Το think tank του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) , το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), δημοσίευσε έρευνα με τίτλο «Κρίση, δημογραφικές μεταβολές και επιπτώσεις στην εκπαίδευση». Η έρευνα «διερευνά τις επιπτώσεις της κρίσης που ξέσπασε το 2009 και της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος» και διατυπώνει προτάσεις που κάθε άλλο παρά «ουδέτερες» ιδεολογικά και πολιτικά είναι.
Τα κίνητρα του δήθεν «ανεξάρτητου» αυτού Οργανισμού εκφράζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και συνεπώς οι προτάσεις του συνιστούν τις κατευθύνσεις της στρατηγικής του κεφαλαίου (εγχώριου και διεθνούς) για μια εκπαίδευση φθηνή, ευέλικτη, «αποδοτική» για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, υποταγμένη στην καπιταλιστική αγορά, υπό συνεχή και αυστηρή εποπτεία.
Τα στοιχεία που απαριθμούνται δείχνουν τις τεράστιες επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης στη δημόσια εκπαίδευση και τους ανθρώπους της. Μαθητικός πληθυσμός, εκπαιδευτικοί, σχολικές μονάδες συρρικνώθηκαν και η κατάσταση διαγράφεται απελπιστική για τα επόμενα χρόνια. Οι προτάσεις, βεβαίως, δεν είναι γενναιόδωρες. Οι καπιταλιστές θεωρούν ότι τα προβλήματα (μειωμένες δαπάνες, εκπαιδευτικό προσωπικό, κ.λπ.) είναι προβλήματα διαχείρισης από την εξουσία και προτείνουν το παραπέρα βάθεμα των αντιδραστικών σχεδιασμών στην εκπαίδευση, που είτε ήδη εφαρμόζονται είτε βρίσκονται «στα σκαριά», στο πλαίσιο των «καλών πρακτικών» της ΕΕ και των όσων υποστηρίζονται από τον ΟΟΣΑ.
Τα στοιχεία
♦ Από το 2000 έως το 2010 ο αριθμός των εκπαιδευτικών στη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε από 145 χιλ. σε 180 χιλ. (+24,3%). Αντίθετα μειώθηκε σημαντικά την οκταετία της κρίσης. Από 180 χιλ. το 2010 σε 152 χιλ. το 2017 (-15,6%).
Οι αποχωρήσεις εκπαιδευτικών λόγω συνταξιοδότησης, η συνεχιζόμενη αδιοριστία και τα απανωτά μέτρα, όπως οι καταργήσεις-συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων, οι διπλές και τριπλές αναθέσεις μαθημάτων, η κατάργηση ολιγομελών τμημάτων, η κατάργηση του υπεύθυνου δάσκαλου για το ολοήμερο πρόγραμμα, η αύξηση του διδακτικού ωραρίου, κ.λπ. έκαναν το θαύμα τους.
♦ Οι αυξομειώσεις του αριθμού των εκπαιδευτικών που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, μετέβαλαν τις αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών στο σύνολο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, πριν από την κρίση, η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών από 1:10,6 (2000) μειώθηκε σε 1:8,2 (2009). Μετά την έναρξη της κρίσης, οι αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών αυξήθηκαν εκ νέου σε 1:9,5 (2017).
Το εκπαιδευτικό κίνημα πάλεψε και επέβαλε τη μείωση των μαθητών ανά τμήμα. Στη συνέχεια, ο αριθμός παγιώθηκε στο 1/25, με περιθώριο αύξησης +10% των μαθητών. Η πρακτική της αύξησης του αριθμού των μαθητών πήρε διαστάσεις την περίοδο της κρίσης, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα πολυπληθή τμήματα δίνουν το στίγμα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι καταργήσεις σχολείων και τμημάτων στην απομακρυσμένη επαρχία και η μεταφορά των μαθητών σε κεντρικότερα σχολεία (με όλα τα προβλήματα) συνέβαλε σε αυτό. Υπενθυμίζουμε ότι το εκπαιδευτικό κίνημα, που παλεύει για ένα καλύτερο δημόσιο σχολείο και προτάσσει το συμφέρον των μικρών παιδιών, ζητά τη μείωση των μαθητών ανά τμήμα σε 1/20 και στα Νηπιαγωγεία και τις μικρές τάξεις σε 1/15.
Οι διαχειριστές του συστήματος, οι καπιταλιστές, η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ, όμως, στις μελέτες τους, που στόχο έχουν να παρουσιάσουν μια στρεβλή εικόνα και εξ αυτής να πράξουν όπως συμφέρει στο σύστημα και στον περιορισμό των δαπανών, συνεχίζουν να εξάγουν «δεδομένα» παίρνοντας το μέσο όρο των μαθητών ανά εκπαιδευτικό στο σύνολο της επικράτειας, παραβλέποντας τις ιδιομορφίες της Ελλάδας και ταυτίζοντας τα δεδομένα της με τα δεδομένα των χωρών της ΕΕ που και ανεπτυγμένες καπιταλιστικά είναι και διαφορετικό γεωφυσικό σχηματισμό διαθέτουν. Τέτοιο σκοπό υπηρετεί και το συμπέρασμα της μελέτης του ΙΟΒΕ: «Παρά την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε από το 2010 και έπειτα, οι αναλογίες εκπαιδευτικών μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν στην Ελλάδα μικρότερες από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, οι αναλογίες αυτές είναι μικρότερες από το μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών είτε στις κεντρικές περιφέρειες της χώρας (Αττική, Κεντρική Μακεδονία), όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού πληθυσμού, είτε στις περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές με μικρότερο πληθυσμό και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες (π.χ. δυσπρόσιτα σχολεία νησιωτικών ή ορεινών περιοχών)».
Επειτα από τέτοια «ανάλυση», φυσικό είναι να ακολουθήσουν και τα αντίστοιχα συμπεράσματα: «Συνεπώς, οι ελλείψεις και τα κενά εκπαιδευτικών που παρουσιάζονται κάθε χρόνο στα ελληνικά σχολεία, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης στην αξιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης, καθώς και του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος», «Η μελέτη έδειξε ότι παρά την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε το ξέσπασμα της κρίσης και τη μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών, και των σχολικών μονάδων, η διαχείριση και αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού και του δικτύου σχολικών υποδομών του εκπαιδευτικού συστήματος στο πλαίσιο της κεντρικής διοίκησης του κράτους, υστερεί έναντι των άλλων χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ».
Το πώς εννοούν οι καπιταλιστές την «αξιοποίηση και διαχείριση» των εκπαιδευτικών, των σχολικών μονάδων και των προγραμμάτων σπουδών θα το δούμε στη συνέχεια.
♦ Υστερα από την έναρξη της κρίσης και ως αποτέλεσμα της διακοπής των προσλήψεων, η αναλογία μονίμων/αναπληρωτών εκπαιδευτικών μεταβλήθηκε σημαντικά. Στο δημοτικό σχολείο από 7% το 2004 και 6,6% το 2008 σε 18,7% το 2015, στο Λύκειο το ποσοστό των αναπληρωτών από 3,1% το 2002 και 3,6% το 2009 ανήλθε σε 6,8% το 2015, ενώ στην Επαγγελματική Εκπαίδευση από 7,4% το 2002 και 4,8% το 2009 ανήλθε σε 8,9 το 2015.
Εχουμε δηλαδή τη δραματική αύξηση του αριθμού των αναπληρωτών, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την εκπαιδευτική διαδικασία, τη δυσαναπλήρωση και καθυστέρηση κάλυψης των κενών, αλλά και τις ζωές και τις οικογένειες αυτών των εκπαιδευτικών, που γυρνούν σε όλη την Ελλάδα υπηρετώντας το δημόσιο σχολείο, με πενιχρότατους μισθούς, με αβέβαιο μέλλον, όντας όμηροι μιας ανάλγητης πολιτικής.
♦ Ο αριθμός των σχολικών μονάδων, έβαινε μειούμενος με αργό ρυθμό την περίοδο πριν από την κρίση (-1,1%, από 15.714 το 2000 σε 15.547 το 2009) και επιταχύνθηκε έτσι ώστε το 2015 μειώθηκε σε 13.870 (μείωση 10,8%).
Η εξαφάνιση από τον εκπαιδευτικό χάρτη 1.844 σχολείων μέσα σε μια πενταετία αποκαλείται «εξορθολογισμός» από τον ΙΟΒΕ.
♦ Η κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς ο αριθμός των μαθητών από 94,2 χιλ. το 2000 και 93,4 χιλ. το 2009 μειώθηκε σε 70,7 χιλ. το 2015 (-24,9% σε σχέση με το 2000). Οι εκπαιδευτικοί από 9,0 χιλ. το 2000 και 8,9 το 2009 μειώθηκαν σε 8,3 χιλ. το 2014 (-8,4% σε σχέση με το 2000).
Η κρίση έπληξε με βιαιότητα την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, την πλήρωσαν όμως και τα μεσαία στρώματα, τα τέκνα των οποίων κατευθύνονται και στα ιδιωτικά σχολεία. Οι σχολάρχες προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τη ζημιά στα κέρδη τους μείωσαν το εκπαιδευτικό προσωπικό τους.
♦ Σημειώθηκε σημαντικότατη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Μετά την έναρξη της κρίσης ο μαθητικός πληθυσμός από 1,53 εκ. το 2000 μειώθηκε σε 1,49 εκ. το 2009 (-3,1%) και 1,44 εκ. το 2016 (-5.9% συγκριτικά με το 2000). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται: α) στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών κυρίως αλλοδαπών μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τους 159,5 χιλ. στους 70,3 χιλ.) β) στη μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016, όταν σημειώθηκε αύξηση σε σχέση με το 2015). Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλ. το 2014 σε 155,2 χιλ. το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016 σε 101,9 το 2017). Οι μεταβολές αυτές στο μαθητικό πληθυσμό, που αποτελούν έμμεσες και βαθύτερες επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί και αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της εκπαίδευσης.
Οι προβλέψεις των καπιταλιστών
♦ Η μελέτη του ΙΟΒΕ προβλέπει ότι, σε περίπτωση που συνεχιστεί η ίδια εικόνα, «ο συνολικός αριθμός των μαθητών από 1,48 εκ. το 2008 θα μειωθεί σε 1,05 εκ. περίπου (29,2% ή 423,3 χιλ. λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035 (όταν δηλαδή θα έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη μείωση γεννήσεων που σημειώθηκε το 2017)».
Σύμφωνα με τους καπιταλιστές, όλα εξαρτώνται από τη συμπεριφορά («αδράνεια, προσαρμογή, ευρωπαϊκή σύγκλιση». Η τελευταία προκρίνεται ως η ενδεδειγμένη λύση) που θα επιδείξουν οι διαχειριστές του συστήματος που ασκούν την κρατική εκπαιδευτική πολιτική και διαμορφώνουν τις επιλογές και τις κατευθύνσεις. Διαφορετικά, η μελέτη προβλέπει ότι «α) ο αριθμός των σχολικών μονάδων ενδέχεται να μειωθεί έως 10,7 χιλ. το 2035 από 15,5 χιλ. το 2008 (μείωση κατά 30,8% ή 4,8 χιλ. σχολικές μονάδες), β) ο αριθμός των εκπαιδευτικών από 180,3 χιλ. το 2009 ενδέχεται να μειωθεί το 2035 σε 110,5 χιλ. (μείωση 38,7% στο σενάριο προσαρμογής) και σε 80,7 χιλ. (μείωση 55,2% στο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης). Η μείωση των μαθητών αναμένεται να επηρεάσει σταδιακά τις διαφορετικές ειδικότητες εκπαιδευτικών που απαιτούνται για τη λειτουργία των σχολείων».
♦ Και τον αριθμό εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχουν βάλει στο στόχαστρο οι καπιταλιστές. Προβλέπουν: «Αν τα προσεχή χρόνια διατηρηθεί σταθερός ο σημερινός αριθμός εισακτέων στις σχολές/τμήματα ανώτατης εκπαίδευσης που συνδέονται, πρωτίστως, με την απασχόληση στον κλάδο της εκπαίδευσης, ο αριθμός αποφοίτων από σχολές/τμήματα εκπαιδευτικών ειδικοτήτων (π.χ. φιλόλογοι, μαθηματικοί, φυσικοί, θεολόγοι, δάσκαλοι, κ.λπ.) θα αποκλίνει σημαντικά από τις προβλεπόμενες ανάγκες σε εκπαιδευτικούς των αντίστοιχων ειδικοτήτων. Η μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικούς για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, που προβλέπεται τα προσεχή χρόνια, θα έχει επίσης επιπτώσεις στη σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την απασχόληση, καθώς ο κλάδος της εκπαίδευσης (δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια κλπ.) απορροφά μεγάλο μέρος των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και ιδιαίτερα των αποφοίτων πανεπιστημίων».
Για τους καπιταλιστές, οι ανάγκες της μέγιστης κερδοφορίας τους και της καπιταλιστικής αγοράς κρίνουν και καθορίζουν τα πάντα και όχι οι πραγματικές ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης και της εργαζόμενης κοινωνίας.
♦ Με δεδομένα την ανεργία, την υποαπασχόληση και ετεροαπασχόληση των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και την «πιθανότητα συνέχισης της εξωτερικής μετανάστευσης και της ‘’διαρροής εγκεφάλων’’ (braindrain) από την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια», η μελέτη προβλέπει τα εξής: «Η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται με τα σημερινά δεδομένα θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εισαγωγή μαθητών στην ανώτατη εκπαίδευση, καθώς οι απόφοιτοι Γενικού Λυκείου που διεκδικούν την εισαγωγή τους στην ανώτατη εκπαίδευση από 71,8 χιλ. (2008) θα μειωθούν σε 54,2 χιλ. το 2035 (-24,5% ή 17,6 χιλ. λιγότεροι), ενώ οι εισερχόμενοι στα πανεπιστήμια από 68 χιλ. θα μειωθούν σε 51,8 χιλ. το 2035 (-23,8% ή – 16,2 χιλ.), αν διατηρηθεί η σημερινή αναλογία αποφοίτων-εισακτέων.
♦ Ο καημός όλων των κυβερνώντων διαχρονικά, αλλά και των καπιταλιστών είναι πως στην Ελλάδα οι νέοι δεν προτιμούν – στο βαθμό που όλοι αυτοί επιθυμούν – τη λεγόμενη τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση, γι’ αυτό και συχνά-πυκνά τη φτιασιδώνουν για να μειώσουν την τάση της νεολαίας της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακές σπουδές, που διαμορφώνει απαιτητικές συνειδήσεις και συμπεριφορές (εν δυνάμει «στρατός της κοινωνικής ανατροπής»). Με βαθύτατη, λοιπόν, λύπη η μελέτη του ΙΟΒΕ προβλέπει: «Αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές στις εκπαιδευτικές ροές και τις επιλογές των μαθητών, ο ήδη ισχνός συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αριθμός των μαθητών της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης θα μειωθεί από 106,5 χιλ. το 2008 σε 80,5 χιλ. το 2035 (-26 χιλ. ή -24,4%), ενώ ο αριθμός των αποφοίτων κατ’ έτος από 37,3 χιλ. το 2010 σε 24,1 χιλ. το 2035 (-5,3 χιλ. ή -18,1%). Οι επιπτώσεις αυτές θα ξεκινήσουν να εκδηλώνονται από το 2027 και θα εντείνονται τα επόμενα χρόνια, μέχρι τουλάχιστον το 2035».
Οι προτάσεις
Ως λύση το think tank του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών προκρίνει «την ευρωπαϊκή σύγκλιση». Γιατί, λέει, «όπως δείχνουν οι συγκριτικοί δείκτες με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ, παρά την πολυετή προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε το ξέσπασμα της κρίσης, τη μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών και την αύξηση της αναλογίας εκπαιδευτικών-μαθητών, που σημειώθηκε μετά το 2010, υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της απόδοσης της εκπαίδευσης και της δημόσιας και ιδιωτικής επένδυσης σε αυτήν».
Ποια είναι αυτά τα «σημαντικά περιθώρια» κατά τον ΙΟΒΕ;
♦ Η σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς δείκτες αναλογίας εκπαιδευτικών-μαθητών.
♦ Η διεύρυνση των περιθωρίων για αλλαγές: α) στη σύνθεση της εκπαιδευτικής δαπάνης σε κατηγορίες (αποζημιώσεις προσωπικού, λειτουργικές δαπάνες, κτιριακές, εργαστηριακές και ψηφιακές υποδομές, δαπάνες πρόνοιας και κοινωνικής στήριξης) συνολικά και σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα ξεχωριστά, β) της κατανομής της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης στις διαφορετικές εκπαιδευτικές βαθμίδες.
Δηλαδή, θεωρείται δεδομένη η πενιχρότατη κρατική δαπάνη για τη δημόσια εκπαίδευση και προτείνεται ανασχεδιασμός στην κατανομή της στις διάφορες κατηγορίες και στις ξεχωριστές εκπαιδευτικές βαθμίδες. Την πολιτική αυτή θα πληρώσουν σκληρά οι εργαζόμενοι (αποζημιώσεις προσωπικού), οι λειτουργικές δαπάνες, η υλικοτεχνική υποδομή, κ.ά., αλλά και οι εκπαιδευτικές βαθμίδες, η κάθε μία χωριστά.
♦ Ανάδειξη της αντιμετώπισης της υπογεννητικότητας ως κορυφαίας εθνικής προτεραιότητας και διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής με στόχο την πολύπλευρη στήριξη της οικογένειας.
Οι καπιταλιστές αφού ψελλίζουν κάποιες αοριστίες για «πολύπλευρη στήριξη της οικογένειας… πέρα από την φορολογική αντιμετώπιση και των οικογενειακών επιδομάτων και τη στήριξη της μητρότητας» για να θολώσουν τα νερά και να επιδείξουν δήθεν ευαισθησία, τη στιγμή που στηρίζουν τη φορομπηξία σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων και τα οικογενειακά επιδόματα-φιλοδωρήματα, μπαίνουν στο ψητό. Προτείνουν μεταξύ άλλων: α) ενίσχυση και άμεση εφαρμογή της επέκτασης της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης και της λειτουργίας της στο σύνολο της χώρας, με κινητοποίηση και δυνατότητα συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης στην παροχή της, β) ενίσχυση της λειτουργικής προσαρμογής των σχολικών κτιρίων για την εφαρμογή της επέκτασης της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης, γ) ενίσχυση των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών και στήριξη της συμμετοχής σε αυτούς για όλους, δ) έλεγχος της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών τους από ανεξάρτητο φορέα αξιολόγησης και πιστοποίησής τους.
Η «άμεση εφαρμογή και επέκταση της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης» (διετές Νηπιαγωγείο) θα επιτευχθεί κατά τους καπιταλιστές με «δυνατότητα συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης στην παροχή της» και «ενίσχυση της λειτουργικής προσαρμογής των σχολικών κτιρίων». Κοντολογίς, ο ΙΟΒΕ προτείνει την πολιτική των «vouchers» (κουπόνια) για την επιλογή νηπιαγωγείου δημόσιου ή ιδιωτικού, που θα μπορεί να ανήκει και στους δήμους. Προτείνει επίσης τη «λειτουργική προσαρμογή των σχολικών κτιρίων» με μπαλώματα και όχι την κατασκευή νέων σύγχρονων διδακτηρίων, καθώς και τη συνεχή αξιολόγηση των «υπηρεσιών» (μεταξύ αυτών και οι εκπαιδευτικοί) από «ανεξάρτητο φορέα».
♦ Διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση, με συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών (π.χ. σύλλογοι γονέων) στη διαμόρφωση και την υλοποίησή της.
♦ Η κακόφημη αποκέντρωση, που απαλλάσσει το αστικό κράτος από τις υποχρεώσεις του απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία και φορτώνει τα βάρη στις πλάτες της, με όχημα τους χρεοκοπημένους και φορομπήχτες δήμους, αποτελεί κατεύθυνση της «μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση». Μέσω της αποκέντρωσης, ελαχιστοποιείται η κρατική δαπάνη για τη δημόσια εκπαίδευση, εκχωρούνται αρμοδιότητες στους δημαρχαίους και στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι έχουν λόγο οι ιδιώτες, η λεγόμενη «τοπική κοινωνία», οι καπιταλιστές και ανοίγει διάπλατα το παράθυρο της ιδιωτικοποίησής της.
♦ Βελτίωση της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος, με: (σ.σ.: επιλεκτικά αναφέρουμε) α) αποκέντρωση και ανάθεση της διαχείρισης του προσωπικού της εκπαίδευσης στις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους, και με διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, καθώς και των διαδικασιών πρόσληψης, πειθαρχικού ελέγχου και αξιολόγησής τους από ανεξάρτητες αρχές του κεντρικού κράτους (Α.Σ.Ε.Π., Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.), β) καθορισμός ελάχιστου ορίου μαθητών ανά τμήμα (π.χ. στο μέσο όρο της Ε.Ε.) στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με καθορισμό συγκεκριμένων και στοχευμένων εξαιρέσεων για ειδικές κοινωνικές και/ή γεωγραφικές συνθήκες με στόχο τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση για όλους, γ) καθορισμός ελάχιστου ορίου μαθητών και τμημάτων ανά σχολική μονάδα, ιδιαίτερα στις αστικές και ημιαστικές περιοχές, δ) σύγκλιση διδακτικού και εργασιακού ωραρίου εκπαιδευτικών με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ε) αναδιάρθρωση ημερήσιων και ωρολογίων προγραμμάτων λειτουργίας σχολικών μονάδων (ώρες λειτουργίας, διάρκεια διδακτικών ωρών και διαλειμμάτων) με βάση καλές πρακτικές στις χώρες της ΕΕ, στ) αυτονομία και ευελιξία των σχολικών μονάδων στην προσαρμογή μέρους του σχολικού προγράμματος στις τοπικές συνθήκες και για την οικοδόμηση της ιδιαίτερης ταυτότητάς του…, η) σχεδιασμός πολιτικής για στοχευμένες προσλήψεις εκπαιδευτικών, λαμβάνοντας υπόψη πέρα από τις δημογραφικές επιπτώσεις και τη διαφαινόμενη συρρίκνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, τις επιπτώσεις των μεταβολών του ασφαλιστικού συστήματος στον αριθμό των εκπαιδευτικών που θα αποχωρήσουν τα προσεχή χρόνια, ι) ολοκληρωμένη στρατηγική για την ενίσχυση της ελκυστικότητας και της συμμετοχής μαθητών στη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση π.χ. με τη ίδρυση και λειτουργία ενός δικτύου πρότυπων επαγγελματικών σχολείων για εκπαίδευση σε τεχνολογικά νέες ειδικότητες και τη μεταφορά πόρων σε αυτά από τους πόρους που διατίθενται σε σχολικές μονάδες που αναμένεται να καταργηθούν τα προσεχή χρόνια.
Τί να πρωτοσημειώσουμε; Την αποκέντρωση και ανάθεση της διαχείρισης του προσωπικού της εκπαίδευσης στις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους; Την αξιολόγησή του και τον πειθαρχικό του έλεγχο από «ανεξάρτητες αρχές»; Την αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα στο μέσο όρο της ΕΕ; Την αύξηση του αριθμού των μαθητών και των τμημάτων ανά σχολική μονάδα, με έμφαση στις αστικές και ημιαστικές περιοχές; Την αύξηση του διδακτικού ωραρίου, μέσω της «σύγκλισης διδακτικού και εργασιακού ωραρίου με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης»; Την τροποποίηση αναλυτικών και ωρολόγιων προγραμμάτων με βάση «καλές πρακτικές» της ΕΕ; Την «αυτονομία και ευελιξία» που θα επιτρέπουν την προσαρμογή του προγράμματος κάθε σχολείου στις ανάγκες της «τοπικής κοινωνίας», τις παρεμβάσεις των επιχειρήσεων στο δημόσιο σχολείο με το αζημίωτο και θα οδηγούν σε κατηγοριοποιήσεις σχολείων, μαθητών και εκπαιδευτικών; Τις «στοχευμένες προσλήψεις», που σηματοδοτούν διορισμούς με το σταγονόμετρο; Τα «πρότυπα επαγγελματικά σχολεία» (σ.σ.: είναι και πρόταση της ΝΔ), που θα αποτελούν μια νέα ελκυστική βιτρίνα, θα σηματοδοτούν τη δήθεν νέα αναβάθμιση και θα δημιουργηθούν από την εξοικονόμηση δαπανών που θα προκύψει από το λουκέτο άλλων σχολείων; Πραγματικά πολυ-εφευρέτες αυτοί οι καπιταλιστές.
♦ Αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και διαμόρφωση μακροπρόθεσμης στρατηγικής και προετοιμασία για την επερχόμενη μείωση του αριθμού ημεδαπών φοιτητών, με: α) αναδιάρθρωση και ανασχεδιασμό της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων στα πανεπιστήμια, σε δεύτερο κύκλο, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση της απασχόλησης στον κλάδο της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης και τις μελλοντικές ανάγκες για εκπαιδευτικούς, β) αναπροσανατολισμός των προγραμμάτων με στόχο την προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών, γ) προσαρμογή του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ, με βάση τις δημογραφικές μεταβολές, και τις συνθήκες σύνδεσης εκπαίδευσης και απασχόλησης.
Δεν είμαστε σίγουροι για το πρώτο μέτρο που προτείνεται, όμως, αυτός ο «δεύτερος κύκλος» μας παραπέμπει σε πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας που θα παρέχεται μετά από φοίτηση σε ανεξάρτητο πρόγραμμα από αυτό του προγράμματος σπουδών των λεγόμενων καθηγητικών σχολών και θα έχει παραμέτρους που θα περιορίζουν τον αριθμό των κατόχων του.
Το δεύτερο μέτρο αναφέρεται στην προσέλκυση φοιτητών-πελατών από το εξωτερικό με διαμόρφωση και των προπτυχιακών σπουδών και το τρίτο μέτρο αναφέρεται καθαρά στον περιορισμό του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ και της σχεδιασμένης κατεύθυνσής τους σε σχολές και τμήματα που απαιτούν οι περιστασιακές ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας.
Γιούλα Γκεσούλη