Στο τελευταίο Ψαχνό γράψαμε για τις προβλέψεις του Στουρνάρα και για τις επισημάνσεις-«συμβουλές» του προς τη «νέα» κυβέρνηση. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τη βαρύτητα των προβλέψεων για το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, γιατί περισσότερο μοιάζουν με αβανταδόρικους για την κυβέρνηση χρησμούς, παρά με αναλύσεις. Στην έκθεση, όμως, της Τράπεζας της Ελλάδας σκιαγραφείται σε ένα βαθμό το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα από το κεφάλαιο «προτάσεις πολιτικής» μπορούμε να καταλάβουμε αρκετά. Οι δύο πρώτες προτάσεις αφορούν το Ταμείο Ανάκαμψης. Το πρώτο σκέλος αφορά την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για να εκταμιευθούν οι κεφαλαιακοί πόροι και το δεύτερο την ταχεία αξιοποίηση των πόρων αυτών. Οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν στη διαβόητη ανταγωνιστικότητα, προϋπόθεση αναγκαία -σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη- για επενδύσεις και εξωστρεφή οικονομία. Εδώ κολλάει και η τρίτη πρόταση που είναι η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καθώς σταθερά η Ελλάδα εισάγει πολύ περισσότερο από όσο εξάγει. Συνεχίζοντας, αναφέρονται το δομικό πρόβλημα του δημόσιου χρέους και η απαραίτητη μείωσή του καθώς και η συγκράτηση του πληθωρισμού.
Αποκωδικοποιώντας τα παραπάνω έχουμε και λέμε: όλο το παιχνίδι παίζεται με τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης. Μέχρι τον περασμένο Απρίλη είχαν κατατεθεί 381 επενδυτικά σχέδια με συνολικό προϋπολογισμό 12,12 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 230 αφορούν τη «ραχοκοκκαλιά» του ελληνικού καπιταλισμού, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αθροιστικό προϋπολογισμό 2,73 δισ. ευρώ, δηλαδή το 22,5% του συνολικού προϋπολογισμού. Οπότε, ήδη καταρρίπτεται το επιχείρημα της στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αφού τα προαναφερθέντα είναι λιγότερα από το ένα τέταρτο των συνολικών που κατατέθηκαν (εκκρεμεί βέβαια να περάσουν από έλεγχο και έγκριση, οπότε ο πραγματικός αριθμός είναι άγνωστος).
Για το χρέος δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα καινούριο. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ και το δεύτερο μεγαλύτερο διεθνώς. Εδώ η ανάλυση του Στουρνάρα έχει ως εξής: «Οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων».
Δηλαδή η ελληνική οικονομία είναι εξασφαλισμένη; Και αν ναι, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει δημοσιονομική χαλάρωση, που σε απλά λόγια σημαίνει αύξηση των κρατικών δαπανών; Και αφού εν τέλει η ελληνική οικονομία είναι εκτεθειμένη στον επιτοκιακό κίνδυνο γιατί κοιμόμαστε και ξυπνάμε με το άγχος αν θα «πιάσουμε την επενδυτική βαθμίδα»;
Αφελή ερωτήματα. Η δημοσιονομική πολιτική είναι δεδομένη με στόχο την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων. Η έκθεση αναφέρει: «Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπεται η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, στόχος που είναι συμβατός με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους». Αυτό που στην πραγματικότητα έχει συμβεί και έχουμε περιγράψει πολλές φορές είναι πως για να επιτευχθεί το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, η κυβέρνηση έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο την υπεραπόδοση των φόρων ελέω πληθωρισμού, εξαλείφοντας το λαϊκό εισόδημα. Για να έχουμε μια εικόνα, η αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού, συγκρίνοντας το τετράμηνο Ιανουάριος-Απρίλιος 2022 με το αντίστοιχο του 2023, ήταν 19,7% και περίπου 3 δισ. ευρώ περισσότερα από τις κυβερνητικές εκτιμήσεις! Αντίστοιχα, οι πρωτογενείς δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού (χωρίς τους τόκους για το χρέος) αυξήθηκαν μόλις 0,7% και η απόκλιση από τις εκτιμήσεις ήταν 805 εκατ. ευρώ λιγότερα!
Οσον αφορά τον πληθωρισμό, στο κεφάλαιο «προτάσεις πολιτικής» διαβάζουμε: «Η διασφάλιση της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει: Πρώτον, ότι οι μισθολογικές αυξήσεις θα αντιστοιχούν στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, όπως αυτές προσδιορίζονται κυρίως από τις μεταβολές της παραγωγικότητας, και ότι θα αποφευχθεί μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών».
Διαβάζοντας την παραπάνω «πρόταση» γίνεται αντιληπτό πως οι αυξήσεις των μισθών αποτελούν τροχοπέδη για τη μείωση του πληθωρισμού. Στην ίδια έκθεση, όμως, σε διάσπαρτα σημεία μέσα στις 147 σελίδες της, αναφέρεται πως από τα δεδομένα τόσο σε ελληνικό επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο, δεν παρατηρείται το φαινόμενο του σπιράλ μισθών-τιμών (η αύξηση των μισθών να οδηγεί σε αύξηση των τιμών των αγαθών). Οι ποσοστιαίες μεταβολές των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό ήταν 2,3% και 0,3% για το 2021 και το 2022 αντίστοιχα, όταν τα λεγόμενα λειτουργικά κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν από 28,7% το 2021 σε 32,1% το 2022.
Πλέον, ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να πουλήσουν το παραμύθι πως για τον πληθωρισμό φταίνε οι αυξήσεις των μισθών και έχουν εφεύρει (όπως έχουμε γράψει παλιότερα) τον όρο «πληθωρισμός της απληστίας» ή greedflation.
Συνοψίζοντας, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο που της επιτάσσει ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Δηλαδή, μια χώρα που είναι πλήρως εξαρτώμενη και ελεγχόμενη από το χρέος της. Μια χώρα που θα προσπαθήσει να συμπιέσει ακόμα περισσότερο τους μισθούς των εργαζομένων προς όφελος των καπιταλιστικών κερδών, δημιουργώντας φτηνό εργατικό δυναμικό. Αυτό λέγεται αλλιώς ανταγωνιστικότητα. Και τέλος, μια χώρα με διαλυμένη παραγωγή που εξαρτάται από ευρωπαϊκά κονδύλια, αφού έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της προς του εταίρους (βλέπε πρωτογενή πλεονάσματα).
Σιγά τα πρωτάκουστα σοφά λόγια του «Αρτεμίδωρου».