Με μια επαίσχυντη ανακοίνωση, η σύνοδος των πρυτάνεων, έστρεψε τα κύρια πυρά της ενάντια στους φοιτητές και όχι ενάντια στο υπουργείο Παιδείας και το νομοσχέδιο-έκτρωμα της Μ. Γιαννάκου.
Η σύνοδος εκτιμά ότι «το δημόσιο Πανεπιστήμιο διέρχεται τη σημαντικότερη ενδεχομένως κρίση των τελευταίων δεκαετιών», χωρίς να αναφέρει τους λόγους στους οποίους αυτή οφείλεται και να θίξει έτσι έστω και ακροθιγώς τις ευθύνες της σημερινής, αλλά και της προηγούμενης κυβέρνησης και τις τάσεις αποσάθρωσης του δημόσιου Πανεπιστήμιου, που επικρατούν σ’ όλη την ΕΕ, ενώ θεωρεί «ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άρση των αδιεξόδων, που συνεπάγεται η κρίση αυτή, είναι η διασφάλιση της δημοκρατικής λειτουργίας των οργάνων των Πανεπιστημίων, ιδίως δε των Συγκλήτων τους». Κάνει, δηλαδή, κύριο εχθρό της τους φοιτητές, οι οποίοι με τις δυναμικές παρεμβάσεις τους, εμποδίζουν τις Συγκλήτους να συνεδριάσουν και να πάρουν αποφάσεις (σ.σ. προφανώς σαν αυτή που σχολιάζουμε ή σαν την απόφαση της συνόδου, που κατέληξε σε πόρισμα πανομοιότυπο με αυτό της «επιτροπής των σοφών» του ΕΣΥΠ, για το νόμο πλαίσιο).
Η σύνοδος των πρυτάνεων αποστασιοποιήθηκε, όμως, και από την υπόλοιπη πανεπιστημιακή κοινότητα, που πήρε μέρος στις κινητοποιήσεις, αναφερόμενη σε «μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας», που συμμετείχαν σ’ αυτές, ενώ δε βρήκε ούτε μια κουβέντα να πει για τις αιτίες που γέννησαν το κίνημα και το τι αυτό υπερασπίζονταν, και βεβαίως δεν αφιέρωσε ούτε μια γραμμή στην αστυνομική βία και την κατασταλτική μανία που εκδηλώθηκε ενάντια σ’ αυτό το κίνημα.
Ούτε μια γραμμή δεν αφιέρωσε και στη σύνοδο των υπουργών Παιδείας του ΟΟΣΑ, που πραγματοποιήθηκε εν μέσω καταλήψεων στο Λαγονήσι, που ωθεί το Πανεπιστήμιο στην πλήρη ιδιωτικοποίηση και μετατρέπει την ανώτατη εκπαίδευση σε εμπόρευμα.
Η έκτακτη σύνοδος των πρυτάνεων, που μεθοδεύτηκε από τον πρύτανη του Πανεπιστήμιου του Αιγαίου Σ. Κάτσικα (μόνο από αυτόν;), δεν είχε κανένα λόγο να πραγματοποιηθεί τώρα μέσα σ’ αυτό το κλίμα, τη λήξη δηλαδή των καταλήψεων, που έβαλαν μετ’ επιτάσεως την πλήρη απόσυρση του νομοσχέδιου Γιαννάκου και τη μη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, και μπροστά στον ελιγμό της κυβέρνησης να ξανανοίξει το διάλογο-οπερέτα.
Εγινε απλά και μόνο για να χρησιμοποιηθεί σαν άλλοθι για τη συμμετοχή κάποιων εκ των πρυτάνεων σ’ αυτό το στημένο «διάλογο», τον οποίο η κυβέρνηση θέλει να τελειώσει στο άψε-σβήσε. Πριν, λοιπόν, στεγνώσει το μελάνι τούτων των γραμμών, πληροφορηθήκαμε ότι αποφασίστηκε παρασκηνιακά η συμμετοχή των Σ. Κάτσικα, πρύτανη του Πανεπιστήμιου Αιγαίου, Χ. Χατζηθεοδώρου, πρύτανη του Πανεπιστήμιου Πάτρας, Ι. Παλλήκαρη, πρύτανη του Πανεπιστήμιου Κρήτης και τριμελούς Γραμματείας της Συνόδου των Προέδρων των ΤΕΙ, αποτελούμενη από τους Π. Κικίλια (πρόεδρο ΤΕΙ Πειραιά), Παναγιωτόπουλο (πρόεδρο ΤΕΙ Μεσολογγίου), Γεωργόπουλο (πρόεδρο ΤΕΙ Πάτρας), στη συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της βουλής, την Τετάρτη 12 Ιουλίου.
Η έκτακτη σύνοδος άπλωσε χέρι βοήθειας στη Μ. Γιαννάκου και την κυβέρνηση, που τόσο ανάγκη το έχει αυτή την περίοδο και νομιμοποίησε τον ελιγμό της, που τελικό σκοπό έχει την προώθηση του νομοσχέδιου, με κάποιες ίσως ακόμη ψευτοαλλαγές και στρογγυλέματα.
Αυτό επιζητά σ’ αυτή τη φάση η κυβέρνηση. Δεν την ενδιαφέρει πόσοι θα συμμετάσχουν σ’ αυτό το διάλογο-παρωδία, αρκεί κάποιοι να πάνε (σ.σ. και αυτό ήταν σίγουρο), ώστε να χρησιμοποιηθεί αυτός ο «διάλογος» ως εφαλτήριο για το κλείσιμο της ιστορίας με την ψήφιση του νομοσχέδιου. Τώρα, φαίνεται καθαρά πόσο επαίσχυντο ρόλο έπαιξε αυτή και μόνο η πραγματοποίηση της έκτακτης συνόδου των πρυτάνεων και πόσο ύπουλα μεθοδεύτηκε, αφού ήταν δεδομένο ότι έτσι κι αλλιώς η ΠΟΣΔΕΠ δεν θα συμμετείχε στο διάλογο.
Βέβαια, οι πρυτάνεις που συναίνεσαν στο φιάσκο, έπρεπε να κρατήσουν και κάποια προσχήματα. Δεν τα έδωσαν, λοιπόν, όλα στη Μ. Γιαννάκου, η οποία αχόρταγη και προφανώς μη ικανοποιημένη πλήρως δήλωσε: «Φοβούμαι ότι υπάρχει γενικώς σύγχυση».
Ακάλυπτοι από μεγάλα Πανεπιστήμια, με τις ηχηρές δεδηλωμένες αποχές του Μπαμπινιώτη, πρύτανη του Πανεπιστήμιου Αθήνας, του Σ. Παπαστάμου, πρύτανη του Παντείου, του Βελέντζα πρύτανη του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας (για τους δικούς του λόγους ο καθένας), την απουσία του Τσουγκαράκη, πρύτανη του Ιόνιου Πανεπιστήμιου και την αποχώρηση του Ανδρεόπουλου, πρύτανη του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, ο οποίος τους κατήγγειλε ως «γραφείο Τύπου του Αντώναρου» και ότι η σύνοδος εξελισσόταν σε βήμα καταγγελίας των κινητοποιήσεων των φοιτητών αντί να εστιάζει στην επίθεση της κυβέρνησης και το απαράδεκτο σχέδιο νόμου, οι 17 από τους 22 πρυτάνεις δήλωσαν ότι «δεν αντιμετωπίζονται με το κατατεθέν προσχέδιο νόμου οι βασικές κατευθύνσεις» που αυτοί είχαν καταθέσει με τις δικές τους προτάσεις. Και οι κατευθύνσεις αυτές είναι, σύμφωνα με αυτούς «η ανάγκη για ουσιαστική και πλήρη ακαδημαϊκή οικονομική και διοικητική αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων».
Στο σημείο αυτό οι πρυτάνεις φαίνεται να κλίνουν προς την πρόταση του Γ. Παπανδρέου και του Μπαμπινιώτη, να περάσουν οι ρυθμίσεις «μέσω των εσωτερικών κανονισμών των Πανεπιστημίων» και το «νέο θεσμικό πλαίσιο να είναι πραγματικά πλαίσιο, αποφεύγοντας λεπτομερείς και αποσπασματικές ρυθμίσεις». Εδώ, δηλαδή, το πανεπιστημιακό κατεστημένο υπερασπίζεται το ρόλο και τη θέση του, όμως ουσιαστική διαφωνία στις προωθούμενες αλλαγές δεν έχει. Η σύνοδος δεν υιοθέτησε την πρόταση Μπαμπινιώτη «για διάλογο από μηδενική βάση», θεωρώντας ότι βάση γι’ αυτόν μπορούν ν’ αποτελέσουν «όλες οι προτάσεις που έχουν μέχρι στιγμής κατατεθεί, καθώς και όσες κατατεθούν ενδεχομένως στο μέλλον», κάνοντας έτσι άνοιγμα προς όσους θα θελήσουν να συμμετάσχουν στο «διάλογο».
Αλλά υιοθετώντας ως «πρόταση διαλόγου» και το νομοσχέδιο της Μ. Γιαννάκου. Ως προς την ουσία του περιεχομένου του (κυρίως όσον αφορά στους φοιτητές) αντίθεση δεν έχει ούτε ο Μπαμπινιώτης, ο οποίος διαφωνεί με τη μεθόδευση και αναζητά τρόπο που «θα εκτόνωνε τη σύγκρουση που προκλήθηκε από άστοχους χειρισμούς και θα απομάκρυνε τον κίνδυνο να μη γίνει τίποτε τελικά στην Παιδεία υπό την πίεση του πολιτικού κόστους».
Το πράσινο φως δεν άναψε η σύνοδος στην κυβέρνηση και για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (στα οποία εναντιώνεται για λόγους μείωσης του κύρους του πανεπιστημιακού κατεστημένου και όχι για λόγους ουσίας), δηλώνοντας ότι «ο θεσμός των μη κρατικών/ιδιωτικών Πανεπιστημίων δεν λύνει κανένα από τα σοβαρά προβλήματα της πανεπιστημιακής Παιδείας».
Εν κατακλείδι, μπορεί το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση να μην πήραν όλα όσα θα ήθελαν από τη σύνοδο των πρυτάνεων, πήραν όμως το βασικότερο, τη συγκατάθεση να προωθήσουν τις αλλαγές-ταφόπλακα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Γιούλα Γκεσούλη