕΚ, όμως ο έλεγχος αυτός ήταν καθαρά τυπικός. Μετά την εντολή Παυλόπουλου, ο έλεγχος έγινε τόσο αυστηρός που την περίοδο από τις αρχές Σεπτέμβρη του 2007 μέχρι τις 10 Απρίλη του 2008 εγκρίθηκαν μόνο πέντε άρσεις αποφάσεων αναδάσωσης (δύο το Σεπτέμβρη έκτασης 14,063 στρεμμάτων, μία τον Οκτώβρη, μία το Νοέμβρη και μία το Γενάρη, εκτάσεων 2,48, 2,98 και 23,26 στρεμμάτων αντίστοιχα). Μιλάμε για εκτάσεις πάρα πολύ μικρές.
Εχουμε αναφερθεί στους λόγους για τους οποίους ο νυν αρμόδιος υφυπουργός Κ. Κιλτίδης αποφάσισε να πάρει πίσω την εγκύκλιο 1009/2004 του Ε. Μπασιάκου και δε θα τους επαναλάβουμε. Ομως, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε στο πολύ σημαντικό ζήτημα που παραμένει σε εκκρεμότητα. Εχουμε καταδείξει, ότι η εγκύκλιος Μπασιάκου ξεπερνάει το δασοκτόνο νόμο σε 17 σημεία και τονίσαμε ότι μ’ αυτά θα γίνουν πρόσθετοι αποχαρακτηρισμοί σημαντικών εκτάσεων δασών και δασικών εκτάσεων. Η εφαρμογή της την περίοδο Οκτώβρης 2004 – Αύγουστος 2007 είχε σαν αποτέλεσμα να βγουν από πολλές Διευθύνσεις Δασών αποφάσεις που βασίστηκαν στις διατάξεις της. Αρα, ο Κ. Κιλτίδης, ανεξάρτητα από το τι θα κάνει με το δασοκτόνο νόμο, έχει υποχρέωση να πάρει πίσω, εδώ και τώρα, όλες αυτές τις δασοκτόνες αποφάσεις.
Είναι άγνωστο για πόσο καιρό ακόμη η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης θα συνεχίσει τους αυστηρούς ελέγχους. Ετσι, υπάρχει ένας λόγος παραπάνω που επιβάλλει να συνεχιστεί ο αγώνας για την κατάργηση του δασοκτόνου νόμου 3208/2003.
Γεράσιμος Λιόντος