Εχουν βαλθεί να ανοίξουν τα σχολεία. Καθώς έχουμε μπει στην τελευταία εβδομάδα των σχολικών διακοπών (υπό κανονικές συνθήκες) δεν ακούμε τίποτε άλλο παρά πότε θα ανοίξουν και αν θα ανοίξουν πρώτα τα Δημοτικά και Νηπιαγωγεία για να ακολουθήσουν μια εβδομάδα μετά τα Γυμνάσια-Λύκεια.
Η επιτροπή των ενσωματωμένων «ειδικών» δεν μπορεί να καταλήξει επί του προκειμένου και γνώμες πάνε κι έρχονται και από τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια.
Στον Τύπο (καθώς και από το στόμα της Αθηνάς Λινού) ειπώθηκε ότι νέα έρευνα, αυτήν τη φορά από την Αυστρία, αποδεικνύει ότι τα παιδιά και κολλάνε και μεταφέρουν τον ιό.
Μέσα στην τούρλα του Σαββάτου (Σάββατο, 2 Γενάρη), βγήκε και ο Πέτσας να ανακοινώσει ότι μπαίνουμε σε νέο αυστηρότερο lockdown μιας εβδομάδας, με άρση όλων των ανοιγμάτων που είχαν αποφασιστεί για τις γιορτές, γιατί «στόχος είναι να φτάσουμε, με ασφάλεια, στις 11 Ιανουαρίου, στη βέλτιστη δυνατή επιδημιολογική κατάσταση. Και έτσι, από 11 Ιανουαρίου, να ξαναχτυπήσει το κουδούνι σε όλα τα σχολεία της χώρας. Να αποκατασταθεί η δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία» (σ.σ. τα σχολεία είναι το πρόσχημα γι’ αυτήν τη νέα εξέλιξη, η αλήθεια είναι ότι φοβούνται νέα εκτίναξη των κρουσμάτων).
Ολα τα παραπάνω «μπρος-πίσω» ένα πράγμα δηλώνουν, παρότι δεν το ομολογούν – κυβέρνηση και ενσωματωμένοι λοιμωξιολόγοι: ότι «και στα σχολεία κολλάει», παρότι τα παιδιά μπορεί να είναι είτε ασυμπτωματικά είτε να νοσούν ελαφρά. Και δεν το ομολογούν γιατί, αποδεχόμενοι τη σκληρή πραγματικότητα, θα εξαναγκαστούν να «επιβαρύνουν» τον κρατικό κορβανά με τις άδειες ειδικού σκοπού που θα υποχρεωθούν να δώσουν στους εργαζόμενους γονείς, ειδικά των παιδιών των Δημοτικών και Νηπιαγωγείων.
Την αλήθεια αυτήν την ξέρουμε καλά. Και την έχουμε πολλές φορές αναδείξει από την «Κόντρα». Με τα ίδια τα στοιχεία που αναρτούσε στην ιστοσελίδα του το υπουργείο Παιδείας, όταν τα σχολεία λειτουργούσαν, από τα οποία προέκυπτε ότι καθημερινά δεκάδες ή και πάνω από 100 ή και 200 σχολεία προστίθονταν στη λίστα αυτών που έβαζαν λουκέτο (εν όλω ή τμήματά τους) λόγω κρουσμάτων κοροναϊού, ειδικά στις περιοχές που ήταν στο «κόκκινο». Με το γεγονός ότι το 40% των κλειστών αυτών σχολείων αποτελούνταν από σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Με τα στοιχεία που ο ίδιος ο ΕΟΔΥ έδινε καθημερινά για τα κρούσματα κοροναϊού στις ηλικίες 0-17 ετών (ηλικίες που κατά κύριο λόγο αναφέρονται σε μαθητές Νηπιαγωγείων-Δημοτικών-Γυμνασίων-Λυκείων) και που σύμφωνα με αυτά τα ποσοστά των νοσούντων μαθητών στο σύνολο των σχολείων που τελούσαν σε αναστολή λόγω κρουσμάτων κοροναϊού, ήταν ιδιαίτερα υψηλά ενώ παρουσίαζαν αυξητική στάση.
Η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης δεν έχει όρια. Θέλει να επαναλειτουργήσει τα σχολεία την ίδια στιγμή που δεν έχουμε ξεμπερδέψει ακόμη με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, που οι Εντατικές είναι γεμάτες, ο αριθμός των διασωληνωμένων και των θανάτων στα ύψη. Την ίδια στιγμή που το ίδιο το κυβερνητικό επιτελείο, «προβληματίζεται» για τη Δυτική Αττική, το Περιστέρι, το Ιλιον, το Κερατσίνι τη Δραπετσώνα, όπου η πανδημία «βράζει» και οι εργασιακοί χώροι μεγάλης συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού είναι ωρολογιακές βόμβες, καθώς οι καπιταλιστές λειτουργούν ασύδοτα και οι επιχειρήσεις πνίγουν τα κρούσματα. Την ίδια στιγμή που στις ώρες αιχμής οι εργαζόμενοι «παστώνονται» σαν τις σαρδέλες στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Αλλά ακόμη και τώρα που η κυβέρνηση καταγίνεται διαρκώς με την ημερομηνία που θα επαναλειτουργήσουν τα σχολεία, δεν κάνει την παραμικρή νύξη για τους όρους που αυτά θα ανοίξουν. Δηλαδή για το ότι επιβάλλεται να εμβολιαστεί κατά προτεραιότητα ο πληθυσμός των εκπαιδευτικών. Για το ότι οι μαθητές θα «παστωθούν» και πάλι σε τμήματα των 25, 27 και 28 μαθητών. Για το ότι ακόμη και αυτές οι δωρεάν μάσκες δεν έχουν φθάσει στα σχολεία, μετά τον τραγέλαφο των μασκών-σώβρακα. Για το ότι δεν έχουν προσληφθεί εκπαιδευτικοί ώστε να είναι δυνατό το σπάσιμο των πολυπληθών τμημάτων στα δύο. Για το ότι το προσωπικό καθαριότητας δεν επαρκεί ώστε να τηρούνται τα πολυδιαφημισμένα πρωτόκολλα. Για το ότι η υλικοτεχνική υποδομή και οι κτιριακές εγκαταστάσεις πολλών σχολείων δεν εξασφαλίζουν τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας.
Γιούλα Γκεσούλη