Το υπουργείο Παιδείας έδωσε στη δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα και άλλες διατάξεις». Η δημόσια διαβούλευση θα ολοκληρωθεί στις 14 Ιουνίου. Με το νομοσχέδιο οι συριζαίοι «μπαλώνουν», τροποποιούν ή και καταργούν διατάξεις του νόμου Διαμαντοπούλου, που ήταν η ταφόπλακα του δημόσιου Πανεπιστήμιου, χωρίς να τον καταργούν συνολικά, όπως άλλωστε κάνουν και με όλα τα αντιδραστικά νομοθετήματα των προηγούμενων κυβερνήσεων (π.χ. νομοθετικό πλαίσιο αξιολόγησης).
Επιδιώκουν να κερδίσουν «δημοκρατικούς πόντους», καταργώντας τα Συμβούλια Ιδρύματος του νόμου Διαμαντοπούλου, νομοθετώντας την ψευδεπίγραφη επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου, τη συμμετοχή των φοιτητών στα πανεπιστημιακά όργανα, τον υποτυπώδη έλεγχο των μεταπτυχιακών. Την ίδια στιγμή, όμως, προωθούν διατάξεις που διατηρούν και ενισχύουν την επιχειρηματική λειτουργία του Πανεπιστήμιου [π.χ. διετείς δομές στα ΑΕΙ για αποφοίτους ΕΠΑΛ, Κέντρα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης στα ΑΕΙ, δίδακτρα (τέλη φοίτησης) στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ), χρηματοδότηση από ιδιωτικούς φορείς, περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας]. Προωθούν, ακόμη, διατάξεις που υλοποιούν τις οδηγίες της κακόφημης Διακήρυξης της Μπολόνια (π.χ. τρεις κύκλους σπουδών, πιστωτικές μονάδες, πτυχίο master για τις πενταετείς αδιάσπαστες σπουδές – Πολυτεχνεία, Γεωπονικές Σχολές).
Χαρακτηριστικά άρθρα του σχεδίου νόμου, με τα οποία παίρνουν σάρκα και οστά τα παραπάνω είναι τα ακόλουθα:
Αρθρο 1
Στο άρθρο αυτό γίνεται λόγος για τους δύο «παράλληλους τομείς» της ανώτατης εκπαίδευσης, τον πανεπιστημιακό (Πανεπιστήμια) και τον τεχνολογικό (ΤΕΙ). Αναπαράγεται, λοιπόν, ο τραγέλαφος της «ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ με διαδικασίες «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», που είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών και έγινε με μοναδικό σκοπό να ανταποκριθεί και η Ελλάδα στη Διακήρυξη της Μπολόνια, που ορίζει ότι ο πρώτος κύκλος σπουδών είναι τριετούς διάρκειας (είναι η πρώτη φάση του «οδικού χάρτη» της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών, τον πρώτο κύκλο των οποίων θα παρακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών).
Στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού αναφέρονται επίσης τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να οργανώνονται στα Α.Ε.Ι. διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης για αποφοίτους των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑ.Λ.), τα οποία θα παρέχουν σχετικά διπλώματα επιπέδου 5 του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων».
Πρόκειται για «καθρεφτάκια», με τα οποία το υπουργείο προσπαθεί να ξεγελάσει τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που κατά κανόνα φοιτούν στα ΕΠΑΛ. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να αποσυμφορηθεί και η τάση για πανεπιστημιακές σπουδές, που εγκυμονεί κινδύνους για το αστικό σύστημα και τη διαιώνισή του. Τις λεπτομέρειες χρηματοδότησης των διετών προγραμμάτων δεν τις γνωρίζουμε.
Αρθρο 3
Πολύς θόρυβος ξεσηκώθηκε από τη ΝΔ για το άρθρο αυτό, που επαναφέρει τάχα το πανεπιστημιακό άσυλο. Στην πραγματικότητα η ΝΔ επιθυμούσε να παραμείνει ακέρια η λογική του νόμου Διαμαντοπούλου (Ν. 4009/2011), που καταργούσε πλήρως το πανεπιστημιακό άσυλο [καταργούνται οριστικά το άρθρο 2 του Ν. 1268/1982 (ΠΑΣΟΚ) και οι σχετικές παράγραφοι 1 έως και 7 και 9 του άρθρου 3 του Ν. 3549/2007 (Γιαννάκου)]. Οι συριζαίοι, όμως, θέλοντας να δημαγωγήσουν επαναφέρουν «για τα μάτια» το άσυλο.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 του σχεδίου νόμου προβλέπονται τα εξής:
Ακαδημαϊκές ελευθερίες
1. Στα Α.Ε.Ι. κατοχυρώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και στη διδασκαλία, καθώς και η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών. Το ακαδημαϊκό άσυλο αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση των δημοκρατικών αξιών, των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και στη διδασκαλία, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει.
2. Επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους των Α.Ε.Ι. λαμβάνει χώρα σε περιπτώσεις πλημμελημάτων και κακουργημάτων αυτεπαγγέλτως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση μετά από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου. Οι ως άνω περιορισμοί δεν ισχύουν για το Πυροσβεστικό Σώμα. (Οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Είναι σαφές ότι η έννοια του ακαδημαϊκού ασύλου στενεύει, αφού το άσυλο «αναγνωρίζεται για την κατοχύρωση… των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και τη διδασκαλία… την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει». Κοντολογίς, η κατάληψη π.χ. ενός Πανεπιστήμιου ακόμη και από τους φοιτητές μπορεί να θεωρηθεί πράξη «κατάλυσης» από τη μεριά τους του πανεπιστημιακού ασύλου, εφόσον με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται «το δικαίωμα στη μάθηση και την εργασία», εφόσον δηλαδή παρεμποδίζεται η διδασκαλία και η έρευνα ή η εργασία των υπόλοιπων μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας (καθηγητών, εργαζόμενων στο Πανεπιστήμιο).
Η επέμβαση των δυνάμεων καταστολής επιτρέπεται σε «περιπτώσεις πλημμελημάτων και κακουργημάτων αυτεπαγγέλτως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση μετά από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου». Προφανώς, η απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου, που αποτελείται από τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις, έναν εκπρόσωπο των φοιτητών, που υποδεικνύεται και προέρχεται από τους νομίμως ορισθέντες φοιτητές που μετέχουν στη Σύγκλητο και τον εκπρόσωπο των διοικητικών υπαλλήλων που μετέχει στη Σύγκλητο, λαμβάνεται κατά πλειοψηφία.
Σημειώνουμε ότι στο άρθρο 14 προβλέπεται ότι «το Πρυτανικό Συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα έστω και αν δεν έχει υποδειχθεί ο εκπρόσωπος των φοιτητών», ενώ «σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάχθηκε ο Πρύτανης». Αυτό, σε απλά ελληνικά, σημαίνει ότι ο Πρύτανης στην ουσία είναι αυτός που αποφασίζει να επιτρέψει την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής στο Πανεπιστήμιο.
Οι διατυπώσεις των συριζαίων είναι πολύ πονηρές και αφήνουν επίτηδες «κενά» στην ερμηνεία τους. Π.χ. δε γίνεται αναφορά σε ποιους χώρους του Πανεπιστήμιου αναφέρεται το άσυλο. Το σημειώνουμε αυτό επειδή ο νόμος Γιαννάκου (Ν. 3549/2007) περιόρισε για πρώτη φορά το άσυλο στους χώρους μόνο που πραγματοποιείται διδασκαλία και έρευνα, ενώ και το σχετικό άρθρο του σχεδίου νόμου αναφέρεται στην αναγνώριση του ασύλου στην έρευνα, τη διδασκαλία, τη μάθηση και την εργασία.
Για να αντιληφθούμε την ψευδεπίγραφη επαναφορά του ασύλου από τους συριζαίους θυμίζουμε τι ακριβώς προέβλεπε ο αρχικός νόμος που το αναγνώριζε (Ν. 1268/1982, άρθρο 2). Ο νόμος αυτός είναι πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις για λόγους που αναφέρουμε αμέσως παρακάτω, αν και αφήνει σαφώς περιθώρια για την επέμβαση των κατασταλτικών δυνάμεων:
♦ Η ακαδημαϊκή ελευθερία στη διδασκαλία και την έρευνα, καθώς και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών κατοχυρώνεται στα ΑΕΙ.
♦ Δεν επιτρέπεται η επιβολή ορισμένων μόνον μερικών επιστημονικών απόψεων και ιδεών και η διεξαγωγή απόρρητης έρευνας.
♦ Ολοι οι εργαζόμενοι στα ΑΕΙ, όπως και οι φοιτητές είναι ελεύθεροι να εκφράζονται συλλογικά μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα, που διευκολύνονται στη λειτουργία τους από τις πανεπιστημιακές αρχές.
♦ Για την κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της ελεύθερης επιστημονικής αναζήτησης και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών αναγνωρίζεται το Πανεπιστημιακό Ασυλο.
♦ Το Πανεπιστημιακό Ασυλο καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ και συνίσταται στην απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση ή άδεια του αρμόδιου οργάνου του ΑΕΙ, όπως αναφέρεται στη συνέχεια.
♦ Το όργανο αυτό είναι τριμελές και αποτελείται από τον Πρύτανη ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και ανά ένα εκπρόσωπο του Διδακτικού-Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) και των φοιτητών.
♦ Το όργανο αυτό αποφασίζει μόνο με ομοφωνία όλων των μελών του. Σε περίπτωση διαφωνίας συγκαλείται έκτακτα η Σύγκλητος του ΑΕΙ την ίδια μέρα προκειμένου να αποφασίσει σχετικά. Η τελική απόφαση παίρνεται με πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των παρόντων.
♦ Επέμβαση δημόσιας δύναμης χωρίς την άδεια του αρμόδιου οργάνου του ΑΕΙ επιτρέπεται μόνον εφόσον διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής.
Σημειώσαμε πιο πάνω ότι ο αρχικός νόμος (Ν. 1268/1982, άρθρο 2) είναι πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις. Ο λόγος είναι ότι το ΠΑΣΟΚ το 1982 εξαναγκάστηκε να θεσπίσει το πανεπιστημιακό άσυλο, στο περιβάλλον ενός ισχυρού, μαζικού και διεκδικητικού κινήματος στα Πανεπιστήμια και τους χώρους εργασίας, που έβγαινε απειλητικό μετά το τέλος της δικτατορίας και στον απόηχο της ηρωικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973. Προσπάθησε, λοιπόν, να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτό το κίνημα και την ανάγκη του αστικού συστήματος να υπάρξει έλεγχος των πρακτικών διεκδικητικής τακτικής του κινήματος που πραγματοποιούνταν στο έδαφος των πανεπιστημιακών χώρων (καταλήψεις από φοιτητές, εργαζόμενους στο πανεπιστήμιο, αλλά και από τάσεις του κινήματος εκτός των τειχών της πανεπιστημιακής κοινότητας).
Το πανεπιστημιακό άσυλο καταγράφηκε στη μνήμη του ελληνικού λαού (ιδίως με την κατάληψη της Νομικής και την εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73, στην οποία πήραν μέρος όχι μόνο φοιτητές, αλλά και μαθητές και εργαζόμενοι) ως μια ιερή έννοια και συνθήκη, την οποία δεν μπορούσαν να παραβιάσουν οι δυνάμεις καταστολής του κράτους.
Παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια υπήρξαν περιπτώσεις που το άσυλο καταλύθηκε από τους μπάτσους [το Νοέμβρη του 1985 στο Χημείο Αθηνών στο οποίο έγινε κατάληψη μετά τη δολοφονία του μαθητή Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυνομικό Μελίστα, η Επιτροπή Ασύλου, επί πρυτανείας Σταθόπουλου, αποφάσισε την άρση του και την εκκένωση του κτιρίου. Το 1991 επί πρυτανείας Μαρκάτου, μετά το κάψιμο του κτιρίου της πρυτανείας του ΕΜΠ (από δακρυγόνα που έριξαν τα ΜΑΤ). Το 1995, πάλι επί πρυτανείας Μαρκάτου, του γνωστού πλέον και ως πρύτανη των ΜΑΤ, το πανεπιστημιακό άσυλο ήρθη στον χώρο εντός του ΕΜΠ και στους γύρω δρόμους, με αποτέλεσμα να γίνουν μαζικές συλλήψεις και να φακελωθούν (και επομένως να κρατηθούν σε ομηρία) χιλιάδες νέοι], εν τούτοις οι κυβερνώντες δεν τόλμησαν να θεσμοθετήσουν την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Για πρώτη φορά γίνεται τέτοια προσπάθεια επί κυβέρνησης Καραμανλή, με τον νόμο Γιαννάκου. Είναι η δεκαετία που το ελληνικό αστικό σύστημα προσπαθεί να προσαρμοστεί στις κατευθύνσεις που επικρατούν στον ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης και στα αγγλοσαξωνικά πανεπιστήμια, με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και στην Παιδεία. Το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο απαιτεί ταυτόχρονα την επιβολή της σιωπής των αμνών. Εξ ου και η προώθηση και με το νομοθέτημα της Γιαννάκου των διακηρύξεων της Μπολόνια.
Αρθρο 4
Στην αποστολή των ΑΕΙ μεταξύ άλλων αναφέρονται ότι αυτά πρέπει: «Να συμβάλλουν στη διά βίου μάθηση με σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, με βάση την επιστημονική και τεχνολογική έρευνα στο ανώτερο επίπεδο ποιότητας κατά τα διεθνώς αναγνωρισμένα κριτήρια». «Να ανταποκρίνονται στις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας», «με προσήλωση στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής». «Να προωθούν τη συνεργασία με άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα και ερευνητικούς φορείς στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή, την αποτελεσματική κινητικότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού, των φοιτητών και των αποφοίτων τους, συμμετέχοντας στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα».
Αρθρο 5
Προβλέπεται η ίδρυση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση ΑΕΙ με Προεδρικό Διάταγμα των υπουργών Παιδείας, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης όταν, μεταξύ άλλων, αυτό «επιβάλλεται από τον δυσανάλογα μεγάλο ή αντίστοιχα μικρό ετήσιο αριθμό φοιτητών ή αποφοίτων ανά καθηγητή σε ένα Α.Ε.Ι.» ή αυτό «συνάδει µε τις οικονομικές και κοινωνικές αναπτυξιακές ανάγκες και τις δυνατότητες της χώρας ή μιας συγκεκριμένης περιφέρειας». Γνώμη εκφράζουν η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.), το Ε.Σ.Ε.Κ.Α.Α.Δ. (Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού) και, εκτός από την περίπτωση ίδρυσης νέου Α.Ε.Ι., η Σύγκλητος των οικείων Ιδρυμάτων.
Το άρθρο αυτό προετοιμάζει νέο «σχέδιο Αθηνά» παράλληλα με την «αναβάθμιση» και «αναδιάταξη» των ΤΕΙ με «αξιολόγηση», που θα φέρει συγχωνεύσεις κάποιων Τμημάτων με Πανεπιστήμια, καταργήσεις ή και υποβάθμιση άλλων.
Υπενθυμίζουμε ότι στο τριετές σχέδιο του υπουργείου Παιδείας αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Στο τέλος της διετίας, τα αποτελέσματα αυτών των αξιολογήσεων θα αποτελέσουν τη βάση για περαιτέρω σχεδιασμό της συνολικής αναδιοργάνωσης των Ιδρυμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επιδιωχθούν συνεργασίες εντός και μεταξύ των Ιδρυμάτων, έτσι ώστε, σε επόμενες φάσεις, να πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια για την αναβάθμισή τους περισσότερα Τμήματα. Εάν υπάρχουν Τμήματα στα οποία δεν υπάρχουν ευκαιρίες για σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να προσαρμοστούν στην απαιτούμενη διάρκεια σπουδών και τον τύπο του πτυχίου που παρέχεται».
Αρθρα 13- 26
Η λειτουργία των συλλογικών οργάνων (Σύγκλητος, Πρυτανικό Συμβούλιο που επανέρχεται, Κοσμητεία, Γενική Συνέλευση Σχολής, Τμήματος, Γενική Συνέλευση Τομέα) ενισχύεται με τη συμμετοχή φοιτητών και εργαζόμενων.
Πρόκειται για τη γνωστή συνδιοίκηση, με καθορισμένο τον ρόλο και τη φύση του Πανεπιστήμιου στον καπιταλισμό, που προώθησαν και στο παρελθόν όλα τα σοσιαλδημοκρατικά και ρεφορμιστικά κόμματα, με σκοπό να απορροφούν τους κραδασμούς από τις τυχόν αντιδράσεις και να ενσωματώνουν στο σύστημα φοιτητές και εργαζόμενους.
Στο σχέδιο νόμου προβλέπεται ότι «η Σύγκλητος συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα έστω και αν δεν έχουν οριστεί ή εκλεγεί οι εκπρόσωποι των φοιτητών, των μελών του λοιπού διδακτικού και εργαστηριακού προσωπικού και των διοικητικών υπαλλήλων».Επίσης, στις αρμοδιότητες της Συγκλήτου και του Πρυτανικού Συμβουλίου είναι και η κατάρτιση των «προγραμματικών συμφωνιών» του Ιδρύματος με το κράτος.
Οι «προγραμματικές συμφωνίες» με το κράτος, που αναφέρονται στον νόμο Διαμαντοπούλου, επιβάλλουν «στενό κορσέ» στα Ιδρύματα, πλήττουν το πολυδιαφημισμένο «αυτοδιοίκητο», είναι βασισμένες στην «απόδοση και αποδοτικότητα» των ΑΕΙ και η μη κατάρτισή τους συνεπάγεται την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης.
Αρθρο 15
Αναφέρεται στον τρόπο εκλογής των Πρυτάνεων και των Αντιπρυτάνεων. «Η ψηφοφορία είναι άμεση και μυστική και διεξάγεται με κάλπη». Προβλέπεται η «διεξαγωγή τυχόν επαναληπτικής ψηφοφορίας την ακριβώς επόμενη εργάσιμη ημέρα» σε περίπτωση που κάποιος από τους υποψήφιους δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία ή σε περίπτωση ισοψηφίας.
«Σε περίπτωση που κατά τη δεύτερη εκλογική διαδικασία με κάλπη, ισοψηφήσουν δύο υποψήφιοι, επαναλαμβάνεται η εκλογική διαδικασία με κάλπη. Σε περίπτωση δύο (2) διαδοχικών άγονων εκλογικών διαδικασιών με κάλπη για άλλο λόγο πλην ισοψηφίας, η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή υποχρεούται στη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας µέσω ηλεκτρονικής ψήφου». Η διαδικασία με ηλεκτρονική ψήφο επαναλαμβάνεται σε περίπτωση άγονης εκλογικής διαδικασίας (η επισήμανση δική μας).
Οι συριζαίοι διατηρούν την αντιδραστική επιλογή της ηλεκτρονικής ψήφου του νόμου Αρβανιτόπουλου, στην περίπτωση που το επιβάλλουν αυτό «άλλοι λόγοι», πλην ισοψηφίας. Φωτογραφίζουν, ενώ δεν τολμούν να το αναφέρουν για ευνόητους λόγους, την παρέμβαση του φοιτητικού κινήματος, που θα κρίνει σε κάποιες περιπτώσεις ότι επιβάλλεται με μαχητικές ενέργειες η ακύρωση των εκλογών των πρυτανικών αρχών. Ο Αρβανιτόπουλος εισήγαγε αυτήν τη ρύθμιση, ως τροποποίηση στο νόμο Διαμαντοπούλου, επειδή ο νόμος, στο σημείο αυτό, ήταν αδύνατον να βρει εφαρμογή λόγω της σθεναρής αντίστασης των φοιτητών.
Αρθρο 29
«Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων είναι δυνατό να ιδρύεται σε κάθε Α.Ε.Ι. Κέντρο Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.), μετά από απόφαση της Συγκλήτου».
«Το Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ. αποτελεί μονάδα του Ιδρύματος που εξασφαλίζει τον συντονισμό και τη διεπιστημονική συνεργασία στην ανάπτυξη προγραμμάτων επιμόρφωσης, συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, κατάρτισης και εν γένει δια βίου μάθησης».
«Τα υφιστάμενα Ινστιτούτα Διά Βίου Εκπαίδευσης των Ιδρυμάτων και τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης των Ιδρυμάτων ενσωματώνονται στο ΚΕΔΙΒΙΜ».
«Οι πόροι του Κέντρου μπορεί να είναι οι ακόλουθοι: α) Χρηματοδοτήσεις από επιχειρησιακά ή άλλα προγράμματα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση. β) Χρηματοδοτήσεις από φορείς του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα και από την Ευρωπαϊκή Ενωση και άλλους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και δωρεές και χορηγίες προς το Κέντρο. γ) Εσοδα από εκπαιδευομένους. δ) Εσοδα από την ανάπτυξη, παραγωγή και αξιοποίηση εκπαιδευτικού και άλλου υλικού, από την εκπόνηση μελετών, από την παροχή υπηρεσιών και από την εκτέλεση επιμορφωτικών έργων που αφορούν στη δια βίου μάθηση του Κέντρου» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Η ρύθμιση αυτή αποτελεί πλευρά του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου, που δεν υλοποιείται παρά με τη συμμετοχή επιχειρήσεων, ιδιωτών και της «τσέπης» των εργαζόμενων που θα αναζητήσουν σε αυτές τις δομές την εύρεση εργασίας ή μια καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση. Ταυτόχρονα αποτελεί για το αστικό κράτος μέσο απόκρυψης των μεγάλων ποσοστών ανεργίας και απαλλαγής από την ανάγκη γενναίας χρηματοδότησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Αρθρα 30-45
Τα άρθρα αυτά αναφέρονται στις μεταπτυχιακές σπουδές.
Το σχέδιο νόμου κάνει λόγο καθαρά για πρώτο, δεύτερο και τρίτο κύκλο σπουδών, διαχωρισμό που επέβαλε η Διακήρυξη της Μπολόνια, με πολύ συγκεκριμένο στόχο, να καθηλώσει τη συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών στον προπτυχιακό κύκλο, που ορίζει να είναι τριετής. Στόχος είναι να γίνουν αυτές οι σπουδές (πτυχίο bachelor) περισσότερο «φθηνές» και «ευέλικτες», γιατί αυτό απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Η ανέλιξη στους δυο τελευταίους κύκλους πρέπει να αποτελεί προνόμιο μόνο λίγων και εκλεκτών. Οι πολλοί, προορισμένοι για τις κατώτερες περιοχές της παραγωγής και των αστικών μηχανισμών, πρέπει να περιορίζονται στις απόλυτα απαραίτητες βασικές γνώσεις και δεξιότητες, με στόχο να είναι αναλώσιμοι για το κεφάλαιο και το σύστημα.
Οι συριζαίοι, θέλοντας να εμφανιστούν τάχαμου ως κοινωνικά ευαίσθητοι, εισάγουν με το σχέδιο νόμου ρυθμίσεις που σε επίπεδο, κυρίως εντυπώσεων, επιβάλλουν έναν στοιχειώδη έλεγχο στην οργάνωση και λειτουργία των μεταπτυχιακών και στην καθιέρωση διδάκτρων για τους φοιτητές (τώρα ονομάζονται πιο κομψά «τέλη φοίτησης»).
Η συγκυβέρνηση με την αλλαγή σκυτάλης στο υπουργείο Παιδείας (από τον Φίλη στον Γαβρόγλου) πήρε πίσω το σχέδιο νόμου της πρώην Αναπληρώτριας υπουργού Σίας Αναγνωστοπούλου, που έβαζε ένα «ταβάνι» στο ύψος των διδάκτρων, επειδή το πανεπιστημιακό κατεστημένο «ανέβηκε στα κάγκελα». Η φράση του Γαβρόγλου ότι «το Σχέδιο Νόμου για τα Μεταπτυχιακά έφερε συγκλονιστική αναστάτωση στα Πανεπιστήμια» δεν ειπώθηκε τυχαία. Η «συγκλονιστική αναστάτωση» αφορά τους πανεπιστημιακούς που δραστηριοποιούνται στην επικερδή μπίζνα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με το αζημίωτο. Συνεπώς, αυτός «βγήκε από τα δεξιά» στην Αναγνωστοπούλου και όχι από θέσεις προώθησης της δωρεάν Παιδείας.
Είναι αλήθεια ότι την τελευταία δεκαπενταετία η «βιομηχανία» των μεταπτυχιακών στα ελληνικά Πανεπιστήμια έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Εκατοντάδες προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών δημιουργήθηκαν, πατώντας πάνω στην αγωνία της σπουδάζουσας νεολαίας να εξασφαλίσει μια θέση στην αγορά εργασίας, μέσω τάχα της ιδιαίτερης ειδίκευσης που θα αποκτούσε σε κάποιον τομέα, αλλά και στην προσπάθεια των Πανεπιστημίων να επιβιώσουν εξοικονομώντας κονδύλια βγαλμένα από την «τσέπη» των μεταπτυχιακών φοιτητών, όπως και στην προσπάθεια πολλών πανεπιστημιακών καθηγητών να αυξήσουν τον μισθό τους διδάσκοντας στα μεταπτυχιακά προγράμματα.
Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια «άρρωστη» κατάσταση, όπου τα ιδρύματα και οι διδάσκοντες κέρδιζαν από το υστέρημα και τον πόθο των νέων να αποκατασταθούν επαγγελματικά, ενώ το αστικό κράτος έμενε αλώβητο σε ρόλο παρατηρητή, γλυτώνοντας κονδύλια για τη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα είναι φυσικό να υπάρχουν πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα αμφίβολης σημασίας και αξίας. Και πάνω απ’ όλα βεβαίως παραμένει το ουσιαστικό ερώτημα για την καθαυτό αξία των μεταπτυχιακών σπουδών. Γιατί π.χ. πολλές βασικές γνώσεις για την κατάκτηση μιας επιστήμης να μεταφέρονται στον μεταπτυχιακό κύκλο και να μην υπάρχουν στον βασικό κύκλο σπουδών, ώστε να αποτελέσουν κοινό κτήμα όλων των φοιτητών;
Η απάντηση βρίσκεται στη Μπολόνια. Το σχέδιο νόμου προβλέπει:
♦ Τα Π.Μ.Σ. ιδρύονται με απόφαση της Συγκλήτου, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Συνέλευσης του Τμήματος.
♦ Η Συνέλευση του Τμήματος εισηγείται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της.
♦ Στην εισήγηση εκτίθενται, μεταξύ άλλων, αναλυτικά: οι κατηγορίες των πτυχιούχων που γίνονται δεκτοί, ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών, οι δυνατότητες και οι ανάγκες του οικείου Τμήματος σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή για την απρόσκοπτη λειτουργία του προγράμματος, το αναλυτικό λειτουργικό κόστος του προγράμματος, οι πηγές χρηματοδότησης και οι εν γένει πόροι της λειτουργίας του, η ειδική αιτιολόγηση της τυχόν ανάγκης επιβολής τέλους φοίτησης, καθώς και του ύψους του τέλους αυτού σε αναλογία προς τις πάσης φύσεως παροχές προς τους φοιτητές.
♦ Η εισήγηση συνοδεύεται από μελέτη σκοπιμότητας, αναλυτικό προϋπολογισμό λειτουργίας κατ’ έτος και για πέντε (5) συνεχή έτη, καθώς και έκθεση βιωσιμότητας του προγράμματος.
♦ Αν το 1/3 των καθηγητών και υπηρετούντων λεκτόρων του οικείου Τμήματος θεωρεί ότι το τέλος φοίτησης που ορίζεται στην εισήγηση είναι υψηλό, ζητά να καταχωρισθούν οι ειδικά αιτιολογημένες αντιρρήσεις του στην εισήγηση προς τη Σύγκλητο, η οποία και αποφαίνεται αιτιολογώντας την απόφασή της.
♦ Η απόφαση ίδρυσης του Π.Μ.Σ., προτού δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κοινοποιείται στον υπουργό Παιδείας. Αν ο υπουργός διαπιστώσει α) ότι υπάρχει πρόδηλη δυσαναλογία μεταξύ των τελών φοίτησης και των παροχών προς τους φοιτητές, ή β) ότι το ύψος των τελών φοίτησης είναι τέτοιο που καθιστά αδύνατη ή δυσχερή τη συμμετοχή σε Π.Μ.Σ. φοιτητών περιορισμένης εισοδηματικής ικανότητας παραβιάζοντας τη γενική ελευθερία πρόσβασης στην παιδεία, ή γ) ότι δεν είναι επαρκώς δικαιολογημένο το λειτουργικό κόστος του προγράμματος, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 37, αναπέμπει με ειδική αιτιολογία την απόφαση στη Σύγκλητο.
Αν ο υπουργός Παιδείας δεν αναπέμψει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επομένη της κοινοποίησης σε αυτόν, την απόφαση ίδρυσης Π.Μ.Σ., ο Πρύτανης υποχρεούται να δημοσιεύσει την απόφαση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και να ενημερώσει ταυτοχρόνως τον υπουργό Παιδείας.
Κάθε πέντε (5) έτη η αξιολόγηση της παρ. 6 του άρθρου 44 κατατίθεται στη Σύγκλητο, η οποία αποφασίζει αν θα συνεχιστεί ή όχι η λειτουργία του Π.Μ.Σ.
♦ Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές έχουν όλα τα δικαιώματα και τις παροχές που προβλέπονται και για τους φοιτητές του πρώτου κύκλου σπουδών, πλην του δικαιώματος παροχής δωρεάν διδακτικών συγγραμμάτων.
♦ Απαλλάσσονται των τελών φοίτησης στα Π.Μ.Σ. οι φοιτητές, των οποίων το ατομικό, εφόσον διαθέτουν ίδιο εισόδημα, και το οικογενειακό διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα δεν υπερβαίνουν αυτοτελώς το 70% του εθνικού διάμεσου διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα κάθε φορά δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ). Η αίτηση απαλλαγής από τα τέλη φοίτησης υποβάλλεται ύστερα από την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής των φοιτητών των Π.Μ.Σ.
Το σχέδιο νόμου ισχυρίζεται ότι «η οικονομική κατάσταση υποψηφίου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί λόγο μη επιλογής σε Π.Μ.Σ.». Ομως, η οικτρή οικονομική κατάσταση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, σε συνδυασμό με την «αιτιολόγηση» από τη μεριά τους της αναγκαιότητας επιβολής τελών φοίτησης, η εισήγηση για τον ανώτατο αριθμό φοιτητών που μπορούν να δεχθούν στα Π.Μ.Σ. και για τις δυνατότητες των Τμημάτων σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, καθώς και η «αβλεψία» του υπουργού Παιδείας να αναπέμψει την εισήγηση μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των 30 ημερών, περί άλλα συνηγορούν.
♦ Οι διδάσκοντες σε Π.Μ.Σ. προέρχονται κατά 60% τουλάχιστον από καθηγητές, υπηρετούντες λέκτορες ή αφυπηρετήσαντες καθηγητές του οικείου Τμήματος. Σε περίπτωση διατμηματικού Π.Μ.Σ., τουλάχιστον το 80% των διδασκόντων προέρχεται από καθηγητές, υπηρετούντες λέκτορες ή αφυπηρετήσαντες καθηγητές των συνεργαζόμενων Τμημάτων.
♦ Προϋπόθεση για την αμοιβή καθηγητή ή υπηρετούντος λέκτορα για τη συμμετοχή του σε Π.Μ.Σ., με τη μορφή μαθήματος, σεμιναρίου ή εργαστηρίου, αποτελεί η αμισθί διδασκαλία, επιπλέον των νομίμων υποχρεώσεών του, ενός μαθήματος, σεμιναρίου ή εργαστηρίου, αντίστοιχα, σε τουλάχιστον ένα Π.Μ.Σ. του Τμήματός του ή άλλου Τμήματος του ιδίου ή άλλου Α.Ε.Ι., εφόσον στο Τμήμα του δεν λειτουργεί Π.Μ.Σ.
Η κατά την προηγούμενη παράγραφο αμοιβή των καθηγητών και υπηρετούντων λεκτόρων για την με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή τους σε ένα ή περισσότερα Π.Μ.Σ. δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά μήνα το 20% των μηνιαίων τακτικών αποδοχών τους.
♦ Οι διδακτορικές σπουδές προσφέρονται δωρεάν.
Αρθρο 46
Οι σπουδές πρώτου κύκλου, που διαρκούν κατ’ ελάχιστον δέκα (10) ακαδημαϊκά εξάμηνα (υποχρεωτικά εξάμηνα για τη λήψη πτυχίου ή διπλώματος σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών) (Πολυτεχνεία, Γεωπονικές) οδηγούν στην απονομή ενιαίου και αδιάσπαστου τίτλου σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου (integrated master).
Τη ρύθμιση αυτή την κατακρίναμε από την πρώτη στιγμή που τέθηκε ως ιδέα και απαίτηση από το ΕΜΠ, το ΤΕΕ και το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, τονίζοντας ότι πρόκειται για καραμπινάτο συντεχνιακό αίτημα, που σηματοδοτεί έμμεση αποδοχή της κακόφημης Μπολόνια, που ορίζει ότι το βασικό πτυχίο (bachelor) αποκτάται μετά από τριετείς σπουδές. Οταν οι πενταετείς αδιάσπαστες σπουδές οδηγούν σε master, αυτόματα εξισώνονται όλες οι υπόλοιπες σπουδές των ελληνικών πανεπιστημίων, που είναι τετραετείς, με τον πρώτο τριετή κύκλο της Μπολόνια. Κοντολογίς, υποβαθμίζονται.
Αρθρο 47
Ιδρύονται τα Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας (Α.Σ.Α.Ε.Ε.) σε κάθε διοικητική Περιφέρεια. Το Α.Σ.Α.Ε.Ε. έχει, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα της χάραξης «προτάσεων στρατηγικής» για την ανάπτυξη των ΑΕΙ και των Ερευνητικών Κέντρων.
«Λαμβάνει υπόψη ιδίως τις αναπτυξιακές προοπτικές και τους στόχους» των ΑΕΙ και των ΕΚ, «την αναπτυξιακή πολιτική της Περιφέρειας», «την προώθηση της συνεργασίας και της ανάπτυξης δράσεων αλληλεπίδρασης μεταξύ των Α.Ε.Ι. και Ε.Κ. με κοινωνικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς φορείς της οικείας Περιφέρειας».
Στο διετές σχέδιο στρατηγικής που συντάσσει αποτυπώνονται οι δράσεις που εξασφαλίζουν «τη σύνδεση με την τοπική κοινωνία» και «τη συμβολή των Α.Ε.Ι. και Ε.Κ. στην οικονομική ανάπτυξη της Περιφέρειας, μέσω της ανάπτυξης του εμπορίου, της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας και των επαγγελμάτων».
Προκειμένου το Α.Σ.Α.Ε.Ε. να συντάξει το σχέδιο στρατηγικής «ζητά τη γνώμη των Επιμελητηρίων που εδρεύουν στην οικεία Περιφέρεια». Τα Επιμελητήρια καλούνται να εκφράσουν γνώμη, αλλά και να συμμετέχουν στην συζήτηση.
Το Α.Σ.Α.Ε.Ε. αποτελείται από δέκα εννέα (19) μέλη: α) δεκαέξι (16) μέλη είναι καθηγητές των Α.Ε.Ι. της ίδιας ή άλλης Περιφέρειας ή της αλλοδαπής και ερευνητές Ε.Κ. της οικείας Περιφέρειας β) ένα (1) μέλος υποδεικνύεται από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας και Καινοτομίας (Ε.Σ.Ε.Κ.), δ) ένα (1) μέλος ορίζεται με απόφαση του υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, ε) ένα (1) μέλος ορίζεται με απόφαση του υπουργού Παιδείας.
Η αντικατάσταση των Συμβουλίων Ιδρύματος του νόμου Διαμαντοπούλου από τα περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια είναι άλλο ένα κόλπο των συριζαίων για να διαφύγουν από την εξαγγελία με την οποία μας παραμύθιαζαν προεκλογικά, αλλά και αμέσως μετά, για την ολοκληρωτική κατάργηση αυτών των αντιδραστικών οργάνων, που ήταν επικεφαλής του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου, διασφαλίζοντας τη λειτουργία του.
Τα Συμβούλια Ιδρύματος επενέβαιναν επίσης στην εκλογή των πρυτανικών αρχών και στο ακαδημαϊκό έργο. Με την απόδοση αυτών των αρμοδιοτήτων και πάλι στα Πανεπιστήμια, το επιχειρηματικό σκέλος έμενε «ξεκρέμαστο». Γι’ αυτό και οι συριζαίοι έπρεπε να σκαρφιστούν μια νέα δομή, στην οποία δε θα εναντιώνονταν το πανεπιστημιακό κατεστημένο, μιας και το ίδιο δεν είναι αντίθετο με τις μπίζνες που μπορούν να αναπτύξουν τα ιδρύματα. Εξ ου και η συμμετοχή και πάλι στα Ακαδημαϊκά Συμβούλια των «τοπικών παραγόντων» και των εκπροσώπων των καπιταλιστών.
Το σχέδιο νόμου δε διευκρινίζει την ταυτότητα των μελών του Συμβουλίου που ορίζονται με απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Καινοτομίας, και των υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Παιδείας.
Σύμφωνα, όμως, με παλαιότερη δήλωση του Γαβρόγλου, στα νέα αυτά Συμβούλια, θα μετέχουν «εκπρόσωποι των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και των ΤΕΙ, μέλη των ερευνητικών ινστιτούτων και εκπρόσωποι της Περιφέρειας και του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου» (Πηγή: υπουργείο Παιδείας).
Ο ίδιος επίσης έχει δηλώσει ότι «τα Περιφερειακά αυτά Συμβούλια με βάση συγκεκριμένες προτάσεις, και με σύμφωνη γνώμη των Ιδρυμάτων της κάθε περιφέρειας, θα διεκδικούν χρηματοδοτήσεις και από πηγές διαφορετικές του κρατικού προϋπολογισμού (ΠΕΠ), αλλά και από διεθνείς φορείς, όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων», «θα έχουν αναπτυξιακό και συντονιστικό ρόλο» και «θα ασκούν απολογιστικό έλεγχο στα οικονομικά των ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων».
Τα παραπάνω προβλέπονται και στο σχετικό άρθρο του σχεδίου νόμου.
Γιούλα Γκεσούλη