Πρεμιέρα πανελλαδικών εξετάσεων σήμερα και από το πρωί ξεκίνησαν οι «συμβουλές» προς τους υποψήφιους: να μην έχουν άγχος, να μην θεωρούν ότι τα πάντα στη ζωή καθορίζονται από την είσοδο στο Πανεπιστήμιο, γιατί υπάρχουν κι άλλες ευκαιρίες που κάποιος πρέπει να αρπάξει ώστε να πορευτεί στο μέλλον, κτλ., κτλ.
Το ζήτημα είναι ότι όλες αυτές οι παραινέσεις προέρχονται από αυτούς που είναι υπέρμαχοι του μαθητοκτόνου και βαθιά ψυχοφθόρου αυτού θεσμού, ενός θεσμού αυστηρής επιλογής, που πλήττει ιδιαίτερα σκληρά τα παιδιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και που διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού απ’ όλο τον αστισμό, γιατί λειτουργεί ως λαιμητόμος για την ιστορικά διαμορφωμένη τάση της νεολαίας της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, μέσω της οποίας διατηρείται ζωντανή η ελπίδα για επαγγελματική αποκατάσταση, για μια καλύτερη ζωή από αυτήν των προηγούμενων γενεών.
Οι πανελλαδικές αποτελούν τις «ιερές αγελάδες» του συστήματος που απαιτεί να μείνουν ανέγγιχτες και για τον λόγο ότι -έστω και μέσω αυτού του στρεβλού τρόπου (της προσμονής για επαγγελματική αποκατάσταση και όχι αυτής καθαυτής της επιδίωξης της μόρφωσης ως αυταξίας)- οι νέοι έρχονται σε επαφή με τη γνώση και την επιστήμη, γεγονός που ανοίγει τους ορίζοντές τους και τους διαμορφώνει ως προσωπικότητες, καθιστώντας τους περισσότερο διεκδικητικούς και απαιτητικούς στον μετέπειτα εργασιακό τους βίο.
Σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, με αφορμή ιδιαίτερα σκληρά αντιεκπαιδευτικά μέτρα που προωθούνταν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ειδικά στο Λύκειο, που αποτελεί προθάλαμο των Πανεπιστημίων, οι νέοι που έπαιρναν μέρος στο μαζικό, μαχητικό μαθητικό κίνημα, έστω και αυθόρμητα και χωρίς ιδιαίτερη συνειδητή προσέγγιση, αγκάλιασαν το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το αίτημα αυτό το υιοθέτησαν καθαρά καιροσκοπικά οι συριζαίοι, οι οποίοι ενώ έκαναν μεγάλη σπέκουλα ως αντιπολίτευση, στη συνέχεια, όταν έγιναν κυβέρνηση, το απεμπόλησαν, υιοθετώντας προς το τέλος της κυβερνητικής τους θητείας μια καρικατούρα «ελεύθερης πρόσβασης», καθαρά για να προσφέρουν μια στοιχειώδη ικανοποίηση στο εσωτερικό ακροατήριο του «ΣΥΡΙΖΑ του 4%», ενώ στη μεγάλη εικόνα και σ’ αυτόν τον τομέα, της εκπαίδευσης, ταυτίστηκαν απόλυτα με τις κεφαλαιοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές (ρεαλισμός αποκαλείται). Φρόντισαν δε να εντείνουν τους ταξικούς φραγμούς στο Λύκειο, καθιερώνοντας ουσιαστικά διπλές πανελλαδικές εξετάσεις και μετατρέποντας την Γ΄Λυκείου σε μια τάξη-φροντιστήριο, αποκόπτοντάς την από τον ενιαίο κορμό του Λυκείου.
Η ΝΔ, πιστή στη νοοτροπία της Δεξιάς, επανέφερε τα πράγματα στην αρχική τους μορφή, επειδή δεν θέλει επουδενί να καλλιεργούνται ακόμη και αυτές οι φρούδες ελπίδες που δημιουργούσε η καρικατούρα «ελεύθερης πρόσβασης» των συριζαίων.
Και επέβαλε νέους ταξικούς φραγμούς αυστηροποίησης του Λυκείου, νομιμοποίησης και επέκτασης της παιδικής εργασίας. Ομως, το βαρύ πυροβολικό της, που θα αποκλείσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεκάδες χιλιάδες υποψήφιους, είναι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, μαζί, βεβαίως, με τον κλειστό αριθμό εισακτέων, τον οποίο μειώνει σταδιακά.
Αν και σήμερα, με τη γενικότερη κατάσταση του κινήματος, μοιάζει μακρινό όνειρο το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης, στην πραγματικότητα είναι το μόνο ρεαλιστικό αίτημα που οφείλει το μαθητικό κίνημα, οι πρωτοπόροι μαθητές, να το επαναδιατυπώσει και να το βάλει στην προμετωπίδα του, γιατί είναι το μόνο που απαντά στην προώθηση των ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου, της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας.
Παρόλο που έχουν περάσει 10 χρόνια, θεωρούμε ότι το άρθρο που είχαμε δημοσιεύσει στην Κόντρα στις 21 Μαΐου του 2011, είναι και σήμερα εξίσου επίκαιρο, γι’ αυτό και το παραθέτουμε:
Να ξαναζωντανέψει το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης στα Πανεπιστήμια
Την εποχή που οι μαθητικές καταλήψεις έπαιρναν μορφή χιονοστιβάδας και οι στεντόρειες φωνές των παιδιών δονούσαν τους δρόμους, όταν στις σχολικές αίθουσες κι αυλές τα «πηγαδάκια» ζωντάνευαν τις αγωνίες, την εναντίωση στις προσπάθειες εγκλωβισμού του σχολείου μέσα σε σιδερένιες τανάλιες, το σύνθημα της ελεύθερης πρόσβασης στη μόρφωση, που στην πράξη κορυφώνονταν με την κατάργηση των εξετάσεων πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, ήταν στο κέντρο των ζυμώσεων και προβληματισμών των μαθητών.
Από τότε χύθηκε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Η κοινωνία, με εντατικούς ρυθμούς, κλείστηκε στο καβούκι του ατομισμού, ο διαγκωνισμός για μια θέση στον ήλιο έδωσε και πήρε, η αγριανθρωπική συμπεριφορά με κυρίαρχο σλόγκαν το «ο θάνατός σου η ζωή μου», παράλληλα -και εξ αιτίας- με την υποχώρηση του κινήματος, δηλητηρίασε τις ζωές μας. Μοναδική αναλαμπή η νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη (εξαιτίας της τραγικής δολοφονίας ενός μικρού παιδιού από τις δυνάμεις καταστολής), ως ανάγκη κοινής έκφρασης, συλλογικής εναντίωσης ενάντια σ’ ένα σύστημα που δολοφονεί και κατακρεουργεί κάθε πτυχή της ζωής των νέων.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες παθογένειας ολόκληρης της εργαζόμενης κοινωνίας, ήταν φυσικό να υποχωρήσει και το αίτημα για ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια, αφού εμμέσως αποδεχόταν την άποψη ότι όλοι οι νέοι είναι ικανοί τελικά να σπουδάσουν, ότι το δικαίωμα στη μόρφωση πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτο για όλους και απεριόριστο και μετρούσε τις ανάγκες από τη σκοπιά των ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου και όχι από τη στενή σκοπιά των συμφερόντων του κεφαλαίου, που έβαζε τα ψευτοδιλήμματα τι θα γίνει π.χ. με όλους αυτούς που θέλουν να σπουδάσουν γιατροί ή μηχανικοί, ή πού θα βρεθούν τόσα λεφτά για να στηριχτούν τα Πανεπιστήμια ή τι θα γίνει με το πλήθος τόσων απόφοιτων που θα ψάχνουν για δουλειά, κ.λπ. Και μιλάμε για ψευτοδιλήμματα, γιατί η κατάργηση των εξετάσεων δεν συνιστά και κατάργηση του ταξικού διαχωρισμού, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα του παιδιού, το μορφωτικό του επίπεδο, τις δυνατότητές του και την εξέλιξή του στο πλαίσιο της μαθησιακής διαδικασίας, παρά την ακύρωση μόνο ενός ταξικού φραγμού, γιατί για την ανεργία δεν φταίει ο μεγάλος αριθμός πτυχιούχων, αλλά το καπιταλιστικό σύστημα που κινείται με γνώμονα το μέγιστο κέρδος (απόδειξη ότι και τώρα χιλιάδες πτυχιούχοι σταλίζουν στις λίστες μακροχρόνιας ανεργίας), γιατί τα παιδιά των εχόντων και κατεχόντων τελικά σπουδάζουν, ακόμη και αν δεν επιτύχουν στις εδώ εξετάσεις, σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης ήταν ένα απελευθερωτικό αίτημα. Ανοιγε πραγματικούς ορίζοντες στην πάλη της νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας. Καταρχήν, καλλιεργούσε αισθήματα αλληλεγγύης και έστηνε στον τοίχο τον ανταγωνισμό και την αγριανθρωπική συμπεριφορά για την επικράτηση δήθεν των «των πιο άξιων». Επειτα, έμπαζε τη συνείδηση ότι όλοι οι εργαζόμενοι και τα παιδιά τους είμαστε ένα απέναντι στ’ αφεντικά, που μας θέλουν αμόρφωτους, ώστε να μας διαχειρίζονται καλύτερα και να μας λιώνουν στα κάτεργα της μισθωτής σκλαβιάς. Τέλος, στην πάλη για την πραγμάτωσή του, ξεσκέπαζε ολόκληρο το εκμεταλλευτικό σύστημα, αποδείκνυε με τρόπο παραστατικό ότι το δικαίωμα για μόρφωση και δουλειά, το δικαίωμα της πολύπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας, το δικαίωμα στη χαρά της ζωής, το δικαίωμα στη γνώση και τη συμμετοχή στον πολιτισμό δεν παίρνουν σάρκα και οστά χωρίς να γκρεμιστεί ο καπιταλισμός.
Τον τελευταίο καιρό, με εξαίρεση το χρόνο μετά το Μνημόνιο, όπου έχει σβήσει -ακόμη και σε επίπεδο λόγων- παντελώς κάθε ίχνος κοινωνικής δημαγωγίας, το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης διαστρεβλώθηκε οικτρά από κυβερνώντες και οπορτουνιστική αριστερά (ο Περισσός ήταν ανέκαθεν υπέρ των εξετάσεων). Η κάλπικη «ελεύθερη πρόσβαση», που όλοι αυτοί διατυμπανίζουν, υποκρύπτει τη θεσμοθέτηση άλλων φίλτρων και ταξικών ναρκών που τοποθετούνται σε άλλα σημεία της διαδρομής της δευτεροβάθμιας ή και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (εξ ου και το προπαρασκευαστικό πανεπιστημιακό έτος, που απαιτεί εξετάσεις ή άλλου είδους αξιολογικά φίλτρα για τη συνέχιση των σπουδών).
Ελεύθερη πρόσβαση, όμως, σημαίνει κατάργηση όλων των εξετάσεων και όλων των αξιολογικών κρίσεων (και μέσα στο Λύκειο), που βάζουν πρόσθετους βαρείς ταξικούς φραγμούς στην πλάτη του νέου, που ήδη σηκώνει το επαχθές φορτίο του ταξικού διαχωρισμού.
Η ανάγκη ν’ αποτινάξουμε το ζυγό του Μνημόνιου, η ανάγκη να σώσουμε τη δημόσια εκπαίδευση από τον αφανισμό, να βγούμε στο προσκήνιο με μοναδική παντιέρα τα δικά μας ανεξάρτητα ταξικά συμφέροντα, η ανάγκη να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, επιτάσσουν και την ανάσταση του αιτήματος της ελεύθερης πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, του δικαιώματος στη Μόρφωση και στη Δουλειά. Οσο πορευόμαστε μίζερα και με το φόβο, με το φόβο ότι το κεφάλαιο είναι παντοδύναμο, τότε δεν έχουμε ελπίδα διαφυγής. Ας κάτσουμε καλύτερα να μας σφάξουν.
Γιούλα Γκεσούλη