Ο Θ. Ρουσόπουλος δείχνει και μάλλον είναι ψύχραιμος άνθρωπος. Και σιγουρατζής. Γι’ αυτό, άλλωστε, έχει τον Αντώναρο, τον οποίο χρησιμοποιεί σαν σάκο του μποξ, για να εκτονώνουν πάνω του τις καυτές ερωτήσεις οι δημοσιογράφοι στο πρες ρουμ, κάθε φορά που η πολιτική επικαιρότητα είναι ζόρικη για την κυβέρνηση. Τις τελευταίες μέρες, όμως, εκτέθηκε δυο φορές στο ίδιο ζήτημα και το γεγονός αυτό αποκαλύπτει όχι εκνευρισμό αλλά πανικό στο μέγαρο Μαξίμου.
Την πρώτη φορά ήταν όταν βγήκε ο ίδιος και ανέφερε ότι υπάρχει φιλολογία για κύμα μαθητικών καταλήψεων και κάλεσε όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου να δεσμευτούν ότι θα βάλουν πλάτη για να τις καταπολεμήσουν. Κατέστησε έτσι ο ίδιος κεντρικό πολιτικό θέμα τις μαθητικές καταλήψεις, δίνοντάς τους και τη σχετική ώθηση (γι’ αυτό πρέπει να τον ευχαριστήσουμε). Είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα συμπαρατάσσονταν με την κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των μαθητικών καταλήψεων; Οχι βέβαια. Αλλού στόχευε με την υποκριτική έκκλησή του.
Στόχευε στη λεγόμενη «σιωπηρή πλειοψηφία». Ηθελε να ενεργοποιήσει συντηρητικά ανακλαστικά. Να σπρώξει τους γονείς σε κατασταλτικές μεθόδους. Κίνηση πανικού αναμφισβήτητα. Που δείχνει πλήρη απόσπαση από την πραγματικότητα. Αγνοια των διαθέσεων της λεγόμενης κοινής γνώμης, που πλειοψηφικά πνέει μένεα κατά της κυβερνητικής πολιτικής στο χώρο της Παιδείας, όπως έχουν δείξει και τα σχετικά γκάλοπ του τελευταίου διαστήματος.
Αγνοια και της κοινωνικής πραγματικότητας. Υπάρχει δύναμη που να μπορεί να σταματήσει τους ζόρικους εφήβους έτσι και αποφασίσουν να βάλουν λουκέτα στα σχολεία; Η εμπειρία όλων των προηγούμενων κυμάτων καταλήψεων αποκαλύπτει ότι τέτοια δύναμη δεν υπάρχει.
Η δεύτερη, ακόμα πιο χοντρή «γκέλα» του Ρουσόπουλου ήταν όταν βγήκε στο πρες ρουμ και κρατώντας μια ανακοίνωση του ΣΑΣΑ, καταρχάς τη χαρακτήρισε ανυπόγραφη (ενώ είχε φαρδιά πλατιά την υπογραφή από κάτω) για να μιλήσει για «υποκινητές». Συμπεριφέρθηκε, δηλαδή, ως κοινός προβοκάτορας. Το χειρότερο γι’ αυτόν όμως ήταν ότι διάβασε μια αναφορά του κειμένου στις καταλήψεις του 1998, που ξεκινούσε με τη φράση «εμείς οι μαθητές» και με ύφος χιλίων ασφαλιτών σχολίασε ότι οι σημερινοί μαθητές τότε πήγαιναν στο Δημοτικό. Αρα, το χαρτί δεν το έγραψαν μαθητές, αλλά… υποκινητές. Στο σημείο αυτό οι δημοσιογράφοι έσκασαν στα γέλια και οι χιουμορίστες σε όλα τα ΜΜΕ έπιασαν δουλειά (το επόμενο βήμα θα είναι να τον περιλάβει και κάνας Λαζόπουλος, αλλά εκεί ίσως τον προστατεύσει η σύζυγος που έχει πιάσει στασίδι στο κανάλι της Κάντζας). Δεν περιμένετε, βέβαια, να σχολιάσουμε το υπό του Ρουσόπουλου ρηθέν. Ας προσέξει μόνο να μην το επαναλάβει, γιατί θα μείνει στην πολιτική ιστορία ως ο υπουργός που κατάργησε την ιστορική μνήμη και τη συνέχεια των κινημάτων, όπως ένας άλλος αλήστου μνήμης υπουργός της παράταξής του, ο Κ. Λάσκαρης, έμεινε ως ο υπουργός που κατάργησε την πάλη των τάξεων!
Εγινε ρόμπα ο Ρουσόπουλος χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει. Εγινε ρόμπα γιατί το ξέσπασμα των μαθητικών καταλήψεων τους ήρθε στο Μαξίμου κατακέφαλα, χωρίς να το περιμένουν. Τους έπεσε κομματάκι βαρύ και τα ‘χασαν.
Αντί, λοιπόν, να καθήσουν να σκεφτούν ψύχραιμα, έβαλαν μπροστά την επιχείρηση προβοκάτσια, που γύρισε μπούμερανγκ εναντίον τους. Αυτό τους ήρθε πιο εύκολο, αυτό έκαναν, χωρίς να πρωτοτυπούν βέβαια, γιατί όλες οι κυβερνήσεις τα ίδια λένε κάθε φορά που ξεκινά μια αναταραχή στα σχολεία.
Η Γιαννάκου, εντελώς εκτός πραγματικότητας αυτή και βαλλόμενη πανταχόθεν, ανέλαβε να μας το κάνει πιο «νιανιά», δηλώνοντας στους δημοσιογράφους το μεσημέρι της περασμένης Τετάρτης: «Σε κάθε σχολείο κάνουν κατάληψη ένας-δύο καθηγητές, τέσσερις-πέντε οικοδόμοι και πέντε-έξι μαθητές». Οποιος, βέβαια, περάσει έξω από ένα κατειλημμένο σχολείο βλέπει το μελίσσι των μαθητών. Πού να τολμήσει, όμως, η Γιαννάκου να κάνει τέτοια περατζάδα. Στην κυβέρνηση θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουν ότι οι μαθητικές καταλήψεις είναι σαν τις ιώσεις: ξεκινούν ξαφνικά και διαδίδονται αστραπιαία. Αυτή είναι η λογική των πραγμάτων και αν θέλουν να την κατανοήσουν ας ρωτήσουν κανένα σοβαρό κοινωνιολόγο να τους πει μερικά πραγματάκια, μπας και ξεστραβωθούν.
Οι μαθητικές καταλήψεις, λοιπόν, είναι πραγματικότητα. Και εξαπλώνονται με μορφή επιδημίας. Γι’ αυτό και κάθε πρόβλεψη για τον αριθμό των υπό κατάληψη Λυκείων είναι παρακινδυνευμένη. Το βράδυ της Τετάρτης ο αριθμός που δινόταν ήταν περισσότερα από 400 σχολεία (γινόταν λόγος για 465), ενώ την Τρίτη ήταν 300 και τη Δευτέρα 120. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις επόμενες μέρες θα είναι περισσότερα. Σ’ αυτό το εφηβικό κίνημα η δύναμη του παραδείγματος λειτουργεί πολλαπλασιαστικά, όπως έχει δείξει η προϊστορία του. Πρόκειται για κίνημα με εκρηκτικά χαρακτηριστικά, όπως είναι όλα τα κινήματα της σπουδάζουσας νεολαίας.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό αυτού του κινήματος είναι η περιοδικότητα στις εκρήξεις του. Περιοδικότητα σχετικά ακανόνιστη μεν, αλλά δεδομένη. Σχεδόν κάθε λυκειακή γενιά έχει να επιδείξει ένα κίνημα καταλήψεων. Αλλοτε μικρότερης έκτασης και έντασης, άλλοτε μεγαλύτερης.
Και βέβαια, κανένας δε μπορεί να υποκινήσει ένα τέτοιο κίνημα, όσο κι αν προσπαθήσει. Αποτελεί τον ορισμό του αυθόρμητου κινήματος. Εκείνο που το υποκινεί είναι η αθλιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, η γενικευμένη κοινωνική αθλιότητα, το πρεσάρισμα των νέων, τα αδιέξοδα που βιώνουν, η ανασφάλεια για το μέλλον. Η αντίδραση είναι στην αρχή σχεδόν τυφλή. Ενστικτώδης. Τα παιδιά προσπαθούν να χαλαρώσουν τη θηλιά που αισθάνονται να τα πνίγει.
Στην πορεία το κίνημα συγκροτείται, αποκτά τρόπους έκφρασης, διατυπώνει με πιο σαφή τρόπο τα αιτήματά του, εστιάζει σε ορισμένα απ’ αυτά, τα πιο βασικά.
Και οι δυνάμειςτου Περισσού, που έσπευσαν με το γνωστό κουτοπόνηρο τρόπο να δημιουργήσουν μια «μεγάλη αγκαλιά» για το κίνημα των καταλήψεων, ποντάροντας στο ότι αυτό το κίνημα δε μπορεί με μιας να φτιάξει τα δικά του όργανα και να βρει τους τρόπους που θα οργανωθεί και θα εκφραστεί, θα σπάσουν τα μούτρα τους για μια ακόμα φορά. Είναι εύκολο να έχεις ένα μηχανισμό και να τον χρησιμοποιείς για να ορίζεις ένα τόπο συγκέντρωσης, όμως η πραγματικότητα θα σφραγιστεί από την ίδια τη συγκέντρωση και όχι από εκείνους που θα ορίσουν τον τόπο και θα ελέγχουν τη μικροφωνική.
Η σημερινή γενιά των δεκαεφτάρηδων και δεκαοχτάρηδων δοκιμάζεται στην πρώτη κοινωνική της μάχη. Κάνει τα πρώτα βήματά της στο δρόμο του συλλογικού αγώνα. Και τα κάνει σε μια κρίσιμη στιγμή. Ρίχνει το δικό της βάρος σ’ ένα ευρύτερο μέτωπο,που το άνοιξαν οι φοιτητές την περασμένη άνοιξη και το συνεχίζουν οι δάσκαλοι το φθινόπωρο. Με τη μαζικότητα και τον ενθουσιασμό τους μπορούν να γίνουν ο καταλύτης για την ήττα της κυβέρνησης.